Quantcast
Channel: —Μορφές —–Διακόνημα
Viewing all 151 articles
Browse latest View live

Ιερομόναχος Κοσμάς Μικραγιαννανίτης († 1 Νοεμβρίου 1923)

$
0
0

Skiti Agioas AnnisΈζησε λίαν ασκητικά με τη μικρή συνοδεία του στην πιο μικρή Καλύβη της σκήτης της Μικράς Αγίας Άννης, της Κοιμήσε­ως της Θεοτόκου. Γέροντα είχε τον ξακουστό Πνευματικό Γρηγόριο (+1899), τον οποίο ο πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ' ονόμαζε στύλο της αρετής και του μοναχικού βίου. Ο Γέροντας Κοσμάς συνέχισε το έργο του. Αξιώθηκε, αναφέρουν, να μεταλαμβάνει τους άγνωστους και ανώνυμους ερημίτες-ασκητές του Άθωνα. Όταν κάποτε σε μία σύναξη των πατέρων της σκήτης της Αγίας Άννης μερικοί μοναχοί είπαν ότι σήμερα δεν υπάρχουν μεγάλοι βιαστές και ενάρετοι πατέρες, ο παπα-Κοσμάς διαχώρησε τη θέση του και είπε θαρρετά και με γνώση πως πολύ κο­ντά τους στην έρημο υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι του Θεού, άγιοι, ισάγγελοι. Ο λόγος του στάθηκε πειστικός και οι μοναχοί αποσύρθηκαν για τις Καλύβες τους ειρηνικοί και αναπαυμένοι.

Επέστρεψε ο παπα-Κοσμάς στο ησυχαστήριό του. Στο τέλος της εβδομάδας τον επισκέφθηκαν, ως συνήθως, οι άγνωστοι ασκητές. Αφού με μεγάλη ευλάβεια και κατάνυξη μετάλαβαν των αχράντων Μυστηρίων έφυγαν. Καθυστέρησε την αναχώρησή του ο γηραιότερος και του είπε, πως έχουν κάνει μία συμφωνία και δεν θα πρέπει ν’ αναφέρει πουθενά ποτέ για την ύπαρξή τους και τις επισκέψεις τους στο εκκλησάκι του προς θεία Κοινωνία. Είχαν φαίνεται πληροφορηθεί τη συγκεκριμένη συνομιλία του στη σκήτη. Ο παπα-Κοσμάς δεν κατάλαβε καλά την προειδοποίηση.

Όταν μετά από καιρό ένας μοναχός περιέπεσε σε ακηδία και απόγνωση και πήγε να του πει πως δεν υπάρχουν σήμερα στο Άγιον Όρος πατέρες σε πνευματικά ύψη και σε υψηλά μέτρα αρετής και ως εκ τού­του θ’ αφήσει το μοναχικό σχήμα και θα επιστρέψει στον κόσμο, ο Πνευ­ματικός λυπήθηκε πολύ. Με δάκρυα προσευχόταν για την ανάνηψή του και αφιέρωσε πολύ χρόνο για τη διόρθωσή του. Στο τέλος αναγκάσθηκε να του πει να μείνει στην Καλύβη, στη μεταμεσονύκτια θεία Λειτουρ­γία, παρακολουθώντας την από ένα παραθυράκι, ελπίζοντας ότι έτσι θα κατανυγεί και μεταστραφεί. Ο παπα-Κοσμάς άρχισε τη Λειτουρ­γία, η συνοδεία του αναπαυόταν, ο κρυπτόμενος μοναχός προσευχόταν. Ξαφνικά εισήλθαν στο ναΰδριο της Θεοτόκου πέντε, αόρατοι συνή­θως, ασκητές με φωτεινά πρόσωπα. Αφού προσκύνησαν τις εικόνες και πήραν την ευχή τού λειτουργού, τους μετέδωσε τη θεία Κοινωνία. Έμεινε πάλι στο τέλος ο γεροντότερος και σεμνά και ταπεινά του είπε: «Γέροντα, σ’ ευχαριστούμε διά την επί τόσα έτη εξυπηρέτηση, δεν είναι όμως δυνατόν να συνεχίσουμε, διότι δεν εκράτησες τον λόγο σου και αποκάλυψες την παρουσία μας, διά ωφέλεια μεν, αλλά ημείς δεν πληροφορούμεθα εκ Θεού να συνεχίσωμεν».

Ο παπα-Κοσμάς από τη λύπη του έμεινε άφωνος. Ο κρυπτόμενος μοναχός τού ζητούσε να τον συγχωρήσει, τον ευχαριστούσε για τη θέα επιγείων αγγέλων, μετανόησε και παρέμεινε με ζήλο στον τόπο της ασκήσεώς του να ολοκληρώσει διά βίου το έργο του. Έλεγε πως είδε αγγέλους στη γη και μπολιάστηκε ουρανό. Συγκινημένος ο παπα- Κοσμάς για τη μεταστροφή του, αλλά και βαθύτατα λυπημένος για την απώλεια της εξαίσιας πνευματικής παρουσίας, ζητούσε συγχώρεση για την αποκάλυψη. Από τον καημό του μετά λίγο αναπαύθηκε αιώνια. Έμεινε σ’ εμάς η διήγηση. Πολλοί αμφισβητούν και απορρίπτουν τελεί­ως την παρουσία των αγνώστων ασκητών. Οι μαρτυρίες για την ύπαρξή τους δεν είναι καθόλου λίγες. Να ζεις ταπεινά και κρυφά πάντως είναι πολύ σημαντικό και θεοαγάπητο.

Ο Α. Μωραϊτίδης, συνοδεύοντας τον Γέροντα Δανιήλ (+1929), περιγράφει ωραία: «Μετέβημεν πεζή εις την ερημικήν Καλύβην του μεγάλου Πνευματικού παπά Γρηγορίου, ίνα ακούσωμεν την θείαν Λειτουργίαν επί τη μνήμη της αγίας Μαγδαληνής. Η Καλύβη αύτη κείται εις την Μικράν Αγίαν Άνναν, επί υγράς σπηλαιώδους πτυχής, απέχει δε στάδια τινα προς δυσμάς. Η οδός πετρώδης, δροσισμένη από την πάχνην του όρθρου, αλλ’ ομαλή λίαν, η δε πορεία μας την πρωινήν εκείνην ώραν λίαν ευχάριστος. Ο ναός τιμώμενος εις μνήμην της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι εσφηνωμένος επί του βράχου. Ο παπά Γρηγόριος έχει αποθάνει αρτίως, άρχει δε της Καλύβης ο καλός και αγαθός αυτού υποτακτικός, ο ασκητικώτατος παπά Κοσμάς, όστις με πολλήν χαράν μάς υπεδέχθη και μας ανέψυξε μετά την θείαν Λειτουργίαν, οδηγήσας με και εις το κελλίον του οσιωτάτου Γέροντός του, το οποίον εξ ευλαβείας βαθυτάτης διατηρεί ως είχεν αυτό ότε έζη ο μέγας εκείνος Πνευματικός. Εκεί εκαθήσαμεν αρκετήν ώραν ακούσαντες τον αγιώτατον βίον του παπά Γρηγορίου εις ον εξωμολογούντο και Πατριάρχαι, και πολλά αυτού ανέκδοτα, άτινα διηγήθη με πολλήν χάριν και ο πατήρ Κοσμάς και ο Γέρων Δανιήλ. Προ τριών ετών εκοιμήθη εν Κυρίω ο παπά Κοσμάς, ευλαβέστατος ιερεύς και Πνευματικός, την ημέραν ακριβώς των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού».

Απήλθε προς Κύριον την 1.11.1923, κατά τον γνωρίσαντα αυτόν Γέροντα Ιωακείμ Σπετσιέρη (+1943).

Πήγες – Βιβλιογραφία

Α. Μωραϊτίδη, Με του βορηά τα κύματα, Αθήναι 1927, σ. 153. Ιωακείμ Σπετσιέρη αρχιμ., Απομνημονεύματα, Αγιορετική Μαρτυρία 7/1990, σ. 116. Φιλίππου ιερομ., Γε­ροντικόν της Ερήμου του Άθω, Άγιον Όρος 20092, σσ. 95-97.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ.177-179, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.


Ιερομόναχος Συνέσιος Αγιοπαυλίτης (1844 – 02 Νοεμβρίου 1929)

$
0
0
[caption id="attachment_106296" align="aligncenter" width="962"]Η κηδεία του Γέροντος Συνεσίου Αγιοπαυλίτου ( φωτ.μοναχού Δανιήλ Νεοσκητιώτου,1931) Η κηδεία του Γέροντος Συνεσίου Αγιοπαυλίτου ( φωτ.μοναχού Δανιήλ Νεοσκητιώτου,1931)[/caption]

Ο κατά κόσμον Φώτιος Ζησιμάτος γεννήθηκε ατό χωριό Κοντογουράτα της Κεφαλλονιάς. Το 1867 προσήλθε να μονάσει στην Καλύβη των Εικοσάριθμων Αγίων Αναργύρων τις Νέας Σκήτης. Γέροντάς του ήταν ο συμπατριώτης του Πνευματικός Χριστόφορος Τσιμαράτος. «Υπήρξεν αυστηρός στους τρόπους αλλά τέλειος μοναχός και φύλαξ αληθής των διατάξεων τις μοναχικής πολιτείας ... Ετελεύτησεν εις βαθύ γήρας με την πεποίθησιν ότι θα τύχη τις αιωνίου μακαριότητος». Εκάρη μοναχός το 1868. Το 1877 ήλθε να μονάσει ο πρώτος εξάδελφός του, ο μετέπειτα ιερομόναχος Ιωακείμ Σπετσιέρης (+1943).

Γράφει ο Γέροντας Ιωακείμ στα ωραιότατα Απομνημονεύματά του περί αυτού: «Ο ρηθείς Ιερομόναχος Συνέσιος εστίν αληθής μοναχός και αυστηρός τηρητής των διατάξεων τις μοναχικής πολιτείας, τακτικώτατος εις τας ακολουθίας και εις τας λοιπάς διατάξεις του μοναχικού βίου. Ηγείρετο προ του μεσονυκτίου και εποίει, αν και ασθενής, πολλάς γονυκλισίας και διά του κομβοσχοινίου τον διατεταγμένον κανόνα, εμέ δε εδίδασκε τα της μοναχικής ζωής και με εφώνει προ του μεσονυκτίου, όπως εγερθώ και ποιήσω διά του κομβοσχοινίου τον διατεταγμένον κα­νόνα. Νηστευτής αυστηρός, ώστε όχι μόνον εν τη καλύβη ευρισκόμενος, αλλά και εις εκδρομήν ή υπηρεσίαν εφύλαττε πάντοτε τα κεκανονισμένα, ώστε Δευτέραν, Τετάρτην και Παρασκευήν ούτε έλαιον ούτε οίνον εγευόμεθα, οπουδήποτε και αν ευρισκόμεθα, εσθίοντες άπαξ της ημέρας, εκτός εάν συνέπιπτεν εορτή και καταλύσιμος ημέρα. Ο Ιερομόναχος Συνέσιος άνευ της θελήσεώς του μετά ταύτα ανεβιβάσθη εις τον θρό­νον της ηγουμενίας της Μονής του Αγίου Παύλου και εκυβέρνησε το εμπιστευθέν αυτώ ποίμνιον καλώς».

Στη μονή του Αγίου Παύλου ηγουμένευσε τρεις φορές: 1905-1908, 1913-1914 και 1912-1920. Η μονή τον αναγνώριζε και τον χαρακτήριζε ότι ήταν «χρηστός και ασκητικότατος μοναχός, δόκιμος δε πνευματι­κός».

Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 2.11.1929.

Πήγες – Βιβλιογραφία

Ιωακείμ Σπετσιέρη αρχιμ., Απομνημονεύματα, Αγιορειτική Μαρτυρία 7/1990, σσ. 112- 113. Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Προσκυνητάριον της Ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου, Άγιον Όρος 1997, σσ. 58 καί 64.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ.227-228 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Μοναχός Βαρθολομαίος Σταυρονικητιανός (1913 – 03 Νοεμβρίου 1982)

$
0
0
IM Stauronikita Υπήρξε ο μακάριος υποτακτικός τέλειος του μακαριστού Γέροντος Φιλαρέτου (+1975). Ήταν και αυτός από τη Ρουμανία. Ο αυστηρός και λίαν ασκητικός Γέροντας του τον έστελνε να εργάζεται στα μοναστήρια και στα Κελλιά διάφορες χειρωνακτικές εργασίες. Έσκαβε τους κήπους, τ’ αμπέλια, κόσιζε τα χόρτα και ό,τι άλλες βαριές δουλειές του έλεγαν. Ήταν δυνατός και ικανός για τέτοιου είδους εργασίες και γι’ αυτό ήταν περιζήτητος. Το 1966, σκάβοντας μία ημέρα από το πρωί ένα αμπέλι, το μεσημέρι κάθισε λίγο να ξεκουραστεί. Όταν σηκώθηκε να συνεχίσει την εργασία του, αισθάνθηκε μία τρεμούλα στα πόδια του. Από τότε τα πράγματα για τον π. Βαρθολομαίο, τον φιλότιμο εργάτη, άλλαξαν. Η τρεμούλα δεν ήταν από κόπωση, αλλά είχε αρχίσει η ασθένεια του πάρκινσον. Με τον Γέροντά του έμεναν στο Σταυρονικητιανό Κελλί του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου. Μετά την οσιακή κοίμηση του Γέροντός του ήταν αδύνατον ν’ αυτοεξυπηρετηθεί και τον παρέλαβε η μονή. Επί μία επταετία ολόκληρη τον επιμελήθηκε και τον περιέθαλψε με κάθε δυνατή φροντίδα. Κλινήρης όλα αυτά τα χρόνια είχε συνεχή ανάγκη διακονητή για όλες του τις χρείες. Ημέρα με την ημέρα το σώμα του φθειρόταν πιο πολύ από την ασθένεια. Ο έσω άνθρωπος όμως ανανεωνόταν, έθαλλε, έλαμπε. Αντανακλούσε στο πρόσωπό του η εσωτερική γαληνιώσα κατάσταση της ψυχής του. Η ευχή του Ιησού ήταν αδιάλειπτη. Η ευχαριστία και η ευγνωμοσύνη στα χείλη του συνέχεια. Η υπομονή του ιώβεια. Η ελπίδα των υποσχεθέντων αφθάρτων αγαθών βέβαιη και απεριόριστη. Το σώμα του έγινε ένα κουβάρι από τη δύσκολη ασθένεια. Κατέληξε στο κοιμητήρι της μονής, για ν’ αναπαυθεί από τους πολυχρόνιους κόπους, σκάβοντας τους κήπους του Αγίου Όρους και της καρδιάς του. Η ψυχή του πέταξε αθόρυβα στους ουρανούς, για να λάβει εκεί τους μισθούς της υπακοής στον Γέροντά του και τους στεφάνους του μαρτυ¬ρίου για τη μεγάλη καρτερία στην πολύχρονη ασθένειά του. Ανεπαύθη στις 3.11.1982. Πήγες – Βιβλιογραφία Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα. Πληροφορίες Γέροντος Θεοδοσίου Σταυρονικητιανού, τον οποίο κι ευχαριστούμε. Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ.1041-1042 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.    

Μοναχός Δημήτριος Γρηγοριάτης (1931 – 4 Νοεμβρίου 1976)

$
0
0
[caption id="attachment_106311" align="aligncenter" width="936"]Μοναχός Δημήτριος Γρηγοριάτης, εκκληασιαστικός στο ναό του Πρωτάτου. Μοναχός Δημήτριος Γρηγοριάτης, εκκληασιαστικός στο ναό του Πρωτάτου.[/caption] Μόλις πέντε ετών, καθώς διηγείται ο ίδιος, είχε την πρώτη δαιμο­νική εμπειρία. Έμεινε σε όλη του τη ζωή ένα χαριτωμένο παιδί. Το πλησίασμα κοντά του ήταν ευχάριστο, ειρηνικό, ιλαρό. Ανέπαυε. Δεν έλεγε πολλά. Είχε συνήθως σκυμμένο το κεφάλι του. Όταν λίγο μιλούσε, χαμογελούσε γλυκά. Προσευχόταν. Αυτός ήταν ο μοναχός Δημήτριος Γρηγοριάτης. Προσήλθε στη μονή το 1953 κι εκάρη μοναχός το επόμενο έτος. Αγαπούσε υπερβολικά τον Χριστό. Αγαπούσε το μοναχικό σχήμα. Αγαπούσε το κομποσχοίνι. Κοινωνούσε κι αισθανόταν τον Χριστό μέσα του. Η ασθένεια τον έκανε να συνδεθεί πιο πολύ με τον Χριστό. «Ο νους μου», έλεγε, «δεν φεύγει εδώ κι εκεί, αλλά μένει πάντοτε κο­ντά στον Χριστό». Η ξαφνική ασθένεια τον πονούσε και τον ταλαιπωρούσε αρκετά. Δυσκολευ­όταν να περπατήσει και να μιλήσει, να φάει και να εργασθεί. Δεν στενοχωριόταν όμως. Με κάτι έβρισκε ν’ ασχοληθεί. Τον Χριστό τον έλεγε «παιδά­κι» και την αγία Αναστασία, την προστάτισσα της μονής, «αδελφούλα». Του μιλούσες για τον παράδεισο και γέμιζε από χαρά το γαλήνιο πρόσω­πό του.   Ένας μοναχός που τον διακονούσε στην ασθένειά του γράφει γι’ αυτόν: «Ήταν αξιο­λάτρευτος, πιστός βαθειά, ευλαβής, σιωπηλός, υπάκουος, βολικός σ’ όλα, ακριβής σ’ όλα, με φοβερή μνήμη. Δεν μιλούσε εύκολα στην αρχή για την ζωή του, μετά όμως από πίεσιν απεκάλυψε μερι­κά προς ωφέλειαν. Όταν διακονούσε στην εκκλησία, είδε δύο φορές φως πάνω απ’ την Αγίαν Τράπεζαν εις το “τα σα εκ των σων”. Ήταν σε μεγά­λες εορτές του Ευαγγελισμού και των Βαΐων. Μία άλλη φορά πάλι είδε ένα λευκό πε­ριστέρι πάνω απ’ την Αγίαν Τράπεζα». Άλλοτε εκμυστηρεύθηκε: «Όταν ο Άγγελος έρχεται στην ψυχή, τότε έχω χαράν... Όταν έρχεται η Παναγία, μαζί με την χαράν έρχεται και γλυκύτητα ...». Είχε με­γάλη ευλάβεια στην Παναγία και τους αγίους Νικόλαο, Χαράλαμπο, Δημήτριο και Ανα­στασία. Μιλούσε με τις εικό­νες των αγίων. Όταν ήλθε ο αδελφός του να τον δει, που ήταν άρρωστος, είπε πως από μικρός έκανε καθημερινά πεντακόσιες μετάνοιες. Στον κατά των δαιμόνων πολύχρο­νο πόλεμο βγήκε νικητής. Όταν ένας μοναχός τον ρώτησε τί να κάνει για να σω­θεί, του απάντησε «υπακοή». Όταν του είπε «και τί άλλο» του είπε· «προσευχή». Όταν θέλησε να τον ρωτήσει για τη κενοδοξία που είχε, του είπε με τη χαρακτηριστική του απλότητα: «δεν ξέρω τί είναι αυτό, ρώτα τον Γέροντα». Ήταν τέλειος υποτακτικός, ακριβής, τακτικός, υπομονετικός, πρόθυμος, φιλότιμος. Το «ευλόγησον» και το «να είναι ευλογημένο» τα έλεγε συχνά και τα εννοούσε. Αν και άρρωστος βαριά, προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Το κομποσχοίνι δεν το άφηνε από το χέρι του. Κρατώντας το κομποσχοίνι τελείωσε τον βίο του στο νοσοκομείο της μονής, όπου έμεινε καρτερικά επί οκτώ μήνες. Προείδε το τέλος του. Μετάλαβε των τιμίων, αχράντων και ζωοποιών Μυστηρίων. Ανεπαύθη το βράδυ της 4.11.1976. Είχε 23 έτη στο μοναστήρι. Ήταν 46 ετών. Ακριβώς τα μισά ήταν με το αγαπητό του ράσο. Μια γαλήνη απλωνόταν στο μακάριο πρόσωπό του. Το σώμα του, κατά την υπόσχεση της Θεοτό­κου, ήταν εύκαμπτο. Οσιακό τέλος. «Μακάριος ανήρ, ος ουκ επορεύθη εν βουλή άσεβών». Πήγες – Βιβλιογραφία Ανωνύμου Γρηγοριάτου μοναχού, Ο πατήρ Δημήτριος Γρηγοριάτης, Ο Όσιος Γρηγόριος 2/1997. σσ. 74-80. Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 905-908 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.    

Μοναχός Χαραλάμπης Νεοσκητιώτης (1871 – 5 Νοεμβρίου 1961)

$
0
0
[caption id="attachment_106314" align="aligncenter" width="390"]Ο ενενηντάχρονος Γέροντας Χαραλάμπης Νεοσκητιώτης Ο ενενηντάχρονος Γέροντας Χαραλάμπης Νεοσκητιώτης[/caption]

Ο κατά κόσμον Δημήτριος Παναγιώτου Λυγερός γεννήθηκε στο Πλωμάρι της Μυτιλήνης το 1871. Είχε εφτά αδέλφια. Στην Καλύβη του Αγίου Χαραλάμπους-Χαλδέζων της Νέας Σκήτης ήλθε το 1888. Εκάρη μοναχός το 1889. Ήταν εξαίρετος αγιογράφος. Αγιογράφησε εικόνες σε πολλούς ναούς της Ελλάδος. Για την αγιογραφική του τέχνη βραβεύθηκε από διεθνή έκθεση αγιογραφίας στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ευλαβής μοναχός και ό,τι ζητούσε από τον Θεό τού το έκανε, όπως λέγουν.

Το 1937, σε μία πανήγυρη του Αγίου Χαραλάμπους, δεν είχαν ψάρια για την εορτή. Πήγε στην εικόνα του αγίου και τον παρακάλεσε θερμά. Ο άγιος παρουσιάσθηκε σ’ έναν ψαρά και του είπε να πάει ψάρια στην Καλύβη των Χαλδέζων. Όταν ο ψαράς πήγε τα ψάρια και θέλησε να προσκυνήσει την εικόνα του αγίου, αναγνώρισε το πρόσωπο που τον είχε επισκεφθεί. Ο μακάριος Γέροντας Χαραλάμπης ευχαρίστησε τον άγιο για την προστασία του, καθώς και όλοι όσοι το έμαθαν.

Ο Γέροντας Χαραλάμπης ήταν αγαπητός απ’ όλους τους πατέρες της σκήτης. Είχε πλούσια την αρετή της διακρίσεως. Ήταν αρκετά φιλάνθρωπος και ελεήμων. Με τα χρήματα που κέρδιζε από την αγιογραφία προίκισε πολλά ορφανά. Στα τέλη της ζωής του ήλθε πλησίον και ο πατέρας του, αφού τον είχαν αποδιώξει οι δικοί του. Εκοιμήθη ειρηνικά και εν μετανοία, μετά την τέλεση του μυστηρίου του θείου και ιερού Ευχελαίου. Νόμιζε ότι τον έκειραν μοναχό και αναχώρησε αναπαυμένος.

Ο Γερο-Χαραλάμπης ανεπαύθη εν Κυρίω από τους πολλούς του κόπους στις 5.11.1961 ειρηνικά, έπειτα από μικρή αδιαθεσία σε ηλικία 90 ετών. Έζησε στην αγαπητή του Καλύβη επί 73 έτη, χωρίς ποτέ ν’ απομακρυνθεί από αυτή. Έως τις τελευταίες ημέρες του αγιογραφούσε.

Ο Γέροντας Χαραλάμπης στη συνοδεία του είχε τους μοναχούς Ευστράτιο (+1974), Δωρόθεο (+1985), τον απλούστατο και θεοτοκοφιλή, που ήλθε στη σκήτη 13 ετών και δεν εξήλθε ποτέ στον κόσμο, τον Προκόπιο, που μεγαλόσχημος ονομάσθηκε Χαράλαμπος (+1990), που προείδε το τέλος του και ήλθε ν’ αναπαυθεί στην Καλύβη του 55 ετών, τον Δαμασκηνό (+1991) και τον Δαμιανό, που αναχώρησε στον κόσμο. Όλοι αυτοί ασχολούνταν με την αγιογραφία, την αλιεία και την κηπουρική.

Πήγες – Βιβλιογραφία

Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Ανωνύμου, Χαράλαμπος Μοναχός Χαλδέζος, Αγιορειτική Βιβλιοθήκη 305-306/1962, σ. 59. Μανώλη Μελινού, Των Σκητών Αγιορείται, Αθήνα 2003, σσ. 216-218. Βενεδίκτου Αγιορείτου ιερομ., Προσκυνητάριον Ιεράς Νέας Σκήτης, Άγιον Όρος 2010, σ. 106.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 651-653 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Ιερομόναχος Γεράσιμος Ξενοφωντινός (1910- 08 Νοεμβρίου 1996)

$
0
0
[caption id="attachment_106319" align="aligncenter" width="590"]Ιερομόναχος Γεράσιμος Ξενοφωντινός, από μικρός ήταν φίλεργοσ και φιλομαθής. Ιερομόναχος Γεράσιμος Ξενοφωντινός, από μικρός ήταν φίλεργοσ και φιλομαθής.[/caption] Κατά κόσμον ονομαζόταν Γεώργιος Θεοδωράκης του Νικολάου. Γεννήθηκε στο χωριό Σελλιά Αγίου Βασιλείου Ρέθυμνου Κρή­της το 1910. Ήταν το μεγαλύτερο από τα εννέα παιδιά των ευσεβών γονέων του. Από μικρός ήταν φίλεργος και φιλομαθής. Εικοσάχρονος εισήλθε να μονάσει στην ιερά μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πρέβελη. Συνέχισε και στη μονή την εργατικότητά του, τη μελέτη και την προσ­ευχή. Έτσι χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς. Κατά τον πόλεμο του 1940-41 πήγε εθελοντής στο μέτωπο. Κατά την επιστροφή στη μονή του συνέχισε την προσφορά του, φυγαδεύοντας Άγγλους, Νεοζηλανδούς και Έλληνες στη Μέση Ανατολή. Για τη δράση του αυτή βραβεύτηκε από την ελληνική πολιτεία. Το 1963 μετέβη ως προσκυνητής στα Ιεροσόλυμα. Κατόπιν θέλησε να έλθει στο Άγιον Όρος. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης όμως, όταν το πληροφορήθηκε τον έστειλε στον μητροπολίτη Βεροίας, που ήθελε έναν καλό ιερομόναχο για την ιερά μονή Παναγίας Σουμελά. Έτσι έμεινε στη μονή του Βερμίου από το 1963 έως το 1968. Στη συνέχεια θέλησε πάλι ν’ αναχωρήσει για το Άγιον Όρος, ο μητροπολίτης όμως τον χρεια­ζόταν κοντά του. Του επέτρεψε μόνο ένα προσκύνημα στο Άγιον Όρος, το οποίο τον καταγοήτευσε και τον συγκίνησε. Έμεινε σε ενορία της Βεροίας έως το 1976. Πολλοί πιστοί διήλθαν από το άγιο πετραχήλι του και βοηθήθηκαν σημαντικά. Από το 1976 έως της κοιμήσεώς του παρέμεινε σ’ ένα παραλιακό Ξενοφωντινό Κελλί στην περιοχή Μπούραντα, όπου έκτισε ναό του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, τον οποίο ιδιαίτερα ευλαβείτο, γιατί πολλές φορές τον είχε βοηθήσει στη ζωή του. Εκεί συνέχισε τις μελέτες και τις προσευχές του, λειτουργώντας καθημερινά, σκαλίζοντας τον κήπο της αυλής του και της καρδιάς του. Τη σύνταξή του διέθετε σε ελεημοσύνες και αγαθοεργίες. Από τους πολλούς του κόπους και μόχθους της ζωής του ασθένησε. Την τελευταία διετία του διήλθε στη μονή Ξενοφώντος νοσηλευόμενος και γηροκομούμενος με αγάπη από τους πατέρες της μονής. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 8.11.1996, παραμονή της μνήμης του αγίου Νεκταρίου, τον οποίο υπεραγαπούσε, και στου οποίου το Κελλί διαβίωσε επί μία εικοσαετία περίπου.   Πήγες – Βιβλιογραφία Αντωνίου Στιβακτάκη, Κρήτες Αγιορείτες Μοναχοί, Ιεράπετρα 2007, σσ. 54-57. Του αυτού, Γεράσιμος ο Ξενοφωντινός, Άγκυρα Ελπίδος 48/2009, σσ. 34-36. Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ’ – 1984-2000, σελ.1415-1417 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.  

Μητροπολίτης Βασίλειος πρώην Λήμνου (1901- 9 Νοεμβρίου 1983)

$
0
0
[caption id="attachment_106323" align="aligncenter" width="418"]Μητροπολίτης Βασίλειος πρώην Λήμνου , ασυμβίβαστος και ευθύς ιεράρχης. Μητροπολίτης Βασίλειος πρώην Λήμνου , ασυμβίβαστος και ευθύς ιεράρχης.[/caption]

Ο μακαριστός μητροπολίτης γεννήθηκε στη Σκύρο το 1901. Πολύ μικρός ορφάνεψε από πατέρα. Από μικρός αγάπησε την Εκ­κλησία. Εκκλησιαζόταν καθημερινώς και από νωρίς αποφάσισε να ιερωθεί. Ο παππούς του ήταν ιεροψάλτης και μικρό του έδωσε να πει τον απόστολο σε μία θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων. Γράφει ο ίδιος στις πτυχές της ζωής του: «Από της μεγάλης πλέον εκείνης, της Γεννήσεως του Χριστού, ημέρας κλίσις τε και κλήσις συνηντήθησαν επί το αυτό και συνδέθησαν κατά τοιούτον άρρηκτον δεσμόν, ώστε να επακολουθήση μετά ταύτα, ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, η είσοδός μου εις τον κλήρον, η θεία συνάρσει και ευλογία, ανάρρησίς μου εις τον της Αρχιερωσύνης βαθμόν, επίτευγμα το οποίον αποδίδω μόνον εις την βοήθειαν του Θεού και ουδενός άλλου ...».

Σοβαρή ασθένεια, μόλις είχε τελειώσει το Δημοτικό σχολείο, τον καταταλαιπώρησε, τον οδήγησε στους ιατρούς της Αθήνας κι έκανε τη χήρα μητέρα του να ξοδέψει όλη τη μικρή περιουσία της. Τελικά με την προσκύνηση του τιμίου ξύλου έγινε καλά και με την αφιέρωσή του στον άγιο Γεώργιο, μετόχι γνωστό της Μ. Λαύρας στη Σκύρο, στο οποίο έμειναν εκεί, μητέρα και υιός, επί ένα έτος να το διακονούν. Έτσι συν­δέθηκε με τους Λαυριώτες πατέρες του πολυσέβαστου Αγίου Όρους.

Τον ’Οκτώβριο του 1923 ήλθε στη Μ. Λαύρα και το επόμενο έτος εκάρη μοναχός. Το 1925 χειροτονήθηκε διάκονος. Τα έτη 1923-1927 διακόνησε ως γραμματέας στην Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους. Κα­τόπιν μετέβη στην Αθήνα για προβλήματα της υγείας του και συνέχιση των σπουδών του. Το 1936 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Κατά τη δύ­σκολη περίοδο της κατοχής ανέπτυξε πλούσια κηρυκτική και φιλαν­θρωπική δράση. Έσωσε παιδιά από θάνατο, λόγω της μεγάλης πείνας, με τα παιδικά συσσίτια που ίδρυσε ο ίδιος.

Ο καθηγούμενος της ιεράς μονής Γρηγορίου αρχιμανδρίτης Γεώργιος γράφει περί αυτού με σεβασμό, αγάπη, νοσταλγία και συγκίνηση: «Οφείλεται η ευγνωμοσύνη μου εις την αγαθήν επίδρασιν, την οποίαν ήσκησεν εις εμέ με το φωτεινόν του παράδειγμα και με το γνήσιον χρι­στιανικόν και εκκλησιαστικόν του ήθος ... Τον ενθυμούμαι σοβαρόν, σε­μνόν, ταπεινόν, πράον, άνεπίληπτον ... Διήγεν ως μοναχός. Κατοικούσε με την μητέρα του, που είχε οσιακήν επίσης μορφήν, εις μικρόν οικίσκον όπισθεν του ναού. Ο οικίσκος αυτός, όπως και τα έπιπλα, ο ρουχισμός και τα άμφιά του, ήσαν ταπεινά και απέριττα. Συνήθως δεν εκυκλοφόρει εις τους δρόμους. Ένα δρόμο σχεδόν πάντα εχρησιμοποίει από τον ναόν εις την οικίαν.

Ως εκλεγείς επίσκοπος Ταλαντίου μετώκησε στην Αθήνα σε άλλο οικίσκο-κελλί. Αγαπούσε τους πάντες και τιμούσε τον καθένα ως γνή­σια εικόνα του Θεού. Περισσότερο δίδασκε το παράδειγμα της ίδιας του της ζωής παρά οι συμβουλές του. Λειτουργούσε ανεπιτήδευτα, ως αληθινός Αγιορείτης. Ως επίσκοπος εμπλούτισε το ποιμαντικό και φι­λανθρωπικό έργο της αρχιεπισκοπής Αθηνών. Το 1949 εξελέγη μητρο­πολίτης Λήμνου, αλλά λόγω της υγείας του, παρητήθη πριν κλείσει έτος από της ενθρονίσεώς του. Αφοσιώθηκε στο συγγραφικό έργο, το οποίο είναι αξιόλογο, ενδιαφέρον και πλούσιο. Δεν έπαυσε ποτέ την προσευ­χή, την ελεημοσύνη και την άσκηση έως της τελευτής του».

Ανεπαύθη στις 9.11.1983 επικαλούμενος την Αθωνίτισσα Θεοτόκο ο ενάρετος, σεβάσμιος, σοφός, ασυμβίβαστος και ευθύς αυτός ιεράρχης.

Πήγες – Βιβλιογραφία

Γεωργίου Γρηγοριάτου αρχιμ.. Μητροπολίτης Βασίλειος Ατέσης, ο εξ Αγίου Όρους ορμηθείς (1901-1983), Ο Όσιος Γρηγόριος 18/1993, σσ. 71-81.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 1075-1077 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Μοναχός Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης (1835 – 11 Νοεμβρίου 1902)

$
0
0
[caption id="attachment_106327" align="aligncenter" width="410"]Μοναχός Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης Μοναχός Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης[/caption]

Ο κατά κόσμον Ζήσης Καμπυλάκης γεννήθηκε στο χωριό Άγιος Λαυρέντιος του Πηλίου το 1835. Οι φτωχοί γονείς του ονομάζο­νταν Ιωάννης κι Ευπραξία. Μεγάλωσε πλησίον του παπά τού χωριού του Κωνσταντή Ζώη, από τον οποίο κι έμαθε ανάγνωση και γραφή, όπως γράφει ο ίδιος: «Τα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου έμαθον κεχαραγμένα υπό του Ιερέως της ενορίας ημών επί της ξυλίνης και τετρα­γώνου πινακίδος, ην έφερον εξηρτημένην από του ώμου. Την θύραν του δημοτικού και ελληνικού σχολείου της πατρίδος μου δεν είδον, ούτε την κλίμακα αυτών ανήλθον». Μόλις 16 ετών εισήλθε στη βιοπάλη. Μετά τον θάνατο και του πατέρα του εργάσθηκε ως αμπελοφύλακας επί τετραετία. Εκεί στους αγρούς διαβάζοντας την Αμαρτωλών Σωτηρία και τον Θηκαρά ήλθε σε κατάνυξη και μετάνοια και θέλησε να μεταβεί στο Άγιον Όρος.

Το 1853 εισήλθε στην ιερά μονή Εσφιγμένου. Το 1860 εκάρη μοναχός. Αυτοβιογραφούμενος σημειώνει: «Μεταβάς εις Άγιον Όρος και κατοικήσας εν τη του Εσφιγμένου Μονή, ησθάνθην την ηδύτητα των γραμ­μάτων, ετρώθην την καρδίαν υπό του έρωτος της παιδείας». Σπούδασε επί τριετία στην Αθωνιάδα Σχολή. Μελετούσε αδιάκοπα, καταρτιζόταν και προσευχόταν. Παρέμεινε στη μονή επί 13 έτη. Αναχώρησε το 1871 κι εγκαταστάθηκε στον Βόλο.

Ήθελε με κάθε τρόπο ν’ ανεβάσει το πνευματικό επίπεδο των συμ­πατριωτών του. Φορώντας πάντοτε το τίμιο μοναχικό ράσο και υπογράφοντας έως του θανάτου του ως μοναχός Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης, άνοι­ξε βιβλιοπωλείο, δημιούργησε βιβλιοθήκη κι έκανε εκδόσεις αρκετών διδακτικών βιβλίων. Εκδίδει μάλιστα ημερολόγιο και περιοδικό. Το όλο έργο του για την εποχή εκείνη είναι πανθομολογούμενα μεγάλο άθλημα. Για την τόλμη, το θάρρος και τον έλεγχό του φθάνει και να διωχθεί. Οι δεινοί συκοφάντες του καταντροπιάζονται και η φήμη του αποκαθίσταται.

Στο όλο έργο του οι ερευνητές βρίσκουν πολλά στοιχεία για την αγιο­λογία, την εκκλησιαστική ιστορία, τη ναοδομία, τη μοναστηριολογία και τα θρησκευτικά έθιμα κυρίως της Θεσσαλίας. Έγραφε έως το τέλος του, μελετούσε, κυκλοφορούσε βιβλία και προσευχόταν ο σεμνός και ταπεινός αυτός μοναχός. Στις 28.3.1902 υπογράφει τον πρόλογο του βιβλίου του: «Εκκλησιαστική Ιστορία Θεοδωρήτου επισκόπου Κύρου, εκδίδοται εκ της β' εκδόσεως του Migne επιμελεία και δαπάνη Ζωσιμά Εσφιγμένου, εν Αθήναις 1902». Στο βιβλίο του αυτό δημοσιεύει και τη φωτογραφία του με τη σημείωση:

«Προς τους ζητήσαντας προ χρόνου την φωτογραφίαν μου είπον, φίλοι, δεν εφωτογραφήθην, διότι ενόμιζον ότι φωτογραφούνται οι έχοντες προτερήματα και αξιώματα πολιτικά ή εκκλησιαστικά, ίνα, πέμποντες τας φωτογραφίας των προς τους ευνοουμένους, υπομιμνήσκωσιν αυτούς την εν τη κοινωνία επισημότητα και τα κατορθώματα αυτών. Εις άλλους δε πάλιν τους μη ιδόντας το πρόσωπον αυτών και ζητούντας φωτογραφίαν στέλλουσι τοιαύτας όπως διά ταύτης μάθωσι τας διαθέσεις της ψυχής αυτών, καίτοι τούτο είναι δύσκολον, διότι διά των χαρακτηριστικών του προσώπου δεν είναι δυνατόν ν’ ανεύρη τις ακριβώς τας διαθέσεις της ψυχής, αν και αι διαθέσεις αυτής εμφαίνονται κατά το μάλλον και ήττον εν τοις χαρακτηριστικοίς του προσώπου, τας οποίας άλλως ο μη έχων γνώσεις φυσιογνωμικάς, ή ολίγας μόνον έχων, δεν δύναται να εννοήση τίποτε· τούτο μαρτυρεί και ο γράψας ολόκληρον φυσιογνωμικόν βιβλίον, ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, όστις λέ­γει “οι μεν ουν κατά τα ήθη μόνον φυσιογνωμούντες αμαρτάνουσιν αν, πρώτοι μεν, πρώτον, ότι ένιοι ουχ αυτοί όντες, τα επί των προσώπων ήθη τα αυτά έχουσιν, οίον ό,τε ανδρείος και ο αναιδής, ταύτα έχουσι, τας διανοίας πολύ κεχρισμένοι. Δεύτερον δε, ότι κατά χρόνους τινάς τα ήθη ου τα αυτά, αλλ’ ετέρων έχουσι δυσανίοις τε γαρ ούσιν, ενί­οτε συνέβη την ημέραν ηδέως διαγαγείν, και το ήθος λαβείν το του εύθυμου και τουναντίον εύθυμον λυπηθήναι, ώστε το ήθος το επί του προσώπου μεταβαλείν. Έτι προς τούτοις περί ολίγων αν τις τοις επιφαινομένοις τεκμαίροιτο”. Αν δε και ηδυνάμην να δώσω υμίν ενταύθα την φωτογραφίαν μου διά της γραφίδος μου και ουχί διά του φωτός, θα προτιμήσω όμως ίνα ευχαριστήσω υμάς, θα φωτογραφήσω εμαυτόν, πρώτον διά της γραφίδος μου και έπειτα διά της φωτοτυπίας, εξ ων θα κατανοήσετε κάλλιον τας ψυχικάς μου διαθέσεις· έχω σώμα μέτριον ή μάλλον φαρδύ πλατύ, πρόσωπον ωοειδές, μέτωπον πλατύ, οφρύας αραιάς, οφθαλμούς καστανούς, στόμα ανάλογον, τρίχας λευκάς και πάνυ κοντάς, πώγωνα λίαν λευκόν και μέτριον, ένδυμα μέλαν, κάλυμμα της κεφαλής μου ατημελές και το 67ον  έτος εις την ράχιν μου».

Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 11.11.1902.

Πήγες – Βιβλιογραφία

Θεοδώρητου Κύρου επισκόπου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1902. Συρεγγέλα Ιωάννου πρωτοπρ., Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης (1835-1902), ο αυτοδημιούργητος, ο ελευθερόφρων, ο Διαφωτιστής, στον τόμο Ανάληψις, Βόλος 2000, σσ. 187-191.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ. 49-52, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.


Μοναχός Συμεών Ξενοφωντινός (1893 – 12 Νοεμβρίου 1983)

$
0
0
[caption id="attachment_106332" align="aligncenter" width="358"]ο Οσιώτατος Μοναχός Συμεών Ξενοφωντινός ο Οσιώτατος Μοναχός Συμεών Ξενοφωντινός[/caption] Ο κατά κόσμον Σπυρίδων Γερασίμου Πυλαρινός γεννήθηκε στο χωριό Ιλάριον της Κεφαλλονιάς. Τελείωσε το Γυμνάσιο στη Θεσ­σαλονίκη. Εργάσθηκε καπετάνιος στα πλοία, μηχανοδηγός στα τρένα, γνώριζε αγγλικά και με τον κόπο του απόκτησε μεγάλη περιουσία. Ήλθε και σε γάμου κοινωνία. Από τον γάμο του απόκτησε έναν υιό που έγινε αξιωματικός και φονεύθηκε κατά την οπισθοχώρηση του αλβανικού μετώπου. Μετά τον θάνατο και της συζύγου του μοίρασε την περιουσία που είχε στη Θεσσαλονίκη σε συγγενείς κι έφυγε για το Πε­ριβόλι της Παναγίας μας το 1958. Ερχόμενος στο Άγιον Όρος στην αρχή εργάσθηκε ως μισθωτός κη­πουρός στη μονή του Αγίου Παύλου και κατόπιν στη μονή Ξενοφώντος. Όταν αποφάσισε να μονάσει, παρέδωσε στον ηγούμενο Ευδόκιμο ένα ποσό λιρών, που είχε φέρει από τον κόσμο. Εκάρη μεγαλόσχημος μο­ναχός το 1958 κι έλαβε το όνομα Συμεών προς τιμήν του Αγίου Συμεών του Στυλίτου. Υπήρξε αγωνιστής και βιαστής μοναχός. Είχε κάποτε 14 έτη να εξέλθει της πύλης της μονής. Διακόνησε ως αρχοντάρης, μάγει­ρος και κολλυβάς. Μία περίοδο του είχε παρουσιασθεί κήλη, που τον καταταλαιπωρούσε και από τους πολλούς πόνους διπλωνόταν στα δύο. Βρισκόταν στο ψαρόσπιτο, ένα οίκημα στην είσοδο της μονής, και παρακαλούσε την Πα­ναγία να τον βοηθήσει. Του παρουσιάσθηκε η Παναγία μέσα σε νεφέλη να κατεβαίνει. «Όπως είναι», έλεγε, «σε μία εικόνα στο Βατοπέδι». Τον ευλόγησε και τον θεράπευσε. Μέσα στην απλότητα και τη χαρά του φώναζε: «Μη φεύγεις, μη φεύγεις, Παναγία μου». Όλος ο χώρος ευωδίασε. Η Παναγία πάλι ανέβηκε και χάθηκε μέσα σε φως δυνατό και διαφορετικό. Μετά την αναχώρηση έμεινε η λεπτή εκείνη ευωδία. Πάλι είδε την Παναγία να έρχεται με καΐκι στην παραλία. Να της συμπαρίστανται οι άγιοι Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, ο προστάτης της μονής και Δημήτριος ο Μυροβλύτης, και να δορυφορείται από πλήθος αγγέλων. Εισήλθε στο Καθολικό της μονής, το παλαιό και το νέο, στην τράπεζα και το μαγειρείο. Όλος ο τόπος έλαμπε. Την παρακαλούσε ο αγαθός Συμεών να μείνει. Εκείνη του έλεγε: «Έχω να πάω σε πολλά μέρη ...». Άλλη μία φορά είδε σε όραμα την Παναγία, μαζί με τις αγίες Μαρίνα, Ευφημία και Αικατερίνη, ενώ ήταν στους κήπους και είχε ξαπλώσει στη γη από τους πολλούς πόνους. Του άρεσε να διηγείται στους νεότερους μοναχούς τα της ζωής του. Τέσσερις φορές τον κάλεσαν στον στρατό. Στην πολύκλαυστη μικρασι­ατική καταστροφή ήταν στη Σμύρνη. Με δάκρυα στα μάτια έλεγε πως δυστυχώς υπήρχε και ξεπεσμός στην πόλη. Οι στρατιώτες μας έκαναν και λάθη. «Γι’ αυτό επέτρεψε ο Θεός να τα χάσουμε όλα», έλεγε. Κλαίγοντας διηγείτο πως οι Άγγλοι στο λιμάνι της Σμύρνης υπερφόρτωναν σε βάρκες τους Έλληνες και βυθίζονταν. Όσοι προλάβαιναν να σωθούν και γνώριζαν κολύμβηση πήγαιναν στα καράβια ν’ ανέβουν και τους έκοβαν τα χέρια ... Μία φορά, που τον κάλεσαν στον στρατό, θυμάται, είχε αναπαυθεί ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως και όλοι μιλούσαν για τη μεγάλη του αγιότητα. Ήταν λίαν φιλακόλουθος. Πάντοτε ήταν πρώτος στο Καθολι­κό. Σηκωνόταν αρκετή ώρα πριν την αρχή του Μεσονυκτικού, για να ετοιμασθεί και να προσευχηθεί. Μία φορά, πηγαίνοντας για την ορθρινή ακολουθία, είδε τον διάδρομο της κόρδας που κατοικούσε κατάφωτο. Άγγελοι φεγγοβολούσαν τον τόπο κι έψαλλαν εξαίσια. Μία ήμερα δεν πρόλαβε την τράπεζα. Με παράπονο απευθύνθηκε στην αγία Ευφημία, που ήταν το παρεκκλήσι της εκεί στο αρχονταρίκι: «Εργάζομαι από το πρωί ως το βράδυ και δεν έχω ούτε λίγο ψωμί να φάω». Ξαφνικά βρέθηκαν στα χέρια του δύο ζεστά πρόσφορα. «Γλυκύ­τερα και ωραιότερα», έλεγε, «δεν έφαγα ποτέ στη ζωή μου». Ήταν πάντοτε αυστηρός στον εαυτό του. Συγκαταβατικός όμως προς τους άλλους. Μυστικός εργάτης των αρετών. Για να βγάλεις λόγο από το στόμα του, έπρεπε να κοπιάσεις. Είχε πάρα πολλές θείες εμπειρίες. Από ορισμένα περιστατικά φαίνεται ότι εκοσμείτο από το διορατικό χάρισμα. Όταν τον ρωτούσαν: «Πού το ξέρεις, Γέροντα;». Απαντούσε: «Μου το λέγει μια κρυφή ελπίδα στην καρδιά». Τους λαϊκούς που ζητούσαν τις συμβουλές του, τους έστελνε στους εξομολόγους. Απέφευγε συστηματικά τον ανθρώπινο έπαινο και την προβολή. Ένας αδελφός που τον πλησίασε σε ώρα ακολουθίας αισθάνθηκε άρρητη ευωδία. Στα τέλη του, σχεδόν έχασε το φως του, έβλεπε μόνο σκιές, αλλά συνέχιζε να πηγαίνει σιγά-σιγά στην εκκλησία, αρνούμενος να κρατήσει μπα­στούνι. Δεν επιτρέπεται άλλος με μπαστούνι, εκτός από τον ηγούμενο», έλεγε. Συνεχώς κρατούσε το κομποσχοίνι του λέγοντας τη γλυκιά ευχή τού Ιησού. Στη δύση του βίου του άκουγε ουράνιες ψαλμωδίες. Κατά μαρτυρία πολλών πατέρων στις αγρυπνίες το πρόσωπό του έλαμπε. Ευλαβέστατος πάντοτε ο ευλογημένος. Γέρος και άρρωστος έτρεχε με λαχτάρα παιδιού στο Καθολικό. Όταν είχε μεγάλη αδυναμία, διά­βαζε στο κελλί του κι έκανε κομποσχοίνι. Έκανε και μετάνοιες όσο μπορούσε. Στην αδυναμία του να κάνει εδαφιαίες μετάνοιες, έκανε ως εκεί που έφθανε. Έβαζε μετάνοια και στους διακονητές που τον βοηθούσαν· στον γηροκόμο του παπα-Πρόδρομο, που τον φρόντιζε όσο πιο καλά μπορούσε. Τους ευχαριστούσε όλους με χαρά ψυχής μεγάλη. Είχε ένα αθώο βλέμμα σαν μικρό παιδί. Το πρόσωπό του έλαμπε από αγαλλίαση, όταν μεταλάμβανε των αχράντων Μυστηρίων. Κάποτε τον είδαν στη Λιτή του Καθολικού να υψώνει τα χέρια του ψηλά. Όταν του είπαν: «Τί κάνεις εκεί Γερο-Συμεών»; Απάντησε: «Καμιά φορά ξεχνάω και προσεύχομαι». Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 12.11.1983. Στην ανακομιδή των λειψάνων του τα οστά του ήταν κατακίτρινα.   Πήγες – Βιβλιογραφία Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Ξενοφώντος. Πληροφορίες παλαιών Ξενοφωντινών πατέ­ρων. Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 1079-1082 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.    

Μοναχός Γαλακτίων Ξενοφωντινός (1878 – 13 Νοεμβρίου 1951) και άλλοι Ξενοφωντινοσκητιώτες πατέρες

$
0
0
[caption id="attachment_106336" align="aligncenter" width="957"]Ιερά Σκήτη Ξενοφώντος (Φωτο 1928) Ιερά Σκήτη Ξενοφώντος (Φωτο 1928)[/caption] Ο κατά κόσμον Γεώργιος Ψυχόγηρος του Αθανασίου και της Διαμάντως γεννήθηκε στις Ράχες Ικαρίας το 1878. Νέος πήγε στη Χίο και γνώρισε τον όσιο Γέροντα Παχώμιο (1839-1905) στη σκήτη των Αγίων Πατέρων, όπου τότε ήταν περίπου εξήντα μοναχοί, κι εκεί εκάρη μοναχός. Μετά την κοίμηση του οσίου αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Χιώτη παραδελφό του Γρηγόριο. Ήλθαν και κατοίκησαν στην Ξενοφωντινή σκήτη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Ο Γαλακτίων στην Καλύβη των Αγίων Πάντων στις 10.4.1934 και ο Γρηγόριος σ’ ένα ξεροκάλυβο. Τότε οι μοναχοί της σκήτης ήταν περίπου ογδόντα και διακρίνονταν για την ασκητικότατά τους. Γράφει περί αυτών ο Γέρον­τας Ιωακείμ στο βιβλίο του Παλαίστρα άγιων ανδρών: «Ο ένας συνα­γωνιζόταν τον άλλον στην αυστηρότητα του βίου και στην εγκράτεια. Ήταν βιαστές και ενάρετοι άνθρωποι στα σύνολό τους και αγαπούσαν την κακοπάθεια. Οι λίγοι επιζώντες σημερινοί πατέρες της Σκήτης, που γνώρισαν το τέλος της ακμής εκείνης, θυμούνται ασκητές μεγάλης μο­ναχικής πείρας και αρετής. Μιλούν γι’ αυτούς με θαυμασμό δείχνοντας τα ερειπωμένα ασκητήρια και τις σπηλιές, όπου ο ιδρώτας και το δά­κρυ τους έγιναν ευλογημένο ποτάμι...». Ο μοναχός Γαλακτίων ήταν χειμώνα καλοκαίρι, επί πολλά χρόνια ανυπόδητος. Φορούσε κάτι κουρέλια και καθόταν πάνω σ’ ένα σαμάρι στην Καλύβη του κι επιδιδόταν στην καρδιακή, νοερά προσευχή. Τα λόγια του ήταν πάντοτε πολύ μετρημένα. Όταν εκκλησιαζόταν στο Κυριακό, έμενε σε μια γωνιά του νάρθηκα, με τα χέρια υψωμένα, σε όλη τη διάρκεια της αναίμακτης θείας Ιερουργίας. Μετά την απόλυση έμπαινε στον κυρίως ναό, για να πάρει αντίδωρο και να προσκυνήσει μ’ ευλάβεια τις εικόνες. Σιωπηλός αναχωρούσε, δίχως να συνομιλήσει με κανέναν, και επέστρεφε στη μισόγκρεμη Καλύβη του, για να συνεχίσει τον έγκλειστο βίο και τη θερμή, αδιάλειπτη προσευχή του. Ήταν ασκητικός, απέριττος, εγκρατής, απλούστατος, σιωπηλός και ησύχιος. Δεν μαγείρευε ποτέ ο ίδιος για τον εαυτό του. Συντηρούνταν από τις ελεημοσύνες των φιλαδέλφων συσκητιωτών του. Αν του πήγαι­ναν φαγητό, κάτι έτρωγε. Καλλιεργούσε ένα αμπελάκι. Έκανε και τον μυλωνά της σκήτης. Δεν είχε σόμπα τον χειμώνα, που κατεβαίνει ένας δυνατός βοριάς συχνά εκεί. Άναβε κάτι ξύλα, στα χαλάσματα που ζούσε, και η πολλή κάπνα του πείραξε κάποτε τα μάτια. Το κύριο έργο του ήταν η προσευχή. Γι’ αυτό μόνο νοιαζόταν. Ζούσε ως στρουθίο τ’ ουρανού. Τελευταία η πενιχρή Καλύβη του είχε γείρει επικίνδυνα αρκετά. Ένας μοναχός που τον επισκέφθηκε του μίλησε για τον κίνδυνο που διέτρεχε από μία κατάρρευση της στέγης του. Με μία βεβαιότητα, ατα­ραξία και γαλήνη, του είπε: «Δεν θα πέσει, πριν να πεθάνω». Έπεσε όμως ο ίδιος χάμω από δυνατούς πόνους περιεσφιγμένης αφαλοκήλης. Έτσι τον βρήκαν νεκρό οι συνασκητές του. Την επομένη της εκδημίας του κατέπεσε και η Καλύβη του. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 13.11.1951. Την ίδια εποχή στη γειτονική Καλύβη του Αγίου Γεωργίου έζησε ο μοναχός Κοσμάς από το Ελβασάν της Β. Ηπείρου, που πριν είχε μονά­σει στη Νέα Σκήτη. Αγαπούσε την κακοπάθεια, ήταν γερός και δυνα­τός, και υπέβαλε τον εαυτό του σε σκληρούς αγώνες, που προσπαθούσε να κρύβει. Τις νύχτες, που οι άλλοι πατέρες της σκήτης προσεύχονταν ή αναπαύονταν, εκείνος κατέβαινε το μονοπάτι για την παραλία της σκή­της. Εκεί, μόνος με μόνο τον Θεό, γονυπετής, δακρυρροών, συνομιλούσε θερμά για ώρες με τον Κύριο της Δόξης. Κατόπιν γέμιζε το σακίδιό του άμμο και φορτωμένος ανέβαινε το ανηφορικό μονοπάτι πάλι προσευ­χόμενος. Αυτό γινόταν, λέγεται, κάθε νύχτα. Την άμμο την κουβαλούσε για άσκηση, πήγαινε και την άφηνε στις αυλές των Καλυβών για τις ανάγκες των Γερόντων τους. Έτσι συνδύαζε ο μακάριος την άσκηση, την προσευχή και τη φιλαδελφία έως της μακαρίας κοιμήσεώς του, που συνέβη γύρω στα 1930. Τον διαδέχθηκε ο συνώνυμός του Κοσμάς, που πήγε στα Καυσοκαλύβια με τον υποτακτικό του Δημήτριο. Στην Καλύβη των Αρχαγγέλων ζούσε αυστηρά και ασκητικά ο Γέροντας Ευθύμιος, ακόμη πριν κτισθεί ο ναός της Καλύβης. Κοντά του ήλθε να μονάσει ο Χριστόφορος και μετά από καιρό ο κατά σάρκα πατέρας του, ύστερα από τον θάνατο της συζύγου του. Στην κουρά του ονομάσθηκε Αγάπιος. Ήταν απλός, ήσυχος και μεγάλης αρετής. Το καλύβι τους ήταν λιτό, μικρό, πρόχειρο, σαν μία τρώγλη. Εκεί, καθήμενος χάμω στο χώμα, δούλευε το ταπεινό του εργόχειρο. Κατασκεύ­αζε ξύλινες κουτάλες προσευχόμενος συνεχώς. Στο ταβάνι της Καλύβης είχε κρεμασμένο ένα καλαθάκι με παξιμάδια. Ήταν η συνήθης τροφή του. Μ’ ένα καρούλι το κατέβαζε, έτρωγε λίγο κι ευχαριστούσε και δοξολογούσε τον Θεό. Ήταν ευλαβής, θεοφοβούμενος, ακτήμων, ολιγαρκής και ασκητικότατος. Σπάνια έβγαινε από το αγαπητό καλυβάκι του. Σπάνια απλωνόταν σε μακρές συζητήσεις. Είχε συνεχή και αδιάκοπη επικοινωνία με τον Θεό. Ο π. Αγάπιος αγάπησε τον Θεό με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Κατόπιν, Γέροντας της Καλύβης ήταν ο ιερομόναχος Γαβριήλ από το Οφρύνιο, απ’ όπου ήταν 18 πατέρες της σκήτης, ο μοναχός Γαβριήλ, ο μοναχός Χριστόφορος ο δεύτερος, ο ιερομόναχος Ιωακείμ με τη συ­νοδεία του, που πήγαν στη σκήτη του Προφήτου Ηλιού, ο ιερομόναχος Χριστόφορος, που εκοιμήθη, και ο Γέροντας Βησσαρίων, που είναι Δικαίος της σκήτης σήμερα. Δύο άλλοι μεγάλοι ασκητές της περιοχής ήταν δύο ενάρετοι Ξενοφωντινοί πατέρες· ο Γεώργιος και ο Παγκράτιος. Ο Γεώργιος επί πολλά έτη φιλοξενούνταν σε μία απομονωμένη σπηλιά. Ήταν πάντοτε έγκλειστος και σιωπηλός. Μερικοί τον είχαν για σαλό. Ήταν όμως με­γάλης αρετής άνδρας. Η τροφή του ήταν άγρια χόρτα, κούμαρα, βα­τόμουρα και κάστανα. Νερό έπαιρνε από τη ρεματιά κρυφά τη νύχτα. Αν κάποιος κάποτε τον πλησίαζε στη σπηλιά του, έβγαινε στην είσοδό της και μ’ ένα κεραμίδι για θυμιατήρι τον σταύρωνε, φανερώνοντας με το βλέμμα του πως θα πρέπει ν’ απομακρυνθεί, για να τον αφήσει στην εράσμια ησυχία του. Το καλύβι του μοναχού Παγκρατίου είναι από πολλά χρόνια γκρεμισμένο. Ήταν ένα φτωχό, μικρό ξεροκάλυβο. Δεν είχε ούτε νερό. Το κουβαλούσε από μακριά. Είχε φτιάξει μία στερνούλα για να συγκεν­τρώνει λίγο βρόχινο νερό. Καλλιεργούσε και λίγες ελιές, για τον άρτο τον επιούσιο. Έτσι φτωχά, ήσυχα, άφωτα, μυστικά διήλθε όλο τον ασκητικό βίο του ο ευλογημένος Παγκράτιος. Ο Ιερομόναχος Ιωακείμ, στο Παλαίστρα άγιων ανδρών, καταλήγει για τους Ξενοφωντινοσκητιώτες πατέρες: «Τέτοιες άγιες ψυχές, νυχτοπούλια που έκραζαν διαρκώς και ζητούσαν το έλεος του Θεού, φιλοξενούσε η Σκήτη μας τον παλιό εκείνο καιρό. Αλησμόνητες ασκητικές μορφές, που έλαμπαν. Πατέρες προχωρημένους στην αγιότητα, που περνούσαν τις μέρες και τις νύχτες τους με εργασία, προσευχή και με­λέτη. Που αν αφουγκραζόσουν, από παντού θα άκουγες τους θρηνώδεις αναστεναγμούς τους, και αν τους παρακολουθούσες κρυφά, θα έβλεπες τα χέρια τους υψωμένα και τα πρόσωπά τους λουσμένα στο φως της χάριτος. Και αν κάποτε τους συναντούσες, θα διέκρινες την σεμνότητα και την ευγένειά τους, που πάντα συνοδεύουν την κατά Θεόν ζωή». Πήγες – Βιβλιογραφία Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Ξενοφώντος. Θερμές ευχαριστίες στον μοναχό Παΐσιο Ξενοφωντινό. Γαβριήλ Διονυσιάτου αρχιμ., Λαυσαϊκόν του Αγίου Ορους, Βόλος 1953, σ. 99. Ιωακείμ αρχιμ. Παλαίστρα αγίων ανδρών, Άγιον Όρος 1991, σσ. 19-36. Α. Ν. Χαροκόπου, Ο Γέροντας Παχώμιος, Αθήναι 2003. Διηγήσεις Γέροντος Παύ­λου Καλύβης Αγίων Αποστόλων Σκήτης Ξενοφώντος και Γέροντος Ευθυμίου Καλύβης Εισοδίων της Θεοτόκου, τους οποίους ευχαριστούμε. Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ. 465-476 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.  

Μοναχός Ευγένιος Προδρομίτης (1880 – 14 Νοεμβρίου 1954)

$
0
0
  [caption id="attachment_106342" align="aligncenter" width="385"]Ο ευγενής Μοναχός Ευγένιος Προδρομίτης Ο ευγενής Μοναχός Ευγένιος Προδρομίτης[/caption]

Γεννήθηκε στην κοινότητα Σεγκάρτσεα-Ντολζ της Ρουμανίας το 1880. Οι γονείς του, Δημήτριος και Μαρία, τον μεγάλωσαν με τον φόβο του Θεού. Το 1903 ήλθε στο πανσέβαστο Άγιον Όρος. Εκάρη μοναχός στη ρουμανική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Από τους 150 μο­ναχούς της σκήτης ήταν ο πιο αγωνιστής και υπάκουος μοναχός. Μετά μία περίπου δεκαετία στάλθηκε στη σκήτη Νταρβάρι του Βουκουρεστίου από τον Δικαίο Αντίπα. Το 1917 στάλθηκε στο μετόχι της αθωνικής σκήτης στην κοινότητα Τσιφέστι της επαρχίας Βράντσεα. Εκεί έμεινε περί τις τέσσερις δεκαετίες και συγκέντρωσε πλησίον του δώδεκα μο­ναχούς, καθοδηγώντας τους με σύνεση και σοφία.

Κατά την εκεί παραμονή του ενέσκυψε μεγάλη πείνα. Ο π. Ευγένιος δεν δίστασε καθόλου ν’ ανοίξει τις αποθήκες του μετοχίου και να τις αδειάσει για τους πεινασμένους. Έσωσε από βέβαιο θάνατο περί τους εκατό ανθρώπους. Ο σοφός και πράος αυτός Γέροντας δίδασκε κυρίως με το ζωντανό παράδειγμά του. Πολλοί νέοι άφηναν την άσωτη ζωή και με τις συμβουλές του γίνονταν καλοί μοναχοί. Οι μοναχοί του διακρίνονταν για την υπακοή τους, τη σεμνότητά τους και τη φρονιμάδα τους. Κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτε δίχως την ευλογία του Γέροντος. Την υπακοή την ενέπνεε και δεν την επέβαλλε. Τους έριχνε όλους στο άγιο φιλότιμο.

Όταν κάποτε τα πρόβατα ενός χωρικού μπήκαν στο αμπέλι της μονής, οι μαθητές του ζήτησαν ευλογία να τα διώξουν και να επιτιμήσουν τον χωρικό. Ο Γέροντας τους είπε: «Δεν είναι καλό, αδελφοί. Γιατί να λυπήσουμε και να σκανδαλίσουμε τον αδελφό; Αυτός δεν βλέπει ότι τα πρόβατά του είναι στο αμπέλι; Αφήστε τον να τα βγάλει αν θέλει αυτός, για να μην του το πούμε εμείς και τον στενοχωρήσουμε».

Όταν κάποιος τον συκοφάντησε, υπέμεινε αδιαμαρτύρητα. Είπε μά­λιστα στους μαθητές του: «Πρέπει να υπομένουμε, διότι είμεθα μοναχοί. Κανείς μέχρι τώρα δεν μου μίλησε τόσο ωραία όσο αυτός ο αδελφός σήμερα. Τα εγκωμιαστικά λόγια για τον μοναχό χαροποιούν τους δαίμονες, ενώ οι ονειδισμοί και οι κακολογίες χαροποιούν τους αγγέλους». Η φιλοθεΐα, η φιλαδελφία και η φιλανθρωπία του ήταν απερίγραπτες. Η απλότητα και η αγαθότητά του παροιμιώδεις. Ζούσε για τους άλλους. Επί σαράντα χρόνια διακονούσε πρόσχαρα. Χαιρόταν πιο πολύ να δίνει παρά να παίρνει.

Ο ύπνος του ήταν ελάχιστος. Προσευχόταν όρθιος με υψωμένα χέρια επί δύο-τρεις ώρες. Έκανε περίπου χίλιες εδαφιαίες μετάνοιες κάθε βράδυ. Έλεγε ακατάπαυστα την ευχή του Ιησού. Διάβαζε με δάκρυα το Ψαλτήρι. Προσευχόταν θερμά για όλον τον κόσμο. Φορούσε πενιχρά ρούχα, είχε λιτό κελλί μικρό και απόφευγε τους ιατρούς, λέγοντας: «Αφήνω τον εαυτό μου στα χέρια του Θεού. Ο Θεός γνωρίζει πότε μου χρειάζεται η υγεία και πότε μου χρειάζεται η ασθένεια». Από τότε που βγήκε από το Άγιον Όρος δεν έφαγε ποτέ κρέας. Το φαγητό του ήταν πολύ λίγο. Ήταν αδύνατος και καχεκτικός. Δεν ήθελε ποτέ να σκανδαλίσει κανένα. Σκορπούσε παντού και πάντοτε ειρήνη και χαρά. Ωφελούσε πιο πολύ με το παράδειγμά του. Ήξερε μόνο να συγχωρεί και ν’ αγαπά.

Ανεπαύθη δοξάζοντας τον Πλουσιόδωρο, Μεγαλόδωρο και Παντεπόπτη Θεό στις 14.11.1954 στο κελλί του. Ετάφη στο κοιμητήρι της κοντινής σκήτης Μπράζι του νομού Μπράντσεα, προσδοκώντας ανάσταση νεκρών. Πολλοί λυπήθηκαν πολύ για τη στέρησή του.

Πήγες – Βιβλιογραφία

Ιωαννικίου Μπαλάν ιερομ., Ρουμανικό Γεροντικό, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 398-400.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ. 519-521, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

 

Μοναχός Τιμόθεος Σταυρονικητιανός (1900 – 14 Νοεμβρίου 1989)

$
0
0
[caption id="attachment_106345" align="aligncenter" width="492"]Μοναχός Τιμόθεος Σταυρονικητιανός , δεν είχε φήμη διορατικού,ήταν. Μοναχός Τιμόθεος Σταυρονικητιανός , δεν είχε φήμη διορατικού,ήταν.[/caption] Ο κατά κόσμον Νικόλαος Ζαχαριάδης του Μιχαήλ και της Ελένης γεννήθηκε στην Προύσα της Μ. Ασίας το 1900. Προσήλθε στο Άγιον Όρος το 1926. Εκάρη μοναχός το 1928 στο Σταυρονικητιανό Κελλί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Έζησε και στα Κελλιά της ίδιας μονής του Αγίου Γεωργίου, των Τριών Ιεραρχών, του Αγίου Ανδρέου και του Γενεσίου της Θεοτόκου. Ζούσε ως διά Χριστόν σαλός. Ακτήμων, πάμφτωχος, αυτοειρωνευόμενος, φτωχοντυμένος. Το Κελλί του Αγίου Ανδρέου, που ζούσε για χρόνια, ήταν ένα ερείπιο. Έκρυβε συστηματικά την αρετή του. Πα­ρηγορούσε με τρόπο εκεί που έπρεπε. Για να μην τον τιμούν έκανε αστεία. Μας μιλούσαν γι’ αυτόν εύφημα οι ηγούμενοι της μονής Σταυρονικήτα Βασίλειος και Τύχων και άλλοι πατέρες που τον γνώριζαν από κοντά. Συνήθως τα καλοκαίρια έμενε έξω και μόνο τους χειμώνες πήγαινε κάτω από σκεπή. Στην αρχή της Μ. Σαρακοστής, που πήγαιναν κάτι να του δώσουν από τη μονή, ζητούσε αρτύσιμα, λέγοντας «ο καλόγερος χρειάζεται καλό φαΐ». Όταν ο ηγούμενος Τύχων πήγε στο καλύβι του, μία Κυρια­κή της Σαρακοστής, έβραζε αλάδωτη φακή. Όταν τον ρώτησε γιατί δεν βάζει λάδι, του απάντησε: «Δεν έχει καλό λάδι αυτός ο μπακάλης στις Καρυές». Ήξερε να κρύβεται. Ένας νέος που πήγε στο κελλί του σκέφθηκε να του ζητήσει την Αγία Γραφή που είχε, για ευλογία. Δίχως να πει τίποτε, ο Γέροντας τού την έδωσε. Κι εκείνος τα έχασε. Μιλούσε στον καθένα τα κατάλληλα και τα ωφέλιμα. Ένας μοναχός που τον γνώρισε καλά, αναφέρει περί αυτού: «Ξένος προς την έξω σοφία, ολιγόλογος, ολιγαρκής, με καμιά υπόληψη για τον εαυτό του, τον οποίο θεωρούσε υποκάτω πάντων. Απέφευγε τις συναναστροφές και τον έτρεφε μάλλον η μοναξιά και η ερημιά. Πάντοτε απλός, ευγενής, ασκητικός. Όταν μόνος του εξευτέλιζε τον εαυτό του, είχε καλά την αίσθηση ότι είναι απόλυτα ειλικρινής. Το διέκρινες από την αντίθεσή του προς το ψεύτικο, το συναισθηματικό, το φτιαχτό, το χαζοταπεινολόγο. Δεν είχε φήμη του διορατικού, όμως σίγουρα αυτός ήταν ένας μεγάλος, κρυφός αγωνιστής με βαθιές γνώσεις». Όπως έλεγε σ’ έναν άλλο μοναχό πολύ απλά, έβλεπε τις καρδιές των ανθρώπων σαν σε ανοιχτό βιβλίο. Έλεγε: «Εκείνος ο μοναχός δεν είναι άρρωστος, αλλά δεν του αρέσει το διακόνημα του μάγειρα». Σε άλλον που κάπως ενοχλήθηκε, δίχως να πει τίποτε σε κανέναν, που έγινε άλλος διάκος και όχι εκείνος, του είπε: «Μη σε πειράζει καθόλου που δεν έγινες διάκος». Όταν τον ρώτησαν αν είδε ποτέ τον δαίμονα, απάντησε με απλότητα: «Τον είδα ψηλό, να μου λέει: “Αν δεν σταυρωνόταν Εκείνος, τί θα σας έκανα”...». Τον πείραζε ο πειρασμός έως τέλους. Ήθελε να τον φέρει σε απόγνωση, ταραχή, άρνηση. Δεν τα κατάφερε όμως ο παμπόνηρος δαίμονας. Και για το παραμικρό που του έδινες ήταν πάντοτε ευγνώμων και ευχαριστημένος. Δόξαζε συνεχώς τον Θεό για όλα. Ήταν λιτοδίαιτος, αυτάρκης, λίαν εγκρατής. «Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ· πασάς, έλεγε, είμαι εδώ». Άλλοτε έκανε τον σαλό. Έκοβε τα γένεια και τα μαλλιά του. Όταν ήταν μικρός, έλεγε: «Αντί να μάθω γράμματα στην πατρίδα μου, πήγαινα στο ποτάμι κι έπιανα ψάρια. Είμαι αγράμματος, ξύλο απελέκητο, κούτσουρο, ζώο, χαζός». Στα τελευταία του πάλι τον πείραζε ο δαίμονας ότι δεν θα σωθεί και είχε μία αγωνία. Όταν όμως κοινώνησε, ηρέμησε. «Ήλθε η Παναγία», έλεγε. Έφυγε ήρεμος, γαλήνιος, νηφάλιος, σαν πουλάκι. Ούτε που το κατάλαβε ο διακονητής. Ανεπαύθη στις 14.11.1989 γηροκομούμενος στη μονή Σταυρονικήτα επί μία περίπου διετία. Πάντα νοσταλγούσε την έρημο. Το πνεύμα ήταν πρόθυμο, αλλά η σάρκα ασθενούσε. Έκανε υπομονή στην ασθένεια. Όταν κάποιος τον ρωτούσε: «Γερο-Τιμόθεε τί κάνεις;». Απαντούσε· «κάθομαι». Η απάντηση ήταν στοχαστική, με βαθύ πνευματικό περιε­χόμενο. Έλεγε δηλαδή κάθομαι εδώ, μένω, περιμένω με υπομονή. Σαν τους αρχαίους αββάδες που έλεγαν: «Ησυχάζω, φυλάω τον τόπο». Έζησε 63 χρόνια στο Άγιον Όρος αθόρυβα, ησύχια και ασκητικά. Με­ρικοί “έξυπνοι” τον είχαν για ναυάγιο, δίχως να καταλάβουν πως ήταν περιττή η πρώτη συλλαβή ... Αναπαύεται και αυτός στο κοιμητήρι της μονής Σταυρονικήτα, αναμένοντας να ξυπνήσει, όταν ηχήσει η σάλπιγ­γα την έσχατη εκείνη ημέρα. Πήγες – Βιβλιογραφία Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα. Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ’ – 1984-2000, σελ. 1247- 1252 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.  

Ο θεολόγος της ερήμου Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης (Γεώργιος Κρουσταλάκης, Ομότ. Καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών)

Ιερομόναχος Ελπίδιος Νεοσκητιώτης (1913 – 18 Νοεμβρίου 1983)

$
0
0
[caption id="attachment_106349" align="aligncenter" width="512"]Ιερομόναχος Ελπίδιος Νεοσκητιώτης ο Κύπριος Ιερομόναχος Ελπίδιος Νεοσκητιώτης ο Κύπριος[/caption]

Γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου ο κατά κόσμον Αλέξανδρος Χασάπης από λίαν ευσεβείς γονείς. Ήταν αδελφός δίδυμος του οσίου νέου ιερομάρτυρος Φιλουμένου του Ιεροσολυμίτου (+1979). Από παιδί μαζί με τον αδελφό του αγάπησαν ένθερμα την αγιοπατερική μελέτη. Ήξερε όλους τους ψαλμούς απ’ έξω. Ο βίος του οσίου Ιωάννου του Καλυβίτη τους συγκίνησε και τους ενθουσίασε τόσο, που μόλις 14 ετών, τους οδήγησε στη μονή Σταυροβουνίου. Επί μία εξαετία οι νεαροί ζηλωτές αγωνίσθηκαν υπερθαύμαστα έχοντας εκεί εξαιρετικά ασκητικά παραδείγματα. Κατόπιν αναχώρησαν για τα Ιεροσόλυμα.

Εκεί ενετάχθησαν στην Αγιοταφιτική Αδελφότητα ως φύλακες των πανιέρων προσκυνημάτων. Το 1937 ο Ελπίδιος χειροτονήθηκε διάκο­νος και το 1940 πρεσβύτερος. Επί μία πενταετία διακόνησε και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Εργάσθηκε αποδοτικά στην Αγγλία, τη Ρω­σία, την Κύπρο, ως ιεροκήρυκας Πάφου και ηγούμενος Μαχαιρά και την Αθήνα. Παρά τις πολλές μετακινήσεις του παρέμεινε αυστηρός μο­ναχός με τις καθημερινές ιερές ακολουθίες του και τον κανόνα του, ο ένθερμος εραστής της άνω φιλοσοφίας. Μεγαλόσχημος μοναχός εκάρη το 1969.

Την τελευταία επταετία του βίου του τη διήλθε, κατά τον παντοτεινό διακαή του πόθο, στην Καλύβη του Ευαγγελισμού της Θεοτό­κου της Νέας Σκήτης. Εδώ δόθηκε όλος στην προσευχή. Όλη του η ημέρα ήταν αφιερωμένη στον Θεό. Εκτός των καθημερινών τακτικών ιερών ακολουθιών στο ναΐσκο της Θεομήτορος έψαλλε παρακλήσεις, ανεγίνωσκε ευχές, έκανε ατελείωτα κομποσχοίνια. Στην Παναγία είχε ιδιαίτερα μεγάλη ευλάβεια. Αυτή τον θεράπευσε, τον έφερε στο Πε­ριβόλι της, στη σκήτη της και στην Καλύβη της. Το υπό των Εβραίων μαρτύριο του αδελφού του στα Ιεροσόλυμα κατά θαυμαστό τρόπο το βίωνε στην αθωνική του Καλύβη ως να ήτο παρών. Η προσευχή του θαυματουργούσε. Ευλογούσε το τραπέζι φτωχών και αυξανόταν.

Ευλογούσε ασθενείς και θεραπεύονταν και δεν χρειάζονταν να εγχειρισθούν. Τα πνευματικοπαίδια του τον έβλεπαν να λειτουργεί και να μην πατά στη γη και να είναι λουσμένος σε υπερουράνιο φως. Έκρυβε συστηματικά την αρετή του. Είχε αληθινή ταπείνωση. Είχε άμεμπτη ζωή. Είχε μακάριο τέλος. Υπόμεινε αγόγγυστα και καρτερι­κά τον σταυρό της ασθενείας του. Ένα χρόνο πριν την τελείωσή του τον επισκέφθηκα και μόνο αγαθούς λόγους είχε να πει για όλους, τον Γέροντα Ευστάθιο (+1981), τον αδελφό του Φιλούμενο, τα 12 αδέλφια του, τους Νεοσκητιώτες, τους Σταυροβουνιώτες, τους Ιεροσολυμίτες. Φεύγοντας μου είπε: «Χαίρομαι, ευχαριστώ και δοξάζω τον Θεό που βρίσκομαι στη δύση της ζωής μου στην ωραία αυτή σκήτη του Αγίου Όρους». Το «λάθε βιώσας», που έλεγε για άλλους, ήταν συνεχές βίωμά του.

Ο νυν μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος λέγει περί αυτού: «Στο σκή­νωμά του είδαμε πραγματικά ότι στο πρόσωπό του υπήρχε η έκφραση ενός ανθρώπου, που νίκησε σ’ ένα μεγάλο αγώνα. Ήταν τόσο έντονες η χαρά κι η ικανοποίηση, που δεν έμεινε καμιά αμφιβολία σ’ όσους τον είδαμε νεκρό ότι πέτυχε τον αγιασμό και πήρε τον άφθαρτο στέφανο που επαγγέλλεται ο Θεός σε όλους όσους τον ακολουθούν μέχρι θανά­του. Σ’ όλους τους πατέρες στη Νέα Σκήτη ο Γέρων Ελπίδιος άφησε την πεποίθηση ενός αγίου, διότι πράγματι όλη του η ζωή ήταν ζωή ενός άγιου μοναχού, ενός ανθρώπου που ασχολείται μόνο με την προσευχή, ενός ανθρώπου που περιφρόνησε τα πάντα για τον Χριστό, πέριξ του οποίου εκινείτο όλος ο βίος του».

Εκοιμήθη στο νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός» Αθηνών, όπου παλαιότερα είχε υπηρετήσει, στις 18.11.1983. Έως της τελευταίας αναπνοής του προσευχόταν, λέγοντας την ευχή του Ιησού. Το σκήνος του με­ταφέρθηκε κι ετάφη στην ιερά μονή Παναγίας Φανερωμένης-Μπάλας Αττικής, όπου επί έτη ήταν Πνευματικός των εκεί μοναζουσών.

Πήγες – Βιβλιογραφία

Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Εκδημίες Αγιορειτών, Πρωτάτον 8/1984, σ. 9. Ελπιδίου Νεοσκητιώτου ιερομ., «Λάθε βιώσας...» Πρωτάτον 18/1989, σσ. 134-136. Κλείτου Ιωαννίδη, 10 Κύπριοι «Άγιοι Γέροντες του εικοστού αιώνα», Λευκωσία 1997, σσ. 79-94. Ιωσήφ Βατοπαιδινού μοναχού, Οσίων Μορφών Αναμνήσεις, Άγιον Όρος 2003, σσ. 137-145.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 1083-1086 Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Μοναχός Παχώμιος Δοχειαρίτης ( 1889-19 Νοεμβρίου 1944)

$
0
0

Moni Doxeiariou

Ο κατά κόσμον Παναγιώτης Πανταζόπουλος γεννήθηκε στη Βούταινα Μεσσηνίας το 1889. Προσήλθε στην ιερά μονή Δοχειαρίου το έτος 1912. Υποτάχθηκε στον λίαν αυστηρών ηθών και αρχών Προη­γούμενο και Πνευματικό ιερομόναχο Παντελεήμονα από τον Πολυχνίτο Μυτιλήνης. Παρά την αναπηρία του, τη χωλότητά του, υπήρξε μοναχός μόνιμα βιαστής, μεγάλος αγωνιστής και στις διακονίες της μονής και στα πνευματικά του καθήκοντα, σύμφωνα με μαρτυρία νεωτέρου παραδελφού του.

Μετέβη από την κοιλάδα του κλαυθμώνος προς την ανέσπερη ζωή δέκα ημέρες μετά την πανήγυρη των Αγίων Αρχαγγέλων στις 19.11.1944. Άγιοι άγγελοι ανέβασαν στον θρόνο του Παντάνακτος Θεού, την καθαρή ψυχή του ταπεινού, ασθενούς, αδύναμου, αλλά και βιαστού μοναχού, που επί μία και πλέον τριακονταετία διακόνησε την ευαγή μάνδρα των Αρχαγγέλων και της Γοργοϋπηκόου.

Πήγες – Βιβλιογραφία

Πληροφορίες μας έδωσε ο Γέροντας Θεόκτιστος Δοχειαρίτης.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ.389, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.


Μοναχός Αρτέμιος Γρηγοριάτης (1886 – 20 Νοεμβρίου 1955)

$
0
0
[caption id="attachment_106356" align="aligncenter" width="420"]Μοναχός Αρτέμιος Γρηγοριάτης , ο εργάτης της υπομονής και της υπακοής. Μοναχός Αρτέμιος Γρηγοριάτης , ο εργάτης της υπομονής και της υπακοής.[/caption]

Γεννήθηκε στις Γιάρδες Μαγνησίας της Μ. Ασίας το 1886. Από μικρός εργάσθηκε σκληρά κοντά σ’ ένα Τούρκο βυρσοδέψη, αργότερα σ’ ένα παντοπωλείο της Σμύρνης και κατόπιν υπάλληλος σε μαγαζιά της Κωνσταντινουπόλεως. Πέρασε διάφορους δύσκολους πειρασμούς. Θέλησαν να τον νυμφεύσουν μα απέφευγε. Πήγε πρώτα σ’ ένα μοναστήρι της Χίου, κατόπιν στα Ιεροσόλυμα, στου Χοζεβά, το Σαραντάριο, τον Πανάγιο Τάφο και τέλος στον ξακουσμένο Ιερό Άθωνα.

Πρώτα στάθμευσε στη Σιμωνόπετρα, μετά στη Μικρά Αγία Άννα και τα Κατουνάκια. Κουραζόταν πολύ και δεν αναπαυόταν ψυχικά. Το μοναχικό σχήμα έλαβε στη σκήτη της Αγίας Άννης. Οι πειρασμοί δεν τον άφηναν και οι δαίμονες τον ενοχλούσαν αφάνταστα. Πήγε πάλι για λίγο στη Σιμωνόπετρα. Με την παρακίνηση του αγίου Νικολάου εισήλθε στη μονή Γρηγορίου το 1917.

Ο τότε ηγούμενος Γεώργιος (+1962) τον έκανε δεκτό και τον συμβούλευσε να κάνει υπομονή και υπακοή. Έκανε υπομονή και υπακοή στα διακονήματά του. Οι πειρασμοί, διάφοροι και πολλοί, συνεχίζον­ταν, τους υπόμενε όμως πάντοτε με γενναιοφροσύνη. Τον διέκρινε η πραότητα. Δεν αντιμιλούσε, δεν θύμωνε, δεν γκρίνιαζε. Πρώτος στα διακονήματα, πρώτος και στις ακολουθίες. Την ευχή είχε συνέχεια στο στόμα του. Όρθιος πάντα στην ακολουθία, πρόσεχε και ρουφούσε τα θεία νοήματα.

Χαριτώθηκε στον ταπεινό αγώνα και την πρόθυμη άσκηση. Είχε συ­νεχή μνήμη θανάτου. Λίγο πριν τη θανή του τον επισκέφθηκαν οι τρεις προστάτες άγιοι της μονής: ο άγιος Νικόλαος, ο όσιος Γρηγόριος και η αγία Αναστασία. Τους αναγνώρισε αμέσως, αφού καθημερινά προσκυνούσε την εικόνα τους στο Καθολικό της μονής. Τον νουθέτησαν και του είπαν τον χρόνο της εκδημίας του. Χαρούμενος το ανακοίνωσε στους αδελφούς του. Λίγο πριν το τέλος του οι πόνοι της ασθενείας του έγι­ναν ανυπόφοροι. Παραπονέθηκε τότε στον Χριστό. Του παρουσιάσθηκε ο Χριστός, για να του δείξει τα σημάδια των καρφιών της σταυρώσεώς του. Του είπε: «Για την αγάπη τη δική μου, δεν κάνεις υπομονή;». Δάκρυα άφατης χαράς γέμισαν τα μάτια του και δεν ξαναείπε τίποτε.

Μετάλαβε των αχράντων Μυστηρίων και δοκιμασθείς «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» παρέδωσε την ψυχή στον Πλάστη του, λίγο πριν αρχίσει η αγρυπνία των Εισοδίων της Θεοτόκου, στις 20.11.1955. Ο ανώνυμος βιογράφος του σημειώνει: «Ετελειώθη ακριβώς όταν άρχιζε η αγρυπνία των Εισοδίων της Θεοτόκου. Σύμβολο και αυτό της καθαρότητός του. Ως γνήσιο τέκνο της Εφόρου του Άθωνα, ετέλεσε τα δικά του Εισόδια. “Επορεύθη εν οδώ αμώμω”. Έφτασε στις πύλες του αχειροποιήτου ναού. Τις προσπέρασε. Μπήκε άφοβα στο ουράνιο τέμενος. Εισήλθε πλέον εις τα Άγια των Αγίων».

Πήγες – Βιβλιογραφία

Ανωνύμου Γρηγοριάτου μοναχού, Πατήρ Αρτέμιος ο Μικρασιάτης, Ο Όσιος Γρηγόριος 8/1983, σσ. 79-88.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ. 533-534, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Ιερομόναχος Μελχισεδέκ Νεοσκητιώτης (1875 – 20 Νοεμβρίου 1937)

$
0
0
[caption id="attachment_106359" align="aligncenter" width="938"]Ιερά Νέα Σκήτη ( Φωτ.1928) Ιερά Νέα Σκήτη ( Φωτ.1928)[/caption]

Κατά τον Γέροντα Ιωσήφ Βατοπεδινό (+2009), υπήρξε «άνδρας αγωνιστής και πλήρης θείου φόβου και πίστεως. Ο ευλαβέστατος αυτός Γέρων ήτο κοσμημένος με την χάριν της ιερωσύνης, την οποίαν ετίμησε με την καθαράν και ακριβή του ζωήν. Πάρα πολύ όμως ηγωνίζετο στην νηστεία και το πένθος, που πάντοτε το εκρατούσε αδιάλει­πτα. Γνωρίζοντας ότι η μόνωσις και η ησυχία είναι απαραίτητα στοι­χεία του πένθους και του κλαυθμού, προσπαθούσε πάντοτε να κάθεται σε απόμερα και άγνωστα μέρη, ώστε να αποφεύγη τις άσκοπες επαφές και τους μετεωρισμούς. Γνώρισε εκ πείρας την φιλοπονίαν ως πηγή της χάριτος, και δεν αφίστατο από κόπους και στερήσεις, κατά το παρά­δειγμα των παλαιών μας πατέρων ...».

Έγινε έτσι ο τρισόλβιος σταυροφόρος και χριστοφόρος. Φιλότιμος και φιλόπονος, αφιλόδοξος και φιλόσοφος. Είχε τ’ άκοπα, θερμά, καρ­διακά δάκρυα, κατά τον όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, συντρόφους του αγαθούς. Σιωπηλός και λιγομίλητος, άκρος νηστευτής και ισόβιος αυστηρός βιαστής, σπηλαιώτης, ερημίτης και άστεγος, που δεν είχε τίποτε να κληροδοτήσει σε κανένα.

Γεννήθηκε το 1875 στα Βουρλά της Μικράς Ασίας ο κατά κόσμον Εμμανουήλ. Μοναχός έγινε το 1908 στα Ιεροσόλυμα. Εκεί χειροτονήθηκε διάκονος και ίερεύς. Εκεί τον συνάντησε ο Γέροντας Ιωακείμ Νεοσκητιώτης (+1943), ο οποίος τον θαύμασε ως αγωνιστή ασκητικότατο, διαμένοντα στην έρημο της Νεκρής Θάλασσας, νηστεύοντας 33 ημέρες, δίχως να φάει τίποτε. «Ακολουθεί την ασκητικήν ζωήν μετ’ αυταπαρνήσεως. Μου προεξένησε βαθείαν εντύπωσιν. Το σώμα αυτού ήτο κατάξηρον, ως σκελετός καλυπτόμενος υπό του δέρματος, οι δε λόγοι αυτού ήσαν ολίγοι και μετά χάριτος». Στη Νέα Σκήτη προσήλθε το 1933, κι έλαβε το ησυχαστήριο του Δαμασκηνού, ζώντας ζωή απαραμύθητη, λίαν ασκητική και αξιοθαύμαστη. Κατά τον ακριβολόγο μακαριστό Γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη: «Παρά τας Καλύβας προς το άκρον της Σκήτεως, όπου και ο μοναδικός εις γραφικότητα πύργος, υπάρχουν και περί τα 10 ερημόσπιτα, εν οις διέμενον έως εσχάτων πατέρες αγωνισταί και νηστευταί. Ημείς εγνωρίσαμεν ένα τούτων, τον ιερομόναχον Μελχισεδέκ, προ ΙΟετίας αποβιώσαντα. Ελθών εκ Παλαιστίνης όπου ησκήτευεν πρότερον, ίνα ίδη εν τη Μονή μας, του αγ. Διονυσίου, τους εν αυτή μονάζοντας δύο αυταδέλφους του και αγασθείς του αγιορειτικού μοναχισμού έλαβε παρά της Ι. Μ. του αγ. Παύλου εις κατοικίαν μίαν των σμικροτάτων τούτων ξηροκαλυβών και εκεί διήλθε ζωήν σκληροτάτην, μόνη τη προ­σευχή ασχολούμενος και διαιτώμενος άπαξ της ημέρας μικρώ τεμαχίω διπυρίτου (παξιμάδι), όπερ παρείχεν αυτώ η Μονή μας. Πολλάκις οικεία φροντίδι απέστελλον αυτώ διά του αυταδέλφου του νωπούς άρτους, τρόφιμα και πλείονα διπυρίτην, αλλά τα επέστρεφεν άθικτα, ίνα μη παραβή το μέτρον, όπερ έθηκεν εις εαυτόν και το μέτρον ήτο 1 οκά πα­ξιμαδίου την εβδομάδα, ήτοι 55 περίπου δράμια ημερησίως. Προαισθαν­θείς το τέλος του, ήλθεν εν πλήρει υγεία ν’ αποχαιρετίση τους αδελφούς του, και τόσον ήτο ισχνός και αδύνατος, ώστε μόλις εγνωρίζετο. Είχον εκ της πολλής νηστείας και σκληραγωγίας “κολληθή τα οστά του τη σαρκί του”, κατά τον Ψαλμωδόν».

Το 1937 έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα των μοναχών. Μετά λί­γους μήνες ανεπαύθη εν Κυρίω στην Καλύβη της Υπαπαντής με οσιακό τέλος στις 20.11.1937. Οι παλαιοί Νεοσκητιώτες πατέρες διηγούνται πως κατά την εξόδιο ακολουθία του και έως της ταφής του ευωδία­ζε θαυμαστά το ασκητικό λείψανο του σεμνού ιερομονάχου Μελχισεδέκ. Πώς να μην ευωδιάζει, αδελφοί μου; Η αρετή πάντοτε ευωδιάζει. Η κρυπτόμενη από τους ανθρώπους αρετή φανερώνεται από τον Θεό θαυμαστά. Έτσι άψογα λειτουργεί πάντοτε ο πνευματικός νόμος.

Πήγες – Βιβλιογραφία

Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Ευχαριστίες στον Γέροντα Νικόδημο. Γαβριήλ Διονυσιάτου αρχιμ., Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Βόλος 1953, σσ. 96-97. Ιωσήφ μοναχού, Πατερικαί Μορφαί Νέας Σκήτης, Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 33-35. Του αυτού, Οσίων Μορφών Αναμνήσεις, Άγιον Όρος 2003, σσ. 99-101. Ιωακείμ Σπετσιέρη αρχιμ., Η ερημίτις Φωτεινή, Άγιον Όρος 2006, σ. 171.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ. .315-316, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Μοναχός Βασσιανός Προδρομίτης (1888 – 21 Νοεμβρίου 1972)

$
0
0
  timiou-prodromou-331195Γεννήθηκε στην κοινότητα Μπάχνα του νομού Ρόμαν της Ρουμα­νίας το 1888, ο κατά κόσμον Γεώργιος Οπρισάν. Το 1910 ήλθε στο Άγιον Όρος κρυφά, γιατί ο πατέρας του ήθελε να τον νυμφεύσει. Εισήλθε στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου όπου εκάρη μοναχός. Εκεί διακόνησε στο ναό, το μαγειρείο, τον κήπο και το νοσοκομείο. Μετά από λίγα χρόνια πήγε στη σκήτη του Αγίου Δημητρίου-Λάκκου, όπου ασκήτευαν πολλοί συμπατριώτες του. Υποτάχθηκε σ’ έναν από αυτούς που ζούσε ησυχαστικά. Ήταν ο Ρουμάνος Γέροντας Βαρλαάμ, που ζούσε με μεγάλη άσκηση, συνεχή προσευχή και θεία οράματα. Διηγείται ο ίδιος αργότερα: «Ήταν πολλοί τότε οι όσιοι μοναχοί στον Άθωνα, αλλά έφευγαν τους ανθρώπους και ζούσαν τελείως άγνωστοι από τον κόσμο μέσα σε σπηλιές, ασκητήρια, και εκεί απέθαιναν. Έεε τί ήταν τότε το Άγιον Όρος! Αληθινός κήπος του παραδείσου. Σε κάθε βήμα, όπου και να επήγαινες, θα συναντούσες ένα μοναχό, έναν ερημίτη να προσεύχεται, ένα μεγαλόσχημο να κάνη μετάνοιες ...». Το 1924, λόγω των ημερολογιακών διχασμών, αναχώρησε για το αγιορείτικο μετόχι της σκήτης Νταρβάρι του Βουκουρεστίου, όπου έμεινε εκεί επί μία εικοσαετία. Ήθελε να επιστρέψει στο Περιβόλι της Πανα­γίας, αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ. Πάντοτε πάντως το νοσταλγούσε. Την τελευταία τριακονταετία της ζωής του έζησε στη μονή Τσερνίκα εργαζόμενος ακατάπαυστα την παθοκτονία και αρετοσυγκομιδή και φθάνοντας σε υψηλά μέτρα ταπεινώσεως. Έλεγε ο μακάριος Γέροντας: «Το Ψαλτήρι είναι το προσευχητάριο του μοναχού. Καθημερινά πρέπει να το διαβάζουμε ... Οι ασθένειες κάνουν πολύ καλό για τους μοναχούς. Ιδιαίτερα στα γεράματα, διότι μας προκαλούν την μνήμη του θανάτου, μας ταπεινώνουν και μας προ­ετοιμάζουν για το μεγάλο ταξίδι. Η ασθένεια είναι ένα μεγάλο δώρο για τους γέροντες, διότι τους προειδοποιεί για την ώρα του θανάτου... Το ακριβώτερο δώρο στον άνθρωπο είναι η σωτηρία του. Γι’ αυτό εδώ στην γη πρέπει να κοπιάσουμε για την σωτηρία μας, διαφορετικά ματαίως γεννηθήκαμε. Την σωτηρία μας να κερδίσουμε, διότι εάν την χάσουμε, χάσαμε το παν ... Το ωφελιμότερο έργο για τον μοναχό είναι η προσευχή. Οι κοσμικοί αποκτούν παιδιά και έχουν πολλές φροντίδες. Αυτοί σώζονται με τις θλίψεις και δοκιμασίες της ζωής, εάν τις υπομείνουν. Ενώ οι μοναχοί με την προσευχή. Αυτή είναι η αποστολή μας: να δοξάζουμε πάντοτε τον Θεό. Είναι μία μικρή προσευχή, αλλά έχει πολ­λή δύναμη γι’ αυτούς που την λέγουν συχνά. Δηλαδή το: “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό”»... Ανεπαύθη, εκηδεύθη και ετάφη στη μονή Τσερνίκα στις 21.11.1972, εορτή των Εισόδιων της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία από τον ιερό Άθωνα, το Περιβόλι της, υπεραγαπούσε.   Πήγες – Βιβλιογραφία Ιωαννικίου Μπαλλάν ιερομ., Πνευματικοί διάλογοι με Ρουμάνους πατέρες, Θεσσα­λονίκη 1986. σσ. 337-341. Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 855-856 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.  

Μοναχός Χρυσόστομος Λαυριώτης (1885 – 22 Νοεμβρίου 1964)

$
0
0
Lavra Ο κατά κόσμον Ιωάννης Μακαρέας του Αθανασίου και της Μαρίας γεννήθηκε στη Δρέσνα Ελευθερούπολης το 1885. Στην ιερά μονή Μεγίστης Λαύρας προσήλθε το 1909. Εκάρη μοναχός το 1912. Για πολλά χρόνια έμενε στο Κάθισμα της μονής του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Είχε το διακόνημα του βουρδουνάρη, του φροντιστή των ζώων, τα οποία αγαπούσε πολύ και τα φρόντιζε όσο μπορούσε, γιατί πάντοτε τους εξυπηρετούσαν τους πατέρες αδιαμαρτύρητα. Ορισμένοι μοναχοί της μονής τον κατηγορούσαν τον Χρυσόστομο, γιατί δεν τον έβλεπαν να εκκλησιάζεται τακτικά και να μεταλαμβάνει συχνά. Τους πείραζε ο λογισμός ότι δεν ήταν αρκετά φιλακόλουθος και ιδιαίτερα ευλαβής. Όταν κάποτε ήλθε ο καιρός, που πληρώθηκαν οι ημέρες του στον κόσμο αυτό της παροικίας και τον κάλεσε ο Κύριος της δόξης στα ουράνια σκηνώματα, πλησίον του, συνέβη το εξής παράδοξο και θαυμαστό. Μετά την ανάγνωση της εξοδίου ακολουθίας, οι πατέρες τον συνόδευσαν στην τελευταία κατοικία του, στον τάφο του κοιμη­τηρίου. Τότε συνάχθηκαν όλοι οι ημίονοι της μονής και ακολουθούσαν το λείψανο του νεκρού ως τον τάφο. Κατά την ώρα του ενταφιασμού κτυπούσαν τα μπροστινά τους πόδια και χλιμίντριζαν παράδοξα. Το θέαμα αυτό έκανε στους πατέρες που το είδαν και το άκουσαν με­γάλη εντύπωση. Συνάμα τους προξένησε κάποιο φόβο κι ένα έλεγχο, μήπως άδικα κατέκριναν τον αδελφό τους, γιατί θα είχε σίγουρα μυ­στική πνευματική ζωή ... Ο μοναχός Χρυσόστομος Λαυριώτης ανεπαύθη εν Κυρίω Ιησού τω Σωτήρι και Θεώ ημών στις 22.11.1964.   Πήγες – Βιβλιογραφία   Κυρίλλου ιερομ., Περί του Γέροντος Χρυσοστόμου Λαυριώτου, Πρωτάτον 33/1992, σ. 16. Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 719, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.  

Η ευκλεής ποιμαντορία του Διονυσίου Λήμνου (Ιωάννα-Ελπίδα Διαματάρη, Θεολόγος – ΜΑ Νομικής)

$
0
0
[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bitly.com/1PAI0I1]

Η Λήμνος είναι ένας μικρός τόπος, μακριά από το Αθηνοκεντρικό κράτος με έμφαση στην πρωτογενή παραγωγή που στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Αγκάθι στην πυρωμένη από αγάπη καρδιά του Μητροπολίτου Διονυσίου, η φτώχεια. Ο ίδιος ή κατ' εντολήν του οι δύο βραχίονες του, ο π. Θεολόγος και ο π. Πολύκαρπος, επισκέπτονταν τους εμπερίστατους αδελφούς και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί άφηναν στις πόρτες τους τρόφιμα, φάρμακα ή τα τόσο αναγκαία κάρβουνα προκειμένου να αντιμετωπιστεί η βαρυχειμωνιά στην εσχατιά αυτή του Αιγαίου.

trikkis-dionysioslemnu2

Ο Μητροπολίτης Διονύσιος αποδεικνύεται με βάση τις μαρτυρίες όσων τον συναναστράφηκαν ένας ακούραστος διακονητής του πλησίον. Μετείχε στις χαρές και στις λύπες του ποιμνίου του. Εξασφάλιζε χάρη στην προσωπική επιρροή που ασκούσε στην κοινωνία του νησιού καλούς γάμους  για τις ορφανές θυγατέρες και δαπανούσε τον προσωπικό του χρόνο  αγκαλιάζοντας τις οικογένειες που είχαν χτυπηθεί από τον θάνατο. Μεταλαμπάδευε την διδασκαλία της Εκκλησίας μας για την πέραν του τάφου ζωήν και παρηγορούσε τους πενθούντες με όπλο ακατανίκητο τα κείμενα του Οικουμενικού Δασκάλου Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

          Τα πρώτα αξιοσημείωτα αποτελέσματα δεν άργησαν να γίνουν ορατά. Οι κόποι του απέφεραν με σταθερούς ρυθμούς καρπό ποιοτικό και ποσοτικό. Ανταμοιβή του η ορθοπραξία και η συνειδητή άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων από μέρους των Λημνίων. Ολοένα και περισσότεροι Χριστιανοί κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης συνέρεαν στους Ναούς, μετείχαν στις Ιερές Ακολουθίες, εναπέθεταν στο πετραχήλι του πνευματικού τους πειρασμούς τους και προετοιμάζονταν εν προσευχή και μετανοία για την κορύφωση της ορθοδόξου βιοτής, τη συμμετοχή στα  Άχραντα Μυστήρια.

          Η Λήμνος όμως για τον Διονύσιο του έντονου ποιμαντικού έργου και της αέναης προσφοράς αποτέλεσε εκτός από τόπο προσευχής και τόπο συγγραφής. Η ειδυλλιακή τοποθεσία του Επισκοπείου καταντίκρυ στο Αγιώνυμο Όρος της Θεοτόκου με τον ήλιο να βουτά στα καταγάλανα νερά του Ρωμέικου Γυαλού ήταν η πηγή της έμπνευσής του όπως ο ίδιος είχε ομολογήσει. Στο Μητροπολιτικό Μέγαρο διέμενε με τα πνευματικά του αναστήματα, τους Αρχιμανδρίτες Θεολόγο και Πολύκαρπο και είχαν κατορθώσει να διάγουν βίο ασκητικό με πυκνό πρόγραμμα λατρευτικής ζωής και συνεχή προσευχή. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο  Αρχιμανδρίτης π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος στο έργο του “Λήμνος, ένα νησί...” η προσευχή στη Λήμνο “ἐπλησίαζε τό ἀδιαλείπτως καί τό ἐν παντί”. Πολλές από τις μελέτες και τα έργα του γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της Αρχιερατείας του στο νησί. Αντιπροσωπευτικά αναφέρουμε το “Κοντά στό ἀγροτόπαιδο” και το “Πιστοί ἄχρι θανάτου”.

          Στις 3 Φεβρουαρίου του 1959 ο από Λήμνου Διονύσιος εξελέγη Μητροπολίτης Τρίκκης & Σταγών. Ως “κεραυνός εν αιθρία” μεταδόθηκε το νέο και οι Λημνιοί χαρακτήρισαν ως αποφράδα Τρίτη την ημέρα αυτή. Ο τοπικός τύπος των αμέσως επόμενων ημερών μακάριζε τους κατοίκους των Τρικάλων και αφού απαρίθμησε τις αρετές του Διονυσίου σημείωσε χαρακτηριστικά "Τώρα πλέον εἴμεθα ὀρφανοί”. Την λύπη των Λημνίων αποτύπωσε και ο ίδιος ο Μητροπολίτης Διονύσιος πολύ γλαφυρά λίγα χρόνια αργότερα στην πέμπτη παράγραφο της πνευματικής διαθήκης που άφησε προετοιμαζόμενος για την Άνω Ιερουσαλήμ. Αντιγράφουμε αυτολεξεί : «Ἀπό τους  ἰδιαζόντως ἀγαπητούς μου Λημνίους, τούς ὁποίους, ἐνῷ ἀληθῶς ἠγάπων καί ἤθελον ἐφ' ὅρου ζωῆς να μένω ποιμενάρχης καί στοργικός των πατήρ, παρασυρθείς δυστυχῶς, ἀπό τό ρεῦμα τοῦ ἰσχύοντος μεταθετοῦ, χωρίς οὐδένα σοβαρόν λόγον, ἐγκατέλειψα καί ἐγενόμην οὕτω πρόξενος λύπης εἰς αὐτούς καί πικρίας, ἴσως δέ καί σκανδαλισμοῦ, ζητῶ συγνώμην. ˝Ἡ ἀμαρτία μου ἐνώπίον μου ἐστί διά παντός".»

          Η παρούσα δημοσίευση που βασίζεται κυρίως σε προφορικές μαρτυρίες Λημνίων, στόχο είχε να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα και να αποτυπώσει το πολυσχιδές ποιμαντικό έργο του Επισκόπου Διονυσίου ως Μητροπολίτου Λήμνου. Σκόπιμα παραλήφθηκαν ενότητες που αφορούν τη δεκαετία που εγκαταβίωσε στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας στον Άθωνα, το διάστημα που παρέμεινε κρατούμενος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία και την περίοδο της Αρχιερατείας του στην Ιερά Μητρόπολη Τρίκκης & Σταγών. Πεποίθηση της υπογράφουσας είναι πως το έργο του Μακαριστού Διονυσίου αποτέλεσε την βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η πνευματικότητα των κατοίκων της Λήμνου. Ακόμη και σήμερα, περισσότερα από 55 χρόνια μετά, συναντάς ανθρώπους που μιλούν με συγκίνηση και θαυμασμό, με δέος και ευγνωμοσύνη για τον άνθρωπο που τους δίδαξε αγάπη.

Διονυσίου Αρχιερέως αιωνία η μνήμη!

 
Viewing all 151 articles
Browse latest View live