

Ο κατά κόσμον Δημήτριος Ντόλας του Αγγέλου και της Ελένης γεννήθηκε στην Αρναία Χαλκιδικής το 1884. Προσήλθε στη Μεγίστη Λαύρα το 1904. Εκάρη μοναχός το 1906. Ήταν Γέροντας από το 1928 και προϊστάμενος της μονής από το 1932.
Γράφει περί αυτού ο υποτακτικός του επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος: «Δεν ήταν μόνο η υψηλή, βιβλική, ρασοστόλιστη κορμοστασιά του, που πλησίαζε τα δύο μέτρα, η κατάλευκη γενειάδα του και τα αδρά, ανδροπρεπέστατα χαρακτηριστικά του προσώπου του αυτά που εντυπωσίαζαν και ενέπνεαν σεβασμό και δέος σε όλους, αλλά κυρίως η σύνεσις, η σοβαρότης του και η μεγάλη περί τα μοναχικά και διοικητικά της Μεγίστης Λαύρας και του Όρους πείρα του· η οξύνοιά του, ωσαύτως, στην αντίληψη και εκτίμηση των γεγονότων, η από όλους αναγνωριζομένη διορατικότης του, ώστε να προλαμβάνη καταστάσεις και να μην ξαφνιάζεται απ’ αυτές, και υπέρ πάντα το πολύτιμο των συμβουλών του».
Ο σεβάσμιος Γέροντας Αμβρόσιος με το πάντοτε σπινθηροβόλο και πατρικό βλέμμα του ήταν η ζωντανή παράδοση της Λαύρας, ήταν ως ηγούμενός της. Η καλογερικότητα και η πνευματικότητά του, η πατρικότητα και διακριτικότητά του ήταν γνωστές. Επί δεκάδες χρόνια, χειμώνα-καλοκαίρι, βράδυ-πρωί, ήταν πάντα πριν το «ευλογητός» στο πρώτο δεξιό στασίδι. Κανένας εφημέριος δεν θυμάται να μην είπε ο Γέροντας Αμβρόσιος το «αμήν» του πρώτου «ευλογητός». Έτσι παρακινούσε και τα καλογέρια του να είναι πάντοτε φιλακόλουθα. Τότε το Καθολικό ήταν δίχως θέρμανση τον χειμώνα.
Άκρος νηστευτής και πάντα εγκρατής στο φαγητό του. Δεν επέτρεπε φλυαρίες και γέλια. Ο επίσκοπος Μιλητουπόλεως Ναθαναήλ, μετέπειτα Κώου και σχολάρχης της Αθωνιάδος, υποτακτικός του και αυτός, ως και ο Καρπάθου Αμβρόσιος, μεσολαβούσε για να μειώσει την αυστηρότητά του στα καλογέρια του, για ν’ ακούσει: «Δεν μπορώ τώρα στα γεράματά μου ν’ αλλάξω συμπεριφορά και τακτική, έχω όμως μέσα μου την βεβαιότητα πως δεν αστοχώ· αγωνιώ για την πορεία τους και δεν παύω να προσεύχωμαι στον Θεό για την χαρίτωσί τους. Και ελπίζω πως, με την βοήθειά Του, θα είναι για το πνευματικό τους συμφέρον· γι’ αυτό, σε παρακαλώ, μη με προτρέπης να κάνω αλλαγές, ανοχές και οικονομίες· όχι γιατί δεν τις μπορώ, αλλά γιατί τις φοβάμαι. Βοήθα και συ, με όποιον τρόπο νομίζεις, αυτές τις ψυχές, για τις οποίες θα δώσουμε λόγο στον Θεό».
Υπέμενε συκοφαντίες, θλίψεις, αδικίες και αγνωμοσύνες με υπομονή κι ελπίδα στον Θεό. Έλεγε: «Η αγιότητα συντελείται με την αδιάκοπη συνεργασία της Χάριτος και της βοηθείας του Θεού, με την προσωπική θέληση και τον αδιάκοπο αγώνα ενός εκάστου· αγώνα ακατάπαυστο, το τονίζω, απ’ αρχής δοκιμασίας και κουράς και μέχρι της κοιμήσεως και παραδόσεως της αθανάτου ψυχής στον Σωτήρα και Πλάστη της, για την εν χαρά και αγαλλιάσει συνδιαιώνισι μαζί Του ...».
Αυτής της χαράς, αγαλλιάσεως και συνδιαιωνίσεως έτυχε ο μακάριος Γέροντας. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 24.11.1977, μετά 73 ετών ακέραια μοναστική ζωή στη Λαύρα του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Γράμματα και άρματα στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2000, σσ. 70-108, (απ’ όπου η φωτογραφία).
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ..921-922 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.Ο μακαριστός Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης, αφιερώνοντας το νεοτύπωτο βιβλίο του, για τον «θερμό λάτρη της Πορταΐτισσας», «με αγάπη Χριστού» προς την αθλιότητά μου, μού έγραφε: «Στον καλόν μοναχόν Μωυσή με την ευχήν να γίνει ένας υψηλός ησυχαστής, ερήμην του εν τω πονηρώ κειμένου κόσμου, όπου η απάτη των διαλογισμών και η αλαζονεία του βίου». Δυστυχώς δεν έγινα «υψηλός ησυχαστής». Παρηγορούμαι να γράφω για ησυχαστές σ’ ένα ανήσυχο έξω κόσμο.
Ο Γέροντας λοιπόν Θεόκλητος είχε στενό πνευματικό σύνδεσμο με τον Γέροντα Αθανάσιο κι έγραψε γι’ αυτόν μία, πιστεύουμε, τερπνή βιογραφία. Γράφει στον πρόλογο του ωραίου αυτού βιβλίου του: «Ο μακαριστός φίλος μου ιερομόναχος Αθανάσιος δεν έπαυε να μου λέγει: “Μη γράφεις, αν δεν είναι προς δόξαν Θεού”. Φρονώ ταπεινά ότι η μονογραφία μου για τον Αθανάσιον είναι προς δόξαν Θεού. Γιατί, γράφοντας για τον αληθινόν αυτόν άνθρωπον, δοξάζεται ο Θεός, που με τη χάρη Του τον ανέδειξε στις ημέρες μας σαν εικόνα αρετής και υπόδειγμα για μίμηση. Σε ποιά επίπεδα αγιότητος έφθασε, μόνον ο Κύριος γνωρίζει. Οι μοναχικές αρετές του όμως ήταν γνωστές σ’ εμένα».
Γεννήθηκε στο χωριό Λευκάσιο των Καλαβρύτων ο κατά κόσμον Κυριάκος Καραλής το 1885. Στη μονή Ιβήρων προσήλθε το 1905 κι εκάρη μοναχός μετά διετία. Μετά μία δεκαετία παραμονής και διακονίας στην αγαπητή μονή του αναχώρησε για τον κόσμο. Επί 35 έτη είχε μία πλούσια ποιμαντική δράση ως ιεροκήρυκας. Πνευματικός και λειτουργός. Το 1939 επέστρεψε μόνιμα στη μονή της μετανοίας του, όπου παρέμεινε έως το μακάριο τέλος του.
Ως βιβλιοθηκάριος εξυπηρέτησε πολλούς πολύ. Πάντοτε επιθυμούσε να δει τη μονή του κοινόβιο. Ο χαριτωμένος λόγος του και η αγάπη του σκλάβωναν τις καρδιές των πολλών προσκυνητών της μεγάλης μονής του. Μοναδική του ασχολία η αναπόληση τ’ ουρανού. Η μυστική του αρετή τον ήθελε ν’ ασχολείται με όσα υπάρχουν μετά τον τάφο. Τα παρόντα θεωρούσε παγίδες και απάτες. «Ο αόρατος κόσμος», έγραφε, «είναι ο πραγματικός κόσμος, ο κατ’ εξοχήν κόσμος, ο κυρίως κόσμος. Ο αισθητός κόσμος είναι η έρημος, η εξορία με πάσαν αθλιότητα. Κατατείνομεν εις τούτον ή εις εκείνον αναλόγως της ψυχικής μας υγείας. Ναι, και της πίστεως εις Χριστόν».
Το κελλί του φανέρωνε έναν αληθινό εραστή της σοφίας του Θεού. Γυμνό κάθε πλούτου, πλούσιο εικόνων ταπεινών και θείων ρημάτων. Έγινε ένα στρουθίο τ’ ουρανού να τιτιβίζει στο αυτί του Θεού συνεχώς και μονότονα το “Κύριε ελέησον”. Στα κελλιά της Ιβήρων έλεγε με δάκρυα: «Μη ζητάς τίποτε άλλο από τον Θεόν, ει μη μόνον αγαθότητα και φως». Δεν έλεγε τίποτα που δεν ζούσε ο τραγουδιστής αυτός του Θεού, που λευκάνθηκε στην προσευχή από αγάπη στον Θεό και στους ανθρώπους. Δεν μπορούσε ν’ ακούει κατάκριση, αλλά ούτε και το παραμικρό παράπονο για άλλον. Τους διέκοπτε κι έλεγε: «Εγώ είμαι χειρότερος από αυτούς». Μία βεβαιότητα είχε ότι τα έργα του τον οδηγούν στην κόλαση· και μία ελπίδα, τη Θεοτόκο· και μία μνήμη· του Θεού και του θανάτου.
Κάτω από το βλέμμα της θαυματουργής Πορταΐτισσας, της προστάτισσας της μονής Ιβήρων και φρουρού όλου του Αγίου Όρους, ένιωθε παιδί του παιδιού της κι έγραφε: «Η Μαρία με τον Ιησού, ο Ιησούς με την Μαρίαν, τα δύο αυτά πάντερπνα και γλυκύτατα ονόματα, ιδού ο παράδεισος. Η Μαρία συνεφιλίωσε την γην με τον Ουρανόν. Ω ευσπλαγχνική Δέσποινα, ευδόκησον λοιπόν να μου χαρίσης ένα σου και μόνον δάκρυ από τα χυθέντα εις τον Γολγοθά διά το Γλυκύ Σου Έαρ».
Οι τελευταίοι του λόγοι ήταν για την αιώνια ζωή, τον Χριστό και την πολυφίλητη Πορταΐτισσα. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 26.11.1973. Ο νυν λόγιος μοναχός της μονής Μάξιμος γράφει περί αυτού: «Ούτος κατέλιπεν φήμην μεγάλου πνευματικού ανδρός, εις σημείον ώστε να θεωρήται μία από τας μεγαλυτέρας μορφάς του Αγιορειτικού Μοναχισμού κατά τον 20ον αιώνα. Ο υποφαινόμενος προσελθών εις την Ιεράν Μονήν Ιβήρων το έτος 1977, δεν ηυτύχησα να τον γνωρίσω ζώντα· ηυτύχησα όμως να κάμω ιδίαις χερσί την ανακομιδήν των οσιακών οστών του το έτος 1983».
Το 2002 στην ιδιαίτερη πατρίδα του έγιναν τα θυρανοίξια παρεκκλησίου της Παναγίας της Πορταΐτισσας, το οποίο ανηγέρθη υπό των συμπατριωτών του προς τιμή του.
Πήγες - Βιβλιογραφία
Θεοκλήτου Διονυσιάτου μοναχού, Ιερομόναχος Αθανάσιος Ιβηρίτης (1885-1973), Θεσσαλονίκη 1986. Μαξίμου Ιβηρίτου μοναχού, Πρωθιερεύς Νικόλαος Παν. Παπαδόπουλος (1891-1983), Άγιον Όρος 2004, σσ. 135-136.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 871-874, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Ο κατά κόσμον Ευστάθιος Καραγιάς του Γεωργίου και της Μαρίας γεννήθηκε στο νησί της Μεγαλόχαρης Ευαγγελίστριας Παναγίας, στον Πύργο της Τήνου, από ευσεβείς γονείς το 1882. Νέος ήλθε και μόνασε στο Κουτλουμουσιανό Κελλί των Καρύων του Προφήτου Ηλιού το 1900. Πήρε από τους Γεροντάδες του αυστηρή καλογερική σειρά και τη μετέδωσε αργότερα στη συνοδεία του. Ήταν από τα ηγετικά μέλη του λεγομένου Κελλιωτικού Ζητήματος, το οποίο είχε δημιουργηθεί λόγω διαφορών των Κελλιών με τις μονές. Το θέμα ελύθη διά πατριαρχικού σιγιλλίου του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ', της 7.6.1909. Ήταν ακριβοδίκαιος και φιλοδίκαιος, άριστος γλύπτης, κατά την παράδοση του νησιού του, καλογερικός και ελεήμων.
Συνοδεία είχε τον ιερομόναχο Φιλάρετο από τη Μάδυτο (1880-1956), τον καλό μουσικό και ιεροψάλτη μοναχό Χαράλαμπο από τη Μεγάλη Παναγία Χαλκιδικής (1892-1962), που ήταν πολύ ελεήμων, και τον ιεροδιάκονο Διονύσιο (Φιρφιρή) (1912-1999), ανιψιό του Χαραλάμπους, που ήλθε στον θείο του μόλις οκτώ ετών, λαμπρό πρωτοψάλτη του Πρωτάτου, από τον οποίο κι έμαθε τα ωραία ψαλτικά με το υπέροχο αγιορείτικο ύφος. Αργότερα ήλθε στη συνοδεία ο μοναχός Κοσμάς (1912-2005) από το Παλαιοχώρι Καβάλας, καλός τυπικάρης του Πρωτάτου, και ο ιερομόναχος Χρυσόστομος, ο σημερινός Γέροντας.
Ο αυστηρός στα ήθη και στους τρόπους Γέροντας Αβέρκιος ανεπαύθη εν Κυρίω στις 26.11.1954.
Πήγες - Βιβλιογραφία
Νικολάου Φθιώτιδος μητροπ., Σχέσεις ιεράς νήσου Τήνου και Αγίου Όρους, Λαμία 2010, σ. 27. Πληροφορίες ιερομονάχου Χρυσοστόμου Γέροντος Ιερού Κελλίου Προφήτου Ηλιού.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ.517-518, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Ο κατά κόσμον Γεώργιος Πασκάς του Στεφάνου και της Κασσάνδρας γεννήθηκε στο Στανέν της Ρουμανίας. Στο Άγιον Όρος προσήλθε το 1903. Το 1908 εκάρη μοναχός. Έζησε στη ρουμανική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και σε άλλα μέρη του ιερού Άθωνα.
Επί περίπου σαράντα χρόνια έζησε στην Καλύβη της Παντοκρατορινής Κάτω Καψάλας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Νέο τον λέγανε ναύαρχο, γιατί από κοσμικός είχε κάνει ναυτικός. Έκανε τον καπετάνιο και τον καραβοκύρη και μετέφερε σιτάρι στις μονές σε δύσκολα χρόνια. Συνασκητή είχε τον συμπατριώτη του ιερομόναχο Θεοδόσιο, που αργότερα τον πήρε μαζί του στην Καλύβη του Αγίου Σάββα της Καψάλας. Πριν από αυτούς στην Καλύβη του Ευαγγελισμού είχαν κατοικήσει οι επίσης συμπατριώτες τους ιερομόναχοι αδελφοί και λίαν ενάρετοι Γυμνάσιος (+1965) και Διονύσιος (+2004), οι μετέπειτα Κολιτσιώτες.
Ο Γέροντας Γουρίας είχε μία μυστική και άγνωστη στους πολλούς ασκητική ζωή. Συχνά αποσυρόταν στην παρακείμενη της Καλύβης του σπηλιά και ζούσε ουράνιες καταστάσεις προσευχόμενος θερμά και μετά δακρύων υπέρ εαυτού και του σύμπαντος κόσμου.
Αν και σχεδόν αγράμματος, ήταν μεγάλος αγωνιστής και βιαστής μοναχός. «Αγρυπνών, προσευχόμενος και νηστεύων υπέρ πάντας, φθάσας εις βαθύ γήρας απήλθεν εις τας αιωνίους σκηνάς και θαύμα εξαίσιον εν τη εξόδω αυτού εγένετο». Καθήμενος και ερωτηθείς αν είναι καλά απάντησε πως είναι πολύ καλά. Όταν τον ρώτησαν αν θέλει κάτι, ζήτησε λίγο νερό. Τούτο συνέβη δύο φορές. Κατόπιν συνεχίζων καθήμενος σταύρωσε τα χέρια, έλαβε μία ωραία μορφή, πήρε μια βαθιά ανάσα και εξέπνευσε. Χοροί αγγέλων ψάλλοντας παρέλαβαν την ψυχή του. Ανεπαύθη σε γειτονική Καλύβη στις 7.12.1975. Είχε όντως τέλος οσιακό.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Παντοκράτορος.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ.899 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
Κατά τον ηγούμενο της ιεράς μονής Γρηγορίου αρχιμανδρίτη Γεώργιο, ο Γέροντας Γεράσιμος υπήρξε «μοναχός ταπεινός, βιαστής της βασιλείας των ουρανών, υπερορών σαρκός και των της σαρκός, προσευχητικός, πράος, γλυκύς, προσηνής, φιλόθεος και φιλάνθρωπος, διδακτικός, συγχωρητικός, ευκατάνυκτος, άγρυπνον έχων το όμμα της ψυχής, αυστηρός στον εαυτό του και συγκαταβατικός στους συνανθρώπους του».
Γεννήθηκε το 1905 στη Δρόβιανη της Β. Ηπείρου. Από τον πατέρα του πήρε την αυστηρότητα προς τον εαυτό του και από τη μητέρα του τη βαθιά, άδολη και ανυπόκριτη θρησκευτική ευλάβεια. Σύχναζε στην εκκλησία του χωριού του και στα εξωκλήσια των βουνών. Είχε επίδοση στα γράμματα, γιατί ήταν ευφυής και είχε καλή μνήμη. Τη βασική του μόρφωση έλαβε στον Πειραιά και την Αθήνα, όπου γνώρισε και τον άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως. Από τον Πειραιά έφυγε με πλοίο για το Άγιον Όρος το 1923.
Μετέβη στην Καλύβη του Τίμιου Προδρόμου στη σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης υπό τον Γέροντα Μελέτιο. Περί του τόπου μονασμού του γράφει αργότερα ο ίδιος: «Εις την ΒΑ υπώρειαν του αγιωνύμου και ουρανογείτονος Άθωνος, εν τη ηγιασμένη τούτου ερήμω επί φαραγγώδους κλιτύος, ευρίσκεται η Ιερά Σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης. Αύτη αποτελείται εκ δέκα ασκητικών καλυβών ή ησυχαστηρίων, ένθα αρνησίκοσμοι και λιτοδίαιτοι μονασταί, ασκούμενοι τον καλόν της κατά Χριστόν ζωής αγώνα, καλλιεργούσιν εμπόνως το γλυκύτατον μέλι της ασκητικής αρετής και ουρανίου φιλοσοφίας». Μετά ένα έτος ευδόκιμης δοκιμής κείρεται μοναχός.
Μετά μία πενταετία αναχωρεί ο Γέροντάς του για τον κόσμο και μένει μόνος στην έρημο. Η παρουσία του Θεού τού γίνεται πιο αισθητή τότε. Μόνη παρηγοριά του η προσευχή και η μελέτη. Μελετούσε συνέχεια, αχόρταγα, προσεκτικά. Μετά μία εικοσαετία απέκτησε μία μικρή συνοδεία καλών πατέρων. Ο μακάριος Γέροντας δίδασκε και με τη σιωπή και με τον λόγο του. Τη σιωπή θεωρούσε «μητέρα σοφωτάτων εννοιών». Ο λόγος ήταν πάντα προσεγμένος, ωραίος, διδακτικός και ψυχωφελής. Οι φιλοξενούμενοι κατεγοητεύοντο από τη συνομιλία μαζί του. Θυμάμαι κι εγώ ο αρχάριος τις συζητήσεις μας και ως λαϊκός και ως μοναχός, στο μπαλκόνι του, στο γραφείο του, στο πλοίο, στο ναό. Έλεγε: «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι το μόνον το οποίον αδυνατεί να πράξει ο Παντοδύναμος Θεός είναι το να ενωθεί με τον ακάθαρτον άνθρωπον. Εις αυτό αδυνατεί».
[caption id="attachment_106943" align="aligncenter" width="376"]Εκεί όμως που αναδείχθηκε κι έγινε παντού γνωστός είναι η υμνογραφία του. Να πως περιγράφει την αρχή του έργου του περί το 1926: «Όταν συνέταξα τον πρώτο κανόνα της Παναγίας, τον είδε ο μακαρίτης ο Γέροντας ο δικός μου· ήξερε λίγα γράμματα. Πολύ ωραίος είπε. Τον πήγα στον Καλλίνικο στα Κατουνάκια. Ήταν έγκλειστος σαράντα χρόνια, με νοερά προσευχή, με θείο φωτισμό και τον συμβουλευόμουν. Λίγα γράμματα γνώριζε, αλλά είχε πείρα μεγάλη και χάρη Θεού. Άλλωστε «ερώτησον τους πρεσβυτέρους σου και ερούσι σε». Λέει ο Καλλίνικος, «είναι άριστος ο κανών, αλλά ένα σου λέω: ταπείνωση, ταπεινοφροσύνη. Πρόσεχε καλά μην σε πολεμήσει ο διάβολος». Υμνογραφεί κατόπιν επισταμένης μελέτης και πολλής προσευχής. Λέγει πάλι ο ίδιος: «Ό,τι κάνω το οφείλω εις την προσευχήν. Προ της εργασίας θα κάνω μίαν προσευχήν ένθερμον, αυτοσχέδιον μεν, αλλά θερμοτάτην, η οποία ενεργεί και επενεργεί και φέρει ό,τι αποτέλεσμα ωραίον φέρνει. Προσευχή, το παν. Μη στηριζόμαστε στην εξωτερικήν σοφίαν· στα μέτρα. Είναι ένας ψυχρός λόγος. Ο ψυχρός αυτός λόγος πρέπει να γίνει ζωντανός. Και ζωντανός θα γίνει μόνον διά της προσευχής». Το πλούσιο υμνογραφικό του έργο υπολογίζεται σε περισσότερες από 2000 ιερές ακολουθίες. Πολλοί πολλά έγραψαν περί αυτού και του έργου του και πολλοί τον τίμησαν και τον βράβευσαν γι’ αυτό, τον σπουδαίο αυτόν Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Όπως διηγούνται οι υποτακτικοί του είχε παρακαλέσει την Παναγία
να έχει τα λογικά του έως τέλους για να μην κουράσει κανένα. Πράγματι είχε διαύγεια μέχρι την τελευταία αναπνοή του. Είπε τρεις φορές: «Άγιε Νεκτάριε, βοήθει μοι» και εξέπνευσε. Μία γλυκύτητα ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, νόμιζες πως κοιμόταν γαληνά. Ανεπαύθη στις 7.12.1991. Ο βιογράφος του Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης τον χαρακτηρίζει· σεμνό και άριστο υμνογράφο, σπάνια προσωπικότητα και αληθινό άνθρωπο του Θεού. Ο αρχιμανδρίτης Γεώργιος Χρυσοστόμου λέει ότι ο Γέροντας ήταν εξέχουσα μορφή τού αγιορειτικού μοναχισμού, κορυφαία, διάσημη, χαρισματική και μοναδική. Έφυγε με τ’ όνομα του θαυματουργού αγίου Νεκταρίου στα χείλη του, στον οποίο είχε συνθέσει μία από τις ωραιότερες ιερές ακολουθίες του.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Πάσχου Β. Π., «Υμνηπόλος εράσμιος», Ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης, Άγιον Όρος 1992. Θεοκλήτου Διονυσιάτου μοναχού, Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1997. Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, Υμνήτωρ, Βέροια 2001. Χρυσοστόμου Γεωργίου αρχιμ., Ο Υμνογράφος Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης και οι Ακολουθίες του σε Αγίους της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1995. Του αυτού, Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Μία σύγχρονη μορφή του Αγίου Όρους, Βέροια 2002.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ.1315-1323 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
Ο κατά κόσμον Ευθύμιος Βούλπε του Ηλία και της Μελανίας γεννήθηκε στην Πραβίστα της Ρουμανίας το 1851. Οι καλοί γονείς του τον δίδαξαν την ευσέβεια, κυρίως με το παράδειγμά τους. Έλαβε καλή μόρφωση σε ιδιωτικό σχολείο. Το 1877 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Μετά την απόλυσή του πήγε για ένα έτος στη μονή Φρουμοάζα.
Το καλοκαίρι του 1879 ήλθε να μονάσει στη σκήτη του Αγίου Δημητρίου - Λάκκου, όπου μόναζαν και αρκετοί συμπατριώτες του. Για την αρετή του χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος το 1880 και χειροθετήθηκε Πνευματικός το 1885. Επί μία δεκαετία παρέμεινε με τον Γέροντα Ιουστίνο στην Καλύβη της Αγίας Σκέπης. Το 1889 μετέβη στη Βίγλα κι έμεινε εκεί ασκούμενος επί μία πενταετία στο Κελλί της Αγίας Σκέπης.
Το 1894 μετέβη στο Κελλί του Γενεσίου του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην περιοχή Κολιτσού, που ανήκει στη μονή Βατοπεδίου. Σύντομα απέκτησε πενταμελή συνοδεία, αποτελούμενη από τους πατέρες· Ευθύμιο, Ανδρέα, Παΐσιο, Γεράσιμο και Ιωάννη (+1996). Κύριο έργο του ήταν η αδιάλειπτη προσευχή. Ήταν ένας μεγάλος αγωνιστής. Συνήθως έτρωγε μόνο πρόσφορα και τα Σαββατοκύριακα κάτι περισσότερο. Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγε τίποτε. Ήταν άριστος λειτουργός και λίαν ευλαβής. Ήταν αρκετά μελετηρός. Κυρίως μελετούσε την Αγία Γραφή και τα έργα των αγίων Πατέρων.
Η χάρη του Αγίου Πνεύματος για τη μεγάλη του ταπείνωση, ήταν έκδηλη πάνω του. Είχε αγάπη, πραότητα, φιλοξενία, ελεημοσύνη και θερμή πίστη. Είχε ακακία μικρού παιδιού και σοφία γέροντος. Ιδιαίτερα διακριτικός και έμπειρος Πνευματικός. Είχε πολλά πνευματικά τέκνα· Έλληνες, Ρουμάνους, Σέρβους, Βουλγάρους και Ρώσους. Κάποτε πήγε ένας μοναχός να εξομολογηθεί και να λάβει την ευλογία του να γίνει διά Χριστόν σαλός. Ο μακάριος Γέροντας, γνωρίζοντάς τον καλά, του είπε: «Δεν φθάνει που είσαι τρελός, θέλεις να γίνεις κιόλας;». Εκείνος έβαλε μετάνοια και ο Γέροντας τον απέλυσε εν ειρήνη. Είχε σοφία, σύνεση και χάρη λόγου, απλότητα και μεγάλη διάκριση. Έδινε πάντοτε κουράγιο κι ελπίδα και οδήγησε πολλές ψυχές στη μετάνοια. Λάτρευε την Υπεραγία Θεοτόκο και προσευχόταν ακατάπαυστα για όλους τους ανθρώπους. Συνήθιζε να λέει στους μοναχούς το του Γεροντικού: «Αν δεν γίνεις όλος φλόγα δεν θα δεις τον Θεό!...».
Ο ιερομόναχος Ηλίας φιλοξενήθηκε πενήντα χρόνια στο Άγιον Όρος, δοξάζοντας ακατάπαυστα τον Πανάγαθο Θεό. Βλέποντας να πλησιάζει το τέλος του ευλόγησε τη συνοδεία του και ανεπαύθη εν Κυρίω στις 8.12.1928. Στην εξόδιο ακολουθία του και την ταφή του τον συνόδευσαν χαρμολυπικά δάκρυα πολλών Αγιορειτών πατέρων. Στην καθαρή καρδιά τού μακαρίου αυτού ανδρός αναπαυόταν πλούσια η χάρη του Αγίου Πνεύματος, γιατί είχε την αμόλυντη, αγία αγάπη, πάντοτε πλούσια και αφειδώλευτη.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Ιωαννικίου Μπαλάν ιερομ.. Ρουμανικό Γεροντικό, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 335-336. Μοναχολόγιον Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπεδίου. Nicodemus monk. Elder Elias Vulpe (+December 8, 1928), The Orthodox word 216/2001, σσ 11-13 (μετάφραση ιερομ. Σισώη).
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄1901-1955 , σελ.211-212 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσοκώνας (1913-1940)
«Τελειώνεις εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μάκρους»
(Σοφ. Σολ. 3,13)
Για τις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας μας, μάρτυρες, ομολογητές, πατέρες, διδασκάλους, έχουν γραφεί πολλά βιβλία πολύτιμα και αιώνια. Έζησαν όμως επί της γης και μορφές φωτεινές που δεν τις γνώρισαν οι μεταγενέστεροι, που δίδαξαν χωρίς ο λόγος τους να φτάσει απαραίτητα στα πέρατα της Οικουμένης. Υπάρχουν άγιοι άγνωστοι, αφανείς, πολλές φορές ανώνυμοι, που έδωσαν νόημα, περιεχόμενο και ομορφιά στη ζωή των ανθρώπων.
Μία τέτοια μορφή υπήρξε και ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσοκώνας. Ο κατά κόσμον Χρηστός Τσοκώνας γεννήθηκε στο Δελβινάκι της Ηπείρου στις 8 Μαΐου του 1913. Οι γονείς του Θεολόγος και Ουρανία ήταν άνθρωποι ταπεινοί και ευσεβείς. Τελείωσε με άριστα το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του και στις 4 Οκτωβρίου του 1926 φεύγει με τη μητέρα και τη μικρή του αδερφή για τη Κωνσταντινούπολη, όπου είχε ήδη ξενιτευτεί ο πατέρας του με τα μεγαλύτερα αδέρφια του λόγω της ανέχειας που αντιμετώπιζαν στο χωριό τους. Εκεί εγγράφεται στο Κεντρικό Αρρεναγωγείο της Κοινότητας της Χαλκηδόνας και στη συνέχεια φοιτά στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης περατώνοντας τις σπουδές του το 1936.
Σε ηλικία 23 ετών ασπάζεται το μοναχικό βίο (εκάρη στην Ιερή Μονή της Βελλάς το 1936) και μετονομάζεται Χρυσόστομος. Γίνεται έτσι θεολόγος, κληρικός και μοναχός με ευρύτητα μυαλού και πλατιά μόρφωση. Είναι γνώστης της Τουρκικής και της Γαλλικής γλώσσας, χωρίς όμως ποτέ να κάνει επίδειξη γνώσεων.
Τον Οκτώβριο του 1937 έρχεται στη Λευκάδα ως Ιεροκήρυκας. Στο νησί μας μένει για τρία ολόκληρα χρόνια, τα οποία είναι χρόνια δράσης και έντονης ψυχικής καλλιέργειας. Γίνεται στρατιώτης της αλήθειας και του Χριστού. Ζει μυστηριακά, η ζωή του είναι ζωή προσευχής, προσφοράς και ψυχοφέλιμης μελέτης της Αγίας Γραφής. Μεγάλη ψυχική ενίσχυση παίρνει από την αλληλογραφία του με τα συγγενικά του πρόσωπα.
Το βράδυ της 13ης Ιουλίου του 1940 στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας αποχαιρετά το ποίμνιό του. Εκφράζει την απέραντη θλίψη του για τον αποχωρισμό, παρηγορεί τους μικρούς μαθητές του στο Κατηχητικό και στρέφει την προσοχή του κόσμου στις ώρες του πολέμου και της συμφοράς που ζούσε η Ευρώπη, τονίζοντας ότι η συμφορά αυτή είναι αποτέλεσμα της αποστασίας του ανθρώπου από τον Θεό. Ευχαριστεί όλους τους Λευκαδίτες για την αγάπη που του έδειξαν και κλείνει τα λόγια του με μία προσευχή για την Ειρήνη του κόσμου και τη σωτηρία της πατρίδας μας. Συνοδευόμενος από την αγάπη και τις ευχές του ποιμνίου του, το οποίο δεν τον ξέχασε ποτέ, φεύγει για τα Ιωάννινα. Σοβαροί λόγοι υγείας και η μετάθεση του Μητροπολίτη Δημητρίου στη Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανής και Κονίτσης που ήθελε τον πατέρα Χρυσόστομο κοντά του, είναι οι λόγοι της μετάθεσής του.
Στις 25 Αυγούστου του 1940 ο Ιεροδιάκονος Χρυσόστομος Τσοκώνας ανεβαίνει στο Β' βαθμό της ιεροσύνης παίρνοντας ταυτόχρονα και τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Η χειροτονία του έγινε στο Μητροπολιτικό Ναό των Ιωαννίνων μετά από απόφαση της Ιεράς Συνόδου, ώστε τόσο αυτός όσο και άλλοι κληρικοί να καταταγούν ως έφεδροι στρατιωτικοί ιερείς στο στρατό, για να πλαισιώσουν τις μονάδες εκστρατείας που ετοιμάζονταν για την προάσπιση της πατρικής γης.
Οι πρώτες μέρες του πολέμου του 1940 βρίσκουν τον π. Χρυσόστομο στο 40ό Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας με το βαθμό του Υπολοχαγού. Δύσκολη η ζωή της εκστρατείας για το μοναχό, που είχε συνηθίσει στη ζωή της προσευχής και της εσωτερικής καλλιέργειας, για έναν άνθρωπο ευαίσθητο και με προβλήματα υγείας.
Ο υιός του Αντωνίου Καραγκιόζη ήλθε νέος από τ’ Αλάτσατα της Μ. Ασίας στην Καλύβη του Αγίου Γεωργίου των Ιωσαφαίων της ιεράς σκήτης της Αγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων το 1897. Το 1898 εκάρη μοναχός. Μόναζε με τον κατά σάρκα αδελφό του Βασίλειο, που ήλθε από την πατρίδα τους το 1903 κι εκάρη μοναχός το 1907. Το 1908 χειροτονήθηκε διάκονος από τον πρώην Καρπάθου και Κάσου Νείλο (+1917), που παρεπιδημούσε στο Άγιον Όρος. Ένας άλλος αδελφός του μόνασε στη Σιμωνόπετρα, από το 1908, ο μοναχός Ιωάσαφ (+1938). Στα Καυσοκαλύβια εκοιμήθη και ο πατέρας του ως μοναχός.
Το 1924 οι αδελφοί Ιγνάτιος και Βασίλειος μαζί με τον παραδελφό τους μοναχό Αθανάσιο ήλθαν να μονάσουν στις Καρυές. Στην αρχή φιλοξενήθηκαν στο Λαυριώτικο Κελλί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Κατόπιν πήραν το σημερινό, ωραίο, Γρηγοριάτικο Κελλί της Υπαπαντής του Κυρίου, στο κέντρο των Καρύων, που τότε ήταν αμπελικιά του Γρηγοριάτικου Κελλιού των Αγίων Πάντων, που βρισκόταν πλάι στο Πρωτάτο και γκρεμίσθηκε τότε μαζί με άλλα, για την ανάδειξη δήθεν του μνημείου. Με πολλούς κόπους το ανοικοδόμησαν και καλλιέργησαν την αγιογραφία. Γνώριζαν και την αναγεννησιακή και τη βυζαντινή τέχνη καλά. Οι πολλοί όμως τότε ζητούσαν αναγεννησιακά έργα. Χιλιάδες εικόνες εξήλθαν του εργαστηρίου τους, που κοσμούν πλήθος εκκλησιών και οικιών. Συνδέονταν πνευματικά με τον Μοσχονησίων Φώτιο (+1930), που ήταν συμπατριώτης τους κι έμενε σε γειτονικό Κελλί, καθώς και με τον λίαν ενάρετο Σιμωνοπετρίτη ηγούμενο Ιερώνυμο (+1957), που επίσης ήταν συμπατριώτης τους και διανυκτέρευσε ενίοτε στο φιλόξενο Κελλί τους.
Το 1928 επέστρεψε ο Αθανάσιος στα Καυσοκαλύβια κι έλαβε την Καλύβη του Αγίου Παχωμίου, στην οποία εκοιμήθη το 1962. Είχε υποτακτικό τον μοναχό Φιλάρετο (+2003), τον οποίο και γνωρίσαμε. Το 1929, προσήλθε στην αδελφότητα των Ιωσαφαίων των Καρύων ο μετέπειτα διάκονος Ιωάσαφ από τη Σάμο (1910-1993), τον οποίο γνωρίζαμε πολύ καλά. Κατόπιν ήλθε από τον Πρίνο της Θάσου ο μετέπειτα διάκονος Αγαθάγγελος (1925-1974).
Οι αδελφοί Ιγνάτιος και Βασίλειος επιθυμούσαν πολλές φορές να επιστρέψουν στα ησυχαστικά Καυσοκαλύβια, αλλά οι νεότεροι δεν ήθελαν. Το 1961 προσήλθε παιδί ο νυν Γέροντας μοναχός Ιγνάτιος και το 1962 ο μοναχός Βασίλειος.
[caption id="attachment_106950" align="aligncenter" width="429"]Παρότι ζούσαν μέσα στο κέντρο των Καρύων, είχαν αυστηρή καλογερική ζωή, δίχως πολλές συντυχίες, συζητήσεις, επισκέψεις και κουτσομπολιά. Οι νέοι μοναχοί δεν επιτρεπόταν να συζητούν με τους επισκέπτες. Συμπτωματικά είδαν και για λίγο τον Πατριάρχη Αθηναγόρα στις εορτές της χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, το 1963, που φιλοξενούνταν στο Κελλί τους επί μία εβδομάδα. Τις Κυριακές στο Πρωτάτο έπαιρναν αντίδωρο κι έτρεχαν για το Κελλί τους. Τις Κυριακές τ’ απογεύματα είχαν μοναδική έξοδο περιπάτου προς τα χαριτωμένα γεροντάκια της Καψάλας, μαζί πάντα με ένα των Γερόντων. Μια φορά πήγαν σ’ ένα Ρουμάνο Γέροντα, που δεν θυμούνται, τ’ όνομά του, και φώναξε, και ήλθαν πάνω του από παντού χιλιάδες πουλιά, και τους έκανε μεγάλη εντύπωση. Προσπάθησαν να φωνάξουν κι αυτοί, μα δεν ήλθε κοντά τους κανένα πουλάκι. Κάποτε οι νεώτεροι μοναχοί είχαν λογισμούς για τη μεγάλη αυστηρότητα των Γεροντάδων τους. Ο ένας πήγε στον Πνευματικό του να εξομολογηθεί και αφού τον παρηγόρησε και του είπε τα δέοντα, τον έφερε το δειλινό ο ίδιος στον Γέροντά του, να βάλει μετάνοια και να ησυχάσει αναπαυμένος. Ο άλλος πήγε στον Γέροντα Παΐσιο (+ 1994) και του είπε κι εκείνος να πάει να βάλει μετάνοια και θα ησυχάσει, γιατί αν πεθάνει, θα το έχει βάρος στην καρδιά του και ο δαίμονας θα τον βασανίζει, βάζοντάς του συνεχώς την ίδια «κασέτα», ότι αυτός φταίει που πέθανε ο Γέροντάς του.
Ο Γέροντας Ιγνάτιος εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου στις 9.12.1962 και ο ιερομόναχος Βασίλειος στις 3.1.1965.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Παύλου Λαυριώτου μοναχού, Ιστορία της Αδελφότητος Ιωσαφαίων του Άγιου Όρους, Αθήνα 1996. Διηγήσεις Γερόντων Ιγνατίου και Βασιλείου Ιωσαφαίων στης 24.6.2009 στα Κελλί τους.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ.673-676 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
Καταγόταν από το νησί της Μεγαλόχαρης Παναγίας, την Τήνο των Κυκλάδων. Διετέλεσε παροικονόμος του μετοχίου της μονής στη Βούλτσιστα Πιερίας. Μαζί με τον παραδελφό του Γέροντα Συμεών (+1901) συκοφαντήθηκε για ανηθικότητες, αυτός ο βράχος της ηθικής, όπως αναφέρει το μοναχολόγιο. Έτσι είχε το ίδιο δεινό πάθημα με τον προαναφερθέντα. Τοποθετήθηκε δίχως τη θέλησή του σ’ ένα ξεσαμάρωτο ονάριο με την πλάτη μπροστά, και περιεφέρετο δεχόμενος ειρωνείες, εμπαιζόμενος και χλευαζόμενος από διαφόρους. Η θεία δίκη ενήργησε τον παραδειγματισμό των υπολοίπων με το οικτρό τέλος των δεινών συκοφαντών. Μάλιστα ήταν και ένας δόκιμος μοναχός κι ένας εργάτης των κτημάτων της μονής, που είχε βοηθηθεί μαζί με την οικογένειά του. Είχαν και οι δύο οδυνηρό τέλος, για τη θεομίσητη, δεινή συκοφαντία τους.
Μετά το πικρό αυτό γεγονός επέστρεψε στη μονή, την οποία υπάκουα διακόνησε έως τέλους της ζωής του. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 10.12.1907 προσδοκώντας ανάσταση νεκρών και τη ζωή του μέλλοντος αιώνος.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Βησσαρίωνος Γρηγοριάτου αρχιμ., Κώδιξ Ιστορικού Μοναχολογίου της εν Αγίω Όρει Άθω Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου (1282-1910), Βόλος 1954, σσ. 77-78 και 82.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄1901-1955 , σελ. 81, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
Ο κατά κόσμον Ευάγγελος Παντελεήμονος Λημώνης γεννήθηκε στη Χότσιστα Κορυτσάς της Β. Ηπείρου το 1875. Διετέλεσε δάσκαλος και ήταν γνώστης άριστος της βυζαντινής μουσικής. Όταν κάποτε οι Τούρκοι θέλησαν να κάψουν ένα ελληνικό σχολείο, αποσόβησε την καταστροφή με την προσευχή του, λέγοντας τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Προσήλθε με ιερό πόθο στη μονή Διονυσίου κι εκάρη μοναχός το 1909. Ως μοναχός διακρίθηκε για την υπακοή του και τη μοναχική του ακρίβεια. Είχε κόψει τελείως το θέλημά του. Συνήθιζε να λέει: «Ο υποτακτικός ουδέν έχει εν τω κόσμω τούτω, ει μη μόνον τον Χριστόν». Έφθασε από την πράξη στη θεωρία. Μετά μία εικοσαετία σκληρών αγώνων στο αυστηρό κοινόβιο του Διονυσίου, όπου έλαβε την κουρά και την ιεροσύνη, έκανε μία τριακονταετία στον Πειραιά, συνεχίζοντας τους αγώνες του και βοηθώντας τους εκεί χριστιανούς.
[caption id="attachment_106966" align="aligncenter" width="255"]Ήταν δάσκαλος στην πατρίδα του Βόρειο Ήπειρο. Η μεγάλη του ασκητικότητα, η θυσιαστική αγάπη και η γλυκύτητα του χαρακτήρα του τον έκαναν στοργικό Πνευματικό πατέρα πολλών πιστών. Αφιλοχρήματος και ακτήμων υπερβολικά, ζούσε πάντα ως φιλοξενούμενος. Ποτέ δεν απέκτησε δική του στέγη. Κοιμόταν ελάχιστα, τον χειμώνα δεν άναβε φωτιά, προσευχόταν θερμά, σιωπούσε ηθελημένα. Όσα χρήματα του έδιναν τα μοίραζε ελεημοσύνη. Συχνά αγρυπνούσε. Διαβάζοντας τους εξορκισμούς έφευγαν τα δαιμόνια, για τη μεγάλη του καθαρότητα και ταπείνωση. Μεγάλη του χαρά οι καθημερινές θείες Λειτουργίες σε εξωκκλήσια ταπεινά. Τον έβλεπαν τα καθαρά μάτια να μην πατά στη γη. Συχνό γεύμα του τα πρόσφορα της προσκομιδής. Το αυστηρό ασκητικό του πρόγραμμα δεν το άφησε μέχρι του τέλους του. Μέσα από τα παλιόρασά του φορούσε βαριά σίδερα, που του είχαν φάει τις σάρκες. Κοιμόταν σε χαμηλό κάθισμα και γι’ αυτό είχε καμπουριάσει. Από τις πορείες και τις μακρές ορθοστασίες είχαν αρχίσει να σαπίζουν τα πόδια του, μα δεν μύριζαν ποτέ άσχημα. Οι φίλοι του τού συνιστούσαν την επίσκεψη σε ιατρούς. Με τη γλυκύτητα που πάντα τον διέκρινε, τους απαντούσε: «Μετά της Άγιας Άννης θα πάω...».
Αγαπούσε υπέρμετρα την Παναγία και την αγία μητέρα της, τη «μάμμη» όλων των Αγιορειτών. Τους Χαιρετισμούς της έλεγε πολλές φορές την ημέρα. Δεν είναι δίχως σημασία που ο θάνατός του ήλθε στο δειλινό της εορτής της Αγίας Άννης. Το πρωί είχε τελέσει την τελευταία θεία Λειτουργία του. Εξήλθε του ιερού βήματος μετά δακρύων και χαράς. Στο πρόσωπό του έβλεπες όλη τη μακάρια ανάπαυση των πολλών κόπων του. Στα χείλη του ίσα που άκουγες τα τελευταία «Χαίρε» των ασίγαστων Χαιρετισμών προς την Αειπάρθενο Θεοτόκο. Πράγματι, η μητέρα της μητέρας του Παναγία, τον παρέλαβε με τις πρεσβείες της κοντά της. Εκεί που από μικρός προσδοκούσε να κατευθυνθεί και να τερματίσει, ο έτοιμος από καιρό. Καθήμενος στο σκαμνί του και βαστώντας το κομποσχοίνι του τελείωσε τον βίο του οσιακά. Όταν τον σαβάνωσαν οι ιερείς, είδαν τα πληγωμένα πόδια του γεμάτα σκουλήκια και θαύμασαν. Από τον τάφο του έβλεπαν να βγαίνει φως.
Κατά τον Γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη: «Ευλαβέστατος και άκρως ζηλωτής των πατρίων, μελετηρός εις άκρον, παρά το προβεβηκός της ηλικίας του ελειτούργει καθημερινώς και επ’ εσχάτων ως εκ του γήρατος και της ποδαλγίας, καθήμενος επί σκίμποδος προ της αγίας Τραπέζης, διεκρίνετο διά τον θερμουργόν ζήλον του και τον ανιδιοτελή αγώνα του υπέρ της Ορθοδοξίας μας, ως και την κατ’ ιδίαν αγιωτάτην ζωήν του ...». Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 10.12.1961.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Διονυσίου. Γαβριήλ Διονυσιάτου αρχιμ., Ευγένιος Ιερομόναχος Διονυσιάτης, Αγιορειτική Βιβλιοθήκη 305-306/1962, σσ. 58-59. Χρυσάνθου Αγιαννανίτου ιερομ., Παπα-Ευγένιος ο Διονυσιάτης, Η Αγία Σκέπη 118/1986, σσ. 99-103.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ. 655-666 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
Ο κατά κόσμον Ευάγγελος Ιωάννου Τσιτμής γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1907. Εργάσθηκε στη μονή Δοχειαρίου, πολλά χρόνια ως λαϊκός μάγκιπας (φούρναρης). Δόκιμος εγράφη το 1974. Μοναχός εκάρη σε μεγάλη ηλικία το 1976 από τον Γέροντα Βενιαμίν. Ήταν πορτάρης της μονής. Μετά μία διετία ανεπαύθη εν Κυρίω στις 10.12.1978. Εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου ο μακάριος δίχως κρότο και κανένα θόρυβο.
Κατά την εκταφή του το 1981, που πραγματοποιήθηκε από τη νέα αδελφότητα, έγιναν αισθητά τα σημεία της οσιότητός του. Γράφει αδελφός της μονής, που ήταν παρών: «Τα οστά του ευωδίασαν και το αντελήφθησαν όλοι, και οι εγγύς και οι μακράν. Εμείς απορήσαμε με το θαυμαστό αυτό γεγονός. Αγνοούσαμε τον άνθρωπο εντελώς. Έναν παλαιό συνεργάτη του που ρωτήσαμε απόρησε κι εκείνος. Είπε πως κάτι κρυφό θα είχε που εμείς δεν το γνωρίζαμε. Ένας άλλος μας μίλησε για τις ελεημοσύνες του. Όσα χρήματα έπαιρνε από την εργασία του τα έστελνε έξω σε πτωχούς, αλλά και σε εργάτες ενδεείς έδινε. Ο Κρυφιογνώστης Θεός γνωρίζει την καρδίαν και την πολιτείαν του, αυτός που ευδόκησε να τιμήση με πνευματική ευωδία τον κρυφό δούλο του». Κατά την ανακομιδή ήταν παρόντες και άλλοι πατέρες και όλοι θαύμασαν για τη λεπτή ευωδία και το ωραίο κιτρινωπό χρώμα των οστών του. Στον ουρανό θα δούμε μεγάλες εκπλήξεις. Αυτούς που δεν τους έπιανε το μάτι μας θα βρεθούν σε πρώτες θέσεις κι άλλους που τους είχαμε για μεγάλους θα καταποντιστούν. Ο Θεός να μας ελεήσει. Να μας ελευθερώσει από την κατάκριση και να μας οδηγήσει σε πραγματική μετάνοια. Τις πληροφορίες μάς έδωσε ο μοναχός Θεόκτιστος Δοχειαρίτης, τον οποίο και πολύ ευχαριστούμε.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ.947 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
Γεννήθηκε φτωχός, ο κατά κόσμον Ιωάννης Μαντούφ, σ’ ένα χωριό της Ρουμανίας, που λέγεται Ορντασέστ, το 1904. Από μικρός αγάπησε υπέρμετρα τον Χριστό. Νέος ήλθε στο αγιασμένο Περιβόλι της Παναγίας, για ν’ αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Υιό της. Πρόκειται για ευώδες άνθος του θεοφύτευτου κήπου του ιερού Άθωνος και για γλυκόφθογγο στρουθίο τ’ ουρανού.
Ρασοφόρεσε μάλλον στο Διονυσιάτικο Κελλί των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Καψάλα και το μέγα σχήμα των μοναχών έλαβε στην Καλύβη των Αρχαγγέλων στην Αγιοπαυλίτικη Λακκοσκήτη. Από το τέλος του 1964 ασκήτευε στο Κελλί του Αγίου Δημητρίου στην Καψάλα. Διήλθε και από άλλα μέρη της αγιοτρόφου αθωνικής χερσονήσου: την Προβάτα, τις Καρυές, Κελλιά της Καρακάλλου, Φιλοθέου και Βατοπεδίου. Σαν μέλισσα κυνηγώντας γύρη και σαν στρουθίο ελεύθερο περιδιάβαινε τα καλντερίμια και τα δάση, να βρει λίγη τροφή, γιατί ήταν πάμφτωχος. Επέλεξε τον πιο δύσκολο δρόμο οσιότητος, τη διά Χριστόν μωρία. Πολλοί όμως τον είχαν για πραγματικό τρελό. Αυτός χαιρόταν ιδιαίτερα γι’ αυτό. Την τιμή προσδοκούσε μόνο από τον Θεό, στην πανευφρόσυνη και ατέρμονη αιωνιότητα. Με τη διά Χριστόν σαλότητά του ξεγελούσε τους ανθρώπους και τους δαίμονες. Είχε από νέος πλουσιότατη τη χάρη του Θεού.
[caption id="attachment_106971" align="aligncenter" width="537"]Ζούσε με συνεχή κι επιλεγμένη πενία, άσκηση, κακουχία, ταλαιπωρία, κακοπάθεια για την αγάπη του Χριστού. Το ακατάστατο, βρόμικο και απεριποίητο κελλί του έκρυβε την καθαρότητα της ωραίας καρδιάς του. Ήταν ένας αληθινός ασκητής, ένας μυστικός ησυχαστής, ένας γνήσιος άνθρωπος του Θεού. Μέσα από τα φαινομενικά σαλεμένα λόγια του κατέθετε αλήθειες, προοράσεις και νουθεσίες. Έπιανε τους λογισμούς των επισκεπτών του, μοναχών ή λαϊκών, πριν τους του πουν, και τους έλεγε τα δέοντα.
Τον γνώρισα ένα δειλινό μέσα στο δάσος κρυμμένο. Στην αρχή τον πέρασα για θηρίο. Του χάλασα προφανώς την ησυχία. Δεν παραπονέθηκε. Δεν ταράχθηκε. Είχε μία κρυφή μακαριότητα. Δεν νομίζω ότι τον φόβιζε τίποτε, γιατί ήταν ταπεινός. Αντί για σκουφί είχε μια ξεθωριασμένη κάλτσα. Ήταν σκεπασμένος με μια σταχτιά κουβέρτα, που της είχε κάνει μία τρύπα και είχε περάσει το κεφάλι του. Δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτε απ’ ό,τι έλεγε. Ο συνοδός μου φεύγοντας μου είπε πως του απάντησε σε κάτι που από καιρό τον απασχολούσε, δίχως να τον ρωτήσει. Σ’ ένα μοναχό, που τον έβλεπε συχνά, προτού του πει τα ερωτήματα, του απαντούσε και τον ανέπαυε και παραμυθούσε.
Σ’ έναν άλλον μοναχό, που τον ρώτησε που κοινωνά, του είπε πως μπορεί να κοινωνά όχι μόνο στην εκκλησία ... Τον κοινωνούσε άγγελος; Άλλος μοναχός τον είδε να λάμπει καταπληκτικά το πρόσωπό του, παρότι τις περισσότερες φορές ήταν μαύρο και λερωμένο. Είχε μεταλάβει εκείνη την ημέρα. Ο παπα-Αρτέμιος έλεγε: «Η φυσιογνωμία του σε ενέπνεε. Ήτο λιπόσαρκος, ξερακιανός, απεριποίητος, αλλ’ όταν βρισκόσουνα κοντά του, γέμιζες από τη χάρη που εξέπεμπε! Καλλιεργούσε σκοπίμως μία σαλότητα -ήτο διά Χριστόν σαλός- για ν’ αποφεύγει τις επισκέψεις και τον έπαινο των ανθρώπων, φοβούμενος μη χάσει τον μισθό του στους Ουρανούς. Κύριο γνώρισμά του ήταν το προορατικό χάρισμα. Πολλές φορές έλεγε πράγματα που σε λίγο διάστημα συνέβαιναν!». Σε πολλούς έλεγε: «Όσο μπορείς να λες την ευχή του Ιησού». Την έλεγε πολύ ο ίδιος.
Εκοιμήθη γυμνός όπως γεννήθηκε στις 12.12.1990 σ’ ένα γειτονικό του Κελλί που τον φιλοξενούσαν. Μετά τριετία τα οστά του βρέθηκαν κιτρινωπά και ευωδιάζοντα. Πώς να μην ευωδιάζει αυτός που έζησε στην τέλεια φτώχεια, τον πολύχρονο εγκλεισμό και τη μεγάλη εκούσια εξωτερική δυσωδία; Η σαλότητά του περιέπαιζε την εξυπνάδα των μορφωμένων, όσων ειρωνεύονται και ασεβούν. Ο Γέροντας Ηρωδίων κατά τον Γέροντα Παΐσιο δεν ήταν χαζός ούτε πλανεμένος. Ήξερε να τους εξαπατά όλους με την κατά Θεόν σαλότητά του. Ο μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος λέει γι’ αυτόν πως πέρασε από τη γη δίχως να πατήσει σε αυτή και δίχως να τον ακουμπήσει ... Ο Γέροντας Ιωαννίκιος αναφέρει.: «Επί τεσσαράκοντα έτη ήτο έγκλειστος εις το μικρόν του κελλίον, εντελώς γυμνός, πτωχός, αλλ’ ευτυχής και μακάριος. Η ζωή του όλη ηναλίσκετο ως λαμπάς φωτεινή εις την προσευχήν, εις την σιωπήν, εις την θεωρίαν ...».
Φεύγοντας τη δόξα των ανθρώπων έφθασε στη δόξα του Θεού. Περιπαίζοντας την κοσμική ματαιότητα εισήλθε στην ένδοξη αιωνιότητα. Διώχνοντας την ανθρώπινη δόξα κέρδισε τον αμαράντινο στέφανο της αιώνιας δόξας, την οποία μακάρι ν’ απολαύσουμε όλοι μας.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Ιλαρίωνος Νεοσκητιώτου μοναχού, Γέρων Ηρωδίων Καψαλιώτης ο διά Χριστόν σαλός, Άγιον Όρος 2008.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ. 1281-1285, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
Το βράδυ του Σαββάτου της 14ης Οκτωβρίου φτάνει στο Δεσποτικό της Ηπείρου με το Διοικητή του συντάγματος και μερικούς αξιωματικούς. Από εδώ αρχίζει και το στρατιωτικό του ημερολόγιο χάρη στο οποίο γνωρίζουμε τα γεγονότα. Στο Δεσποτικό αρχίζει την ιεραποστολική του δράση: επισκέπτεται συνεχώς όλους τους στρατιωτικούς καταυλισμούς, οι οποίοι μάλιστα είναι διασκορπισμένοι σε έκταση πολλών χιλιομέτρων, συνομιλεί με τους στρατιώτες, τους οδηγεί προς την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία. Κηρύττει το θειο Λόγο στα Κυριακάτικα ή εσπερινά κηρύγματα του, κάνει Κατηχητικό στους μικρούς μαθητές και εξομολογεί τους χωρικούς.
Το ειρηνικό ημερολόγιό του των πρώτων ημερών κλείνει στις 16 Οκτωβρίου με μία προσευχή. Θα ξαναγράψει στις 4 Νοεμβρίου μέσα στη φρίκη του πολέμου και την κόλαση των οβίδων. Από το πρωί μέχρι το βράδυ οι θέσεις των Ελλήνων σφυροκοπούνται από την εχθρική αεροπορία. Ο πόλεμος μαίνεται. Ο π. Χρυσόστομος αισθάνεται ως άνθρωπος το φόβο, όταν όμως σκέπτεται τη θέση του, την αποστολή του, συνέρχεται και τον διώχνει από την ψυχή του.
Σ’ αυτές τις μέρες του πόνου και της αγωνίας η προσευχή του γίνεται εντονότερη. Οι βόμβες δεν τον εμποδίζουν στο έργο του. Τρέχει συνεχώς από καταυλισμό σε καταυλισμό, από χαράκωμα σε χαράκωμα. ’Ενισχύει, παρηγορεί, ενθαρρύνει, εξομολογεί τους στρατιώτες μας. Όπου βρίσκει Εκκλησία λειτουργεί ή κάνει Παράκληση «υπέρ κατισχύσεως των Ελληνικών όπλων». Τον διακατέχει το δίκαιο του αγώνα μας και η εγκληματική αδικία του επιτιθέμενου εχθρού. Ως Ηπειρώτης πονάει βλέποντας τον εχθρό να καταπατεί και να υποδουλώνει το χωριό του.
Από τις 14 έως τις 20 Νοεμβρίου καταγράφει στο ημερολόγιό του τα γεγονότα της κάθε ημέρας με όλα τα προβλήματα, τις δυσκολίες και τον καθημερινό κίνδυνο. Κλείνει την καταγραφή της κάθε ημέρας πάντα με την ίδια προσευχή: «Θεέ μου, φανού ίλεως προς το ταλαίπωρον πλάσμα σου».
Η επίγεια ζωή του διαρκεί ακόμη πέντε ημέρες χωρίς επικοινωνία μαζί μας μέσω του ημερολογίου του. Ίσως να έγραφε σε φύλλα χαρτιού που χάθηκαν, ίσως πάλι να μην του το επέτρεψαν οι συνεχείς μετακινήσεις.
Ξαναβρίσκουμε τον π. Χρυσόστομο Τσοκώνα στις 25 Νοεμβρίου 1940, νεκρό πλέον, στα σύνορα κοντά στο χωριό Περιστέρι του Πωγωνίου. Δεν πρόλαβε να χαρεί τους μεγάλους θριάμβους του στρατού μας. Μαθαίνουμε για τις συνθήκες του θανάτου του από ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί κοντά, όπως ο ιατρός Δημήτριος Τρούγκος και ο ιπποκόμος του π. Χρυσόστομου Κώστας από το Αγρίνιο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους το πρωί της 25ης Νοεμβρίου η περιοχή λίγο έξω από το χωριό Περιστέρι δέχτηκε επιδρομή 4-5 εχθρικών αεροπλάνων. Στόχος τους ήταν ο ασύρματος του στρατού μας που βρισκόταν εκεί κοντά. Εκεί κοντά όμως βρισκόταν και ο π. Χρυσόστομος, ο οποίος κατέφυγε κάτω από μία αγριοαχλαδιά και, άπειρος καθώς ήταν, έμεινε μαζεμένος καθισμένος πάνω στα πόδια του. Η βόμβα έπεσε δίπλα του. Ένα βλήμα του έκοψε το πόδι και άλλα 3-4 του τρύπησαν το θώρακα. Το βράδυ της ίδιας μέρας τον βρήκαν οι Έλληνες και με δάκρυα και πόνο τον συνόδεψαν στο Εκκλησάκι, λίγο έξω από το Περιστέρι όπου και τον έθαψαν.
Η Ιερά Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως / Πωγωνιανής και Κονίτσης ανήγειρε προς τιμήν του νέο τάφο που βρίσκεται σήμερα στο χωριό του, το Δελβινάκι.
Ο π. Χρυσόστομος Τσοκώνας υπήρξε μία από τις ιερές και ευγενικές μορφές της Εκκλησίας μας, γιατί έκανε κέντρο της ζωής του την αγάπη του Ιησού. Υπήρξε άνθρωπος με χαρίσματα τα οποία πρέπει να στολίζουν κάθε ποιμένα των ανθρώπινων ψυχών. Ταπεινός, καθόλου φανατισμένος, γνώστης των κειμένων της Εκκλησίας μας, ζωντανό παράδειγμα για όλους παρά το ότι έφυγε για την ουράνια Βασιλεία σε ηλικία μόλις 37 ετών.
Ας έχουμε όλοι την ευχή του.Ο κατά κόσμον Βασίλειος Μαντρέας γεννήθηκε στο Τεκόστι της Ρουμανίας το 1898. Ηλθε από τη Ρουμανία στο Άγιον Όρος το 1913. Ο πατέρας του φεύγοντας του είπε: «Παιδί μου Βασίλη, σε αφιερώνουμε στην Παναγία, να ζήσεις με υπακοή και υπομονή, να ευαρεστήσεις τον Θεό, για να σώσει κι εμάς τους γονείς σου ο Θεός, με την αγία σου ζωή». Πήγε πρώτα στη ρουμανική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, όπου έζησε τριάντα χρόνια. Κατόπιν στη ρουμανική σκήτη του Αγίου Δημητρίου-Λάκκου. Επέστρεψε στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Το 1915 εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Στη συνέχεια πήγε στην Καψάλα.
Τελικά εγκαταστάθηκε στο Κελλί του Αγίου Βασιλείου στην Καψάλα. Τον άγιο Βασίλειο τον είχε από μικρός μεγάλη ευλάβεια. Στο Κελλί αυτό είχαν κατοικήσει παλαιότερα άγιοι. Έμεινε σε αυτό το αγιοτρόφο Κελλί επί μία τεσσαρακονταετία. Επισκευάζοντας το Κελλί είχε φαίνεται παραμελήσει τα μοναχικά του καθήκοντα. Του παρουσιάσθηκαν τότε στον ύπνο οι άγιοι Βασίλειος και Θεόφιλος. Ο δεύτερος αυστηρά του είπε, καθώς διηγείτο ο ίδιος: «Να μην αφήνεις τα μοναχικά σου καθήκοντα, εμείς θα φροντίσουμε το Κελλί».
Ήταν λίαν ασκητικός. Θύμιζε παλαιούς ασκητές. Πολλά ημερόνυχτα προσευχόταν ακατάπαυστα. Άκρος νηστευτής, δεν έτρωγε σχεδόν τίποτε. Μελετηρός πολύ. Ιδιαίτερα αγαπούσε τον όσιο Ισαάκ τον Σύρο. Κοιμόταν ελάχιστα πάνω στις σανίδες με μαξιλάρι μία πέτρα. Τις χειμωνιάτικες νύχτες θεωρούσε ατελείωτες. Ήταν καλογερικός και φιλακόλουθος. Μόλις έδυε ο ήλιος, άρχιζε την ακολουθία του. Συνέχιζε με κομποσχοίνι ως το πρωί. Προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Όσους είχε γνωρίσει έστω και για λίγο. Για όσους του το είχαν ζητήσει. Προσευχόταν με θερμά δάκρυα, εκζητώντας το έλεος του Θεού για όλο το ανθρώπινο γένος. Χαιρόταν να μνημονεύει ονόματα και να μαθαίνει για την πρόοδό τους.
Δεν είχε καμία ιδέα περί του εαυτού του. Δεν ήθελε κανείς να τον θεωρεί κάτι. Γι’ αυτό συχνά προσποιόταν μωρία. Μερικοί τον παρεξηγούσαν και τον θεωρούσαν λειψό. Αυτός όμως ήξερε καλά τί έκανε. Ζούσε ταλαιπωρώντας το σαρκίο του, δίχως καμιά ανάπαυση. Τον χειμώνα δίχως θέρμανση και το Κελλί να βάζει από παντού κρύο και νερά. Το καλοκαίρι να κουβαλά νερό από μακριά. Λάτρευε την ησυχία και για χάρη της αδιαφορούσε πραγματικά για κάθε περιποίηση, διευκόλυνση και άνεση. Τήρησε με ακρίβεια τις υποσχέσεις της κουράς του. Δεν έδωσε ποτέ μεγάλη άνεση στο ταλαίπωρο σαρκίο του.
Όσοι πήγαιναν να τον δουν έβλεπαν μία εικόνα πραότητος, αγαθότητος και απλότητος. Ήταν ένα μεγάλο παιδί. Απέπνεε την ευωδία ενός ταπεινού ασκητού. Μιλώντας για τον όσιο Θεόφιλο δάκρυζε. «Αν έχει ευλάβεια ο προσκυνητής», έλεγε, «αισθάνεται την ευωδία του οσίου». Τα λόγια του ήταν απλά και μεστά θείας σοφίας. Οι άγγελοι του χάριζαν γαλήνη και οι δαίμονες ανέδιδαν δυσωδία. Κάποτε τον επισκέφθηκαν οι Τρεις Ιεράρχες. Συνομίλησε άλλοτε με τον Μέγα Βασίλειο και τον όσιο Θεόφιλο. Είχε αγωνία για τη σωτηρία του. Η μεγάλη του άσκηση συνυπήρχε με τη μεγάλη αγάπη της αγαθής και αθώας καρδιάς του. Ηλικιωμένος πολύ έτρεχε να φροντίζει άλλα γεροντάκια.
Είχε πλήρη εμπιστοσύνη στον Θεό. Ζούσε με τα ελάχιστα. Με λίγες ρόγες σταφύλι όλη την ημέρα, λίγα μούρα ή λίγα μανιτάρια. Αγαπούσε τη φύση. Περπατούσε ανάμεσα στα δένδρα δοξολογώντας κι ευχαριστώντας τον Θεό για τις τόσες δωρεές του. Έριχνε ψωμιά στα πουλάκια και χαιρόταν αφάνταστα, σαν μικρό παιδί, να τα βλέπει να τρώνε.
Ένας μοναχός που τον επισκέφθηκε γράφει περί αυτού: «Ήταν ένα κοντό, αδύνατο γεροντάκι. Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό, σαν τον ήλιο. Ήταν αληθινά πρόσωπο μικρού παιδιού, πράο, ροδοκόκκινο, νεανικό, καθάριο, ιλαρό, αγνό, άγιο. Δεν είχε τίποτε να μας κεράσει, μόνο λίγο νερό. Όταν τον ρωτήσαμε πώς περνάει, απάντησε: “Περνάω πολύ καλά. Με φροντίζει ο Χριστός και η Παναγία. Τρώγω παξιμάδι και χόρτα. Τη νύχτα κάνω κομβοσχοίνι, λέγοντας την ευχή. Δεν τα μετρώ. Λέγω το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» μέχρι να έλθουν τα δάκρυα. Προσεύχομαι και κλαίω για όλο τον κόσμο. Σταματώ όταν θέλει ο Κύριος. Όταν σταματήσουν τα δάκρυά μου για τον κόσμο ...”».
Προείδε το τέλος του. Του το είπε ο «φίλος» του ο Μέγας Βασίλειος. Πήγε στους άλλους Καψαλιώτες να ζητήσει συγχώρεση για τη μόνιμη αναχώρησή του. Ανεπαύθη στις 18.12.1986. Τον βρήκαν νεκρό στο κελλάκι του. Έξω είχε πέσει πολύ χιόνι. Ο συμπατριώτης του Γέροντας Ηρωδίων (+1990) ο φίλος και συναγωνιστής του, είπε: «Ο Γέρων Φανούριος δεν πέθανε, πήγε από τη μία ζωή στην άλλη ζωή. Να του κάνετε κομποσχοίνι, να έχουμε ειρήνη. Είναι άγιος». Έζησε, όπως είπαμε, με κάθε ακρίβεια τις μοναχικές υποτυπώσεις και υποσχέσεις της κουράς του. Δεν έδωσε καμία υλική ανάπαυση στον εαυτό του. Έλεγε χαριτωμένα: «Μακάρι όση προθυμία έχουν οι άνθρωποι για τα κακά, τόση να είχαν και για τα καλά ...».
Πήγες – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Παντοκράτορος. Ανωνύμου Αγιορείτου μοναχού, Ο Γέρων Φανούριος της Καψάλας, Ορθόδοξη Μαρτυρία 45/1995, σσ. 29-31.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ.1173-1176, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
Κατά κόσμον ονομαζόταν Απόστολος Κοντός του Στυλιανού και της Αμερσούδας. Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Βρυσσί Μυτιλήνης. Το 1885 ήλθε στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων και υποτάχθηκε στον Γέροντα Νικόδημο (+1907) της Καλύβης των Αγίων Πάντων, από τον οποίο έμαθε και την τέχνη της αγιογραφίας. Αργότερα όμως έμαθε το εργόχειρο της ξυλογλυπτικής, στην οποία σύντομα προόδευσε καταπληκτικά. Εκάρη μοναχός το 1887.
Τα ξυλογλυπτικά έργα του, με πολύπλοκες παραστάσεις, πολυπρόσωπα, λεπτότατα και αριστοτεχνικά τον έκαναν φημισμένο και μακριά από τον Άθωνα. Επί 15 χρόνια σκάλιζε περίτεχνα μία «Δευτέρα Παρουσία» και επί 10 χρόνια μια αριστουργηματική «Σταύρωση», που βρίσκεται στην Αμερική, και άλλη, που φυλάγεται στο συνοδικό της Μ. Λαύρας. Έργα του κοσμούν αίθουσες ανακτόρων. Η λεπτή του τέχνη είχε κάτι από τη λεπτότητα, υπομονή και ευγένεια της καθαρής καρδιάς του. Ο ηγούμενος του Παρακλήτου αρχιμανδρίτης Χερουβείμ, που τον συνάντησε το 1938, γράφει περί αυτού: «Η καλλιτεχνική του ψυχή ήταν αγιασμένη από την άσκηση. Την εργασία του την συνόδευε πάντοτε η νηστεία και η προσευχή. Στο πρόσωπό του έβλεπες τον άνθρωπο που ζούσε μόνο για τον Θεόν και τον υπηρετούσε με την λεπτή, την λεπτοτάτη τέχνη του. Όταν τον εγνώρισα, ήταν περίπου εβδομήντα ετών. Καθόταν σταυροπόδι επάνω σ’ ένα μιντέρι. Γύρω του είχε σκορπισμένα τα εργαλεία. Στα χέρια κρατούσε ένα κομμάτι τσιμισίρι, ξύλο που συνήθως χρησιμοποιούν οι ξυλογλύπται. Τα μάτια του ήσαν φωτεινά, σαν μικρού παιδιού. Το λευκό του πρόσωπο χωρίς καμμία γεροντική ρυτίδα ακτινοβολούσε, ενώ η άσπρη του γενειάδα τον έκανε περισσότερο σεβάσμιο. Όλους όσοι είχαν την ευλογία από τον Θεό να τον γνωρίσουν, τους συνέπαιρνε. Τα σοφά του λόγια έβγαιναν από μία αγιασμένη καρδιά». Ο Γέρων Γαβριήλ Διονυσιάτης στο περίφημο Λαυσαϊκόν του αναφέρει περί αυτού: «Η σημερινή δόξα και του Αγίου Όρους καύχημα, είναι ο λαμπρός και περί την αρετήν θαυμαστός καλλιτέχνης Αρσένιος, γέρων ογδοηκοντούτης ήδη με παιδικήν χάριν και αγαθότητα». Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός, που τον επισκέφθηκε με τον Νίκο Καζαντζάκη το 1914, γράφει στο ημερολόγιό του: «Πηγαίνομε έπειτα στον ξυλογλύπτη Αρσένιο που κάνε το εγκόλπιο των Καρύων, τη Δευτέρα Παρουσία. Αυτοδίδακτος άρχισε από μικρούς άξεστους σταυρούς. Δούλεψε 15 χρόνια τη Δευτέρα Παρουσία. Σε κάθε πρόσωπο έδωκε έκφραση. Στην όψη του έχει σταλαγμένο το φως της εργασίας. Στο μικρό του δωμάτιο όλα τα σύνεργα της τέχνης του. Το κοτσύφι του. Τρώει σμυρτιά απ’ το χέρι, κουκκί κισσού, ζυμάρι. Μια πίστη στον άνθρωπο».
Ο π. Αρσένιος μετά την κοίμηση του Γέροντός του Νικοδήμου και μία καταστρεπτική νεροποντή μετακινήθηκε στην Καλύβη της Ζωοδόχου Πηγής, όπου απέκτησε ευλογημένη κι ευλαβή τετραμελή συνοδεία. Η ζωή του Γέροντος Αρσενίου κύλησε όλη ήρεμη και ήσυχη. Αγάπησε την άσκηση, τη σιωπή, τη νήψη. Πάντοτε πριν να κοινωνήσει, αγρυπνούσε. Ζούσε αθόρυβα και ταπεινά. Η ψαλμωδία του και η ανάγνωσή του ήταν κατανυκτική. Φιλόπονος, φίλεργος, φιλότιμος πάντοτε, έφθανε να εργάζεται 14 ώρες την ημέρα. Σκυμμένος δίπλα σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο τεχνουργούσε τα ιερά και τα όσια.
Την τελευταία τριετία έχασε το φως του. Έπαθε ημιπληγία, αγκύλωση των άκρων κι έμεινε κλινήρης. Διατηρούσε όμως έως τέλους πλήρη διαύγεια πνεύματος. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 19.12.1956. Έζησε 70 χρόνια στα Καυσοκαλύβια. Μετέβη στα θυμηδέστερα και κρείττονα για να ψάλλει και να τεχνουργεί τα μεγαλεία του Θεού.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Γαβριήλ Διονυσιάτου αρχιμ., Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Βόλος 1953, σ. 56. Χερουβείμ αρχιμ., Από το Περιβόλι της Παναγίας νοσταλγικές αναμνήσεις, Ωρωπός Αττικής 1981, σσ. 32-34. Αγγέλου Σικελιανού, Το Αγιορειτικό Ημερολόγιο, Αθήνα 1988, σσ. 202-204. Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου ιερομ., Ασκητικές μορφές και διηγήσεις από τον Άθω, Άγιον Όρος 20013, σσ. 192-195.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ.557-560 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
Γεννήθηκε στη μοναχοτρόφο Μάδυτο της Α. Θράκης το 1878 από ευσεβείς γονείς, ο κατά κόσμον Σεραφείμ Ψαράς. Προσήλθε στην Καλύβη του αγίου ιερομάρτυρος Σεραφείμ της ιεράς σκήτης της Αγίας Άννης το 1894. Εκάρη μοναχός από τον Γέροντα Γελάσιο το 1900. Το 1911 χειροτονήθηκε ιερεύς και κατεστάθη Πνευματικός. Υπήρξε ομολογητής της πίστεως. Κατέθεσε διαμαρτυρία των Αγιορειτών Πατέρων για την αλλαγή του ημερολογίου στον βασιλέα Γεώργιο Β. Ήταν και καλός αγιογράφος.
Ο Γέροντας Χερουβείμ αναφέρει περί αυτού στις Νοσταλγικές αναμνήσεις του από το Περιβόλι της Παναγίας: «Όπως οι άγιοι όλων των εποχών χαρακτηρίζονται για την απλότητά τους, έτσι και ο ευλογημένος άνθρωπος, ο παπα-Διονύσιος ο πνευματικός. Είχε έλθει στο Όρος από μικρό παιδί. Ήταν καλός πνευματικός, νους καθαρός, καρδιά απλή. Η προσευχή και το δάκρυ, η νηστεία και η έγκλειστη σχεδόν ζωή του, τον είχαν χαριτώσει.
»Κάποτε ο Γέροντάς μου με έστειλε στην καλύβη του για κάποια εργασία. Όταν επλησίασε η ώρα του φαγητού, μου πρότεινε να καθήσω μαζί τους στην τράπεζα. Αρνήθηκα την ευγενική του πρόσκληση, οπότε εκείνος, για να με βγάλη από την δυσκολία, έστειλε τον μικρό υποτακτικό του να ρωτήση τον Γέροντά μου, αν είχα ευλογία να μείνω το μεσημέρι εκείνο μαζί τους. Ο Γέροντας αγαπούσε και εκτιμούσε πολύ τον παπα-Διονύσιο κι έτσι ευχαρίστως μου επέτρεψε.
»Στην τράπεζα ένας από τους αδελφούς εδιάβαζε. Η ανάγνωσις ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Κάποια στιγμή, ο μακαριστός πνευματικός θέλησε να κάνη μερικές συμπληρωματικές σκέψεις στο θέμα της αναγνώσεως. Ήταν όμως πολύ συγκινημένος και αναλύθηκε σε δάκρυα, τα οποία ακολούθησαν λυγμοί. Τέλος, εγκατέλειψε την τράπεζα και απεσύρθη στο κελλί του. Κι εμείς οι υπόλοιποι δεν ήταν δυνατόν να μείνουμε ασυγκίνητοι και από όσα ακούσαμε στην ανάγνωση, αλλά και από την βαθιά συναίσθηση του Γέροντος ακολουθήσαμε, όπως ήταν φυσικό, τον θρήνο και μετά την αποχώρηση του παπα-Διονυσίου.
Αείμνηστε παπα-Διονύση! Ποιός θα συμπλήρωσή το κενό που άφησες στην σκήτη μας;».
Ο Γέροντας Χρύσανθος Αγιαννανίτης (+1981) γράφει περί αυτού: «Ο παπα-Διονύσιος ουδέποτε έπαυσε να λειτουργή, και όταν ήτο ασθενής, άλλος ιερεύς ειδοποιείτο και ανεπλήρωνε την εφημερίαν του. Όταν ήκουεν, ότι ησθένησεν κάποιος ιερεύς, δεν εξήταζε το είδος της ασθενείας του, αλλά με υπακοήν έτρεχεν εις το κοιμητήριον του Κυριακού και ελειτούργει με πόθον και κατάνυξιν. Ουδέποτε εθύμωσεν ο παπα-Διονύσιος, ουδέποτε άφησε την καρδιακήν προσευχήν, εις δε το εργόχειρον της αγιογραφίας, όπου ηργάζετο, πάντοτε ο νους του ήτο εις τον βίον του εικονιζομένου αγίου· εάν ήτο μάρτυς ο άγιος, ο νους του ήτο εις το μαρτύριον, εάν ήτο όσιος, εις τους ασκητικούς αγώνας του. Εις όλας τας βαρείας υπηρεσίας έτρεχεν ο παπα-Διονύσιος ως έλαφος διψώσα και ήτο πάντοτε το καλόν παράδειγμα εις όλην την σκήτην».
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 20.12.1948 κατόπιν σοβαράς ασθενείας στην Αθήνα. Την επομένη εκηδεύθη. Ετάφη στο κοιμητήριο της σκήτης, που έζησε περισσότερο από μισό αιώνα.
Ο Γέροντας Διονύσιος υποτακτικούς είχε τον Σεραφείμ και τον Ευθύμιο (+1999) τον μετέπειτα ηγούμενο της μονής Εσφιγμένου. Στις Αναμνήσεις του γράφει περί αυτού. Ήταν ευλαβέστατος, απλός και απονήρευτος. Πένης, φιλόθεος, φιλάδελφος, φιλότεκνος, θεοτοκοφιλής και καλοκάγαθος. Ασκητικότατος. Όταν ήταν να λειτουργήσει, από βραδύς έτρωγε μόνο ένα φρούτο ή ένα ζεστό ρόφημα. Είχε ένθεο ζήλο, ελεήμονα καρδία, βαθιά ταπείνωση και μεγάλη εγκράτεια. Αθώος σαν μικρό παιδί. Προ της εκδημίας του είδε σε οπτασία την Υπεραγία Θεοτόκο, την οποία υπεραγαπούσε.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Χερουβείμ αρχιμ. Νοσταλγικές αναμνήσεις από το Περιβόλι της Παναγίας, Ωρωπός Αττικής 1981, σσ. 148-149. Χρυσάνθου Αγιαννανίτου ιερομ., Παπα-Διονύσιος, Η Αγία Σκέπη 112/1984, σσ. 67-68. Ευθυμίου Εσφιγμενίτου αρχιμ., Αναμνήσεις, Άγιον Όρος 2001, σσ. 24-36.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄1901-1955 , σελ.433-434 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011