Quantcast
Channel: —Μορφές —–Διακόνημα
Viewing all 151 articles
Browse latest View live

Μοναχός Βασίλειος Καρυώτης ( 1906 – 10 Φεβρουαρίου 1980)

$
0
0
[caption id="attachment_117932" align="aligncenter" width="534"]Μοναχός Βασίλειος Καρυώτης Μοναχός Βασίλειος Καρυώτης ( 1906- 10 Φεβρουαρίου 1980)[/caption]

Ο κατά κόσμον Μόσχος Καραμόσχος του Χριστοδούλου και της Μαρίας γεννήθηκε στο Γομάτι, Χαλκιδικής το 1906. Προσήλθε στο Άγιον Όρος μόλις 13 ετών το 1919. Εκάρη μοναχός στο Ξηροποταμηνό Κελλί του Τιμίου Προδρόμου το 1922. Ήλθε μικρό παιδί στον Άθωνα. Μέχρι τέλους κράτησε αυτή την παιδικότητα στο πρόσωπό του. Κατοίκησε στο Σταυρονικητιανό Κελλί των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης κάτω των Καρύων από το 1966.

Τον Σεπτέμβριο του 1980 κλαδεύοντας τα ελαιόδενδρα του Κελλιού του υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Επακόλουθό του ήταν ολική ημιπληγία. Φιλόστοργα η μονή Σταυρονικήτα τον περιέθαλψε και τον φρόν­τισε όσο μπορούσε. Λόγω της καταστάσεώς του υπέφερε πολύ, αλλά η υπομονή του στάθηκε υποδειγματική. Αυτόν που τον περιγελούσαν και τον είχαν για χαμένο στάθηκε στύλος καρτερίας ακλόνητος. Μάλι­στα ανεπαύθη στις 6.12.1980 κατά την αγρυπνία της πανηγύρεως της μονής, την ώρα που στο Καθολικό ψάλλονταν οι Αίνοι του Όρθρου. Η ταφή του έγινε αμέσως μετά το κτητορικό μνημόσυνο, το εσπέρας της ίδιας ημέρας στο κοιμητήρι της μονής. Κρύφτηκε μέσα στη γη καλά το ταλαίπωρο σώμα του, για ν’ αναστηθεί την ώρα της Κρίσεως.

Υποτακτικός του Γέροντος Βασιλείου ήταν ο Γέροντας Γρηγόριος (1904-1981), που έζησε στο Ξηροποταμηνό και Σταυρονικητιανό Κελλί. Ήταν από τη Γαλάτιστα. Λίγες ημέρες μετά την κοίμησή του Γέροντος Βασιλείου ασθένησε. Τον παρέλαβε η μονή για να τον γηροκομήσει με κάθε φροντίδα. Ανεπαύθη στις 10.2.1981, εορτή του αγίου ιερομάρτυρος Χαραλάμπους. Ετάφη δίπλα στον τάφο του Γέροντός του, ώστε όπως ήταν μαζί στο Κελλί, να είναι και στο κοιμητήρι, αναμένοντες την κοινή ανάσταση, ίνα λάβουν τα υπεσχημένα «γέρα των βεβιωμένων».

Πηγές – Βιβλιογραφία

Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα. Πληροφορίες Γέροντος Θεοδοσίου Σταυρονικητιανού, τον οποίο θερμά ευχαριστούμε.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.997-998


Ιερομόναχος Ησύχιος Αγιαννανίτης ( 1909 – 10 Φεβρουαρίου 1982)

$
0
0
[caption id="attachment_117929" align="aligncenter" width="613"]Ιερομόναχος Ησύχιος Αγιαννανίτης Ιερομόναχος Ησύχιος Αγιαννανίτης ( 1909-10 Φεβρουαρίου 1982)[/caption]

Ο κατά κόσμον Δήμος Αλεξανδρόπουλος του Σπυρίδωνος και της Μαρίας, ο ενάρετος αυτός Αγιαννανίτης Πνευματικός, γεννήθηκε στο χωριό Δράινα της Μεσσηνίας το 1909. Από μικρός διακρινόταν για την επιμέλεια, σοβαρότητα και σεμνότητα του. Στη γειτονική κωμόπολη Μεσσήνη γίνεται ράφτης. Τα χρήματα που κερδίζει τα δίνει στη χήρα μητέρα του κι ελεημοσύνη στους φτωχούς.

Με θεία βοήθεια και υπόδειξη, με την προστασία του τιμίου σταυρού και της Παναγίας, αλλά και με πειρασμούς και πόλεμο δαιμόνων φο­βερό, έφθασε στη σκήτη της Αγίας Θεοπρομήτορος Άννης το 1927, στην Καλύβη του Αγίου Μοδέστου και του Αγίου Χαραλάμπους, στην υπακοή του εναρέτου και προορατικού παπα-Λεόντιου. Ο Ησύχιος μετά δοκιμή και κουρά, το 1928, χειροτονήθηκε διάκονος το 1933 και πρεσβύτερος το 1936, έκτος παπάς της ευλογημένης αυτής συνοδείας. Από το 1954 ήταν Πνευματικός.

Με την υψοποιό ταπείνωση, την ευαγγελική πραότητα, την απαραίτητη διάκριση, γίνεται ασφαλής οδηγός πολλών ψυχών. Παντού και πάντοτε ησύχιος ο Ησύχιος, στοργικός και χριστοφόρος. Με το λεί­ψανο της Αγίας  Άννης περιόδευε τη Μακεδονία κάνοντας αγιασμούς. Θεραπεύονταν ασθενείς και λυνόταν η στείρωση λυπημένων άτεκνων γυναικών. Η Αγία Άννα τον προστάτευε συνέχεια στη ζωή του. Πολλά είναι τα θαύματά της και στην προσωπική του ζωή. Την Παναγία και την Αγία Άννα δεν τις αγαπούσε απλά, αλλά τις λάτρευε. Για την Αγία Άννα έλεγε: «Να την έχετε ευλάβεια, διότι αυτή είναι η προστάτις και ιατρός μας. Είναι ό,τι πολυτιμότερο είχα στη ζωή μου. Αυτόν τον θη­σαυρό αγάπησα και πιστά υπηρέτησα. Αύτη θα σε προστατεύει και θα πρεσβεύει για τη σωτηρία σου».

Το τελευταίο έτος της ζωής του έμεινε κατάκοιτος. Η ασθένεια τον έκανε να τρέμει όλος. Από την ακινησία άνοιξαν πληγές στο σώμα του. Πονούσε, αλλά δεν γόγγυζε, υπόμενε καρτερικά κι ελπιδοφόρα. Τη δοκιμασία δεχόταν ως θεία επίσκεψη. Στους μοναχούς του έλεγε με βεβαιότητα ότι θα λάβουν μεγάλο μισθό από τον Θεό, για την προς αυτόν πρόθυμη διακονία τους. Προείδε το τέλος του. Δέκα μέρες πριν είπε: «Εγώ του Αγίου Χαραλάμπους θα φύγω». Στον εσπερινό της εορτής του αγίου είπε: «Εγώ ετοιμάζομαι για την άλλη ζωή». Ήταν τα στερνά του λόγια αυτά. Έχασε τη φωνή του. Μετά τη δύση του ήλιου εξέπνευσε. 10.2.1982. Μία υπέροχη γαλήνη ήταν ζωγραφισμένη στο ησύχιο πρόσωπό του, λέγουν. Η μετά διήμερο ταφή του δεν έδωσε καμία δυ­σοσμία στο νεκρό σώμα του. Οι ιερείς στην εξόδιο ακολουθία του είπαν την ευχή: «Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστε και αείμνηστε αδελφέ και συλλειτουργέ ημών» τρεις φορές. Ένας που τον γνώρισε από κο­ντά έγραψε: «Ο αείμνηστος παπα-Ησύχιος δεν είναι ένα δώρο δικό μας προς τον Θεό, αλλά ένα δώρο του Θεού προς εμάς. Και με τέτοια ακριβά δώρα εκφράζεται η αγάπη του Θεού και της Κυρίας Θεοτόκου προς όλη την ανθρωπότητα. Ευχαριστούμε την Κυρία του Ιερού ημών Τόπου, την Θεοτόκο, για τα μυρίπνοα άνθη που η ίδια καλλιεργεί και προετοιμάζει για την αιωνιότητα. Ευχαριστούμε τον σεβαστό Γέροντα παπα-Ησύχιο, διότι με την παρουσία του στην γη μάς έφερε πιο κοντά στον ουρανό. Και με την οσιακή αποδημία του μας άφησε ως πολύτιμη κληρονομιά την αγία ζωή του».

Πηγές – Βιβλιογραφία

Δ.Μ.Γ., Ο ιερομόναχος και Πνευματικός π. Ησύχιος Αγιαννανίτης, Ο Όσιος Γρηγόριος 7/1982, σσ. 80-94.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 1021-1023

Πολιτική εξουσία και αγιότητα στο πρώιμο Βυζάντιο

$
0
0
  Aμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας) Ο βίος του Δανιήλ του Στυλίτη (5ος μ. Χ.) Οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και ορισμένους αγίους στο πρώιμο Βυζάντιο είναι στενές και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο χρειάζονται αποκρυπτογράφηση. Η πολιτική εξουσία, στο πρόσωπο του αυτοκράτορα και των στρατιωτικών και πολιτικών αξιωματούχων, συνδέεται με την επίσημη εκκλησία, δηλαδή ...

Μοναχός Βαρνάβας Σταυροβουνιώτης (1864- 17 Φεβρουαρίου 1948)

$
0
0

Μοναχός Βαρνάβας Σταυροβουνιώτης Γεννήθηκε στο προάστιο της Λευκωσίας Κύπρου Καϊμακλί το έτος 1864. Νέος εργάσθηκε ως οικοδόμος. Το 1888 αναχώρησε με δύο αδέλφια του για το Άγιον Όρος. Τους πρώτους μοναχικούς αγώνες του έζησε στο αυστηρό κοινόβιο του Καρακάλλου, όπου εκάρη μεγολόσχημος μοναχός και συνδέθηκε πνευματικά με τον λίαν ενάρετο Γέροντα Κοδράτο (+1940). Από εδώ επέστρεψε στο αγιασμένο του νησί την Κύ­προ το 1897. Εισήλθε στην ιερά μονή Σταυροβουνίου και παρέμεινε σε αυτή επί έξι δεκαετίες. Το 1902 ανέλαβε τη διεύθυνσή της και το 1911 ενθρονίσθηκε επίσημα ηγούμενος της υψιβάμονης αυτής μονής.

Η αγαθή δραστηριότητα, η συνετή και σοβαρή του παρουσία, η ευαγγελική πραότητα και η παροιμιώδης ανεξικακία του τον διέκριναν πάντοτε. Ποτέ δεν τον είδε κανείς ταραγμένο, νευρικό και ανήσυχο. Η ισόβια επιλεγμένη πενία του, η λιτότητα στην αμφίεση και τη διατροφή, η εγκράτεια και η πνευματική εγρήγορση τον συνόδευαν παντού. Το μόνο του ποτό σε όλη του τη ζωή ήταν το νερό. Φιλακόλουθος στο έπακρο. Πρώτος εισήρχετο στο ναό καθημερινά και τελευταίος εξήρχετο. Παρά τη μόνιμη αλουσία του το πρόσωπό του ήταν πάντοτε καθαρό και φω­τεινό. Η αοργησία του υπήρξε μοναδική, παρά τις δύσκολες συνθήκες που πέρασε. Τον πίεζαν πολύ ν' αναδεχθεί την ιερωσύνη, αλλά αρνιόταν επίμονα. Προτιμούσε ο μακάριος την απλή μοναχική ιδιότητα. Παρά τα ογδόντα του χρόνια και την κήλη που τον ταλαιπωρούσε, έκανε βαθιές μετάνοιες και ποτέ δεν λησμόνησε τη δεκάχρονη νεανική του ευλάβεια στον ιερό Άθωνα.

Καμιά άνεση δεν επέτρεψε έως τέλους στον εαυτό του παρά το ηγουμενικό του αξίωμα. Ήταν ηγούμενος εξήντα εκλεκτών μοναχών. Μεταξύ αυτών και ο μεγαλύτερος αδελφός του Καλλίνικος, που είχε ασκηθεί μετά του άλλου αδελφού του Γρηγορίου στην αθωνική σκήτη της Αγίας Άννης. Δύσκολα μπορούσες να τους πάρεις κουβέντα. Υπά­κουος, σιωπηλός και ακτήμων. Μετά το οσιακό τέλος του, να ποιά ήταν όλη η περιουσία του· ένα σάπιο στρώμα γεμάτο κοριούς, μια σαρακοφαγωμένη κάσα με κουρέλια, που μόνο στη φωτιά μπορούσαν να παραδοθούν, κι ένα ζευγάρι υποδήματα χιλιομπαλωμένα.

Βρέθηκαν και δυό-τρεις παράδες, λησμονημένοι στο βάθος της κασέλας, από τον καιρό της επιστροφής του από τον Άθωνα, ευτελεστάτης αξίας. Με δάκρυα, ο κατά σάρκα αδελφός ηγούμενος Βαρνάβας, είπε στους πατέρες: «Δέστε, πατέρες, τον πλούτο του Καλλινίκου, όπου απέκτησε επί τόσα έτη ως μοναχός και προϊστάμενος μονής». Το ίδιο θα είπαν και για τον μακάριο Βαρνάβα.

Ο Γέροντας Βαρνάβας εκοιμήθη εν Κυρίω στις 17.2.1948. Στην κηδεία του ήταν αρχιερείς, ιερείς, μοναχοί και πλήθος κόσμου. Ο κυπριακός τύπος έγραφε: «Εις άκρον φιλόπονος και εν αυτή ακόμη τη πρεσβυτική του ηλικία και ασκητικόν πάντοτε διάγων βίον ... Υπήρξεν ο διά του παραδείγματος και του εναρέτου του βίου αγαθός Διδάσκαλος και Παιδαγωγός περί την Χριστιανικήν ευσέβειαν και αρετήν».

Πηγές – Βιβλιογραφία

Ιωσήφ Βατοπαιδινού μοναχού, Οσίων μορφών αναμνήσεις, Άγιον Όρος 20032, σσ. 21-30. Κωστή Κοκκινόφτα, Ο Διονύσιος Χρηστίδης και η επανίδρυση της μονής Σταυροβουνίου το 1909, Λευκωσία Κύπρου 2008, σσ. 74-85.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ.425-428

Μοναχός Ιλαρίων Διονυσιάτης (1823- 17 Φεβρουαρίου 1918)

$
0
0

Μοναχός Ιλαρίων Διονυσιάτης Το νησί της Μυτιλήνης ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του. Κατά τον φιλάρετο μοναχό Λάζαρο Διονυσιάτη (+1974), «ήτο κατά την κλήσιν και την πράξιν ιλαρός και πράος και πλήρης αγάπης. Όταν σου ωμιλούσεν, έλεγεν ο γηροκόμος Χαρίτων, μέλι έτρεχε από το στόμα του. Έψαλλε μέχρις εσχάτου γήρατος εις τον δεξιόν χορόν μετά πολλής σεμνότητος, ευλαβείας και καλλιφωνίας».

Υπήρξε καλός μαθητής του ιερομονάχου Ιωάσαφ Διονυσιάτου (+1860), του άριστου μουσικοδιδασκάλου, του οποίου πολλά μουσικά χειρόγραφα σώζονται στη μονή.

Όταν πλησίαζε ο καιρός της αναχωρήσεώς του από τα πρόσκαιρα, το προαισθάνθηκε ο μακάριος Ιλαρίων και δίχως διόλου ν’ ασθενήσει, ζή­τησε εξομολόγο να εξομολογηθεί. Μόλις εξομολογήθηκε και αναχώρησε ο Πνευματικός, αυτός ανεπαύθη εν Κυρίω.

Ήταν Φεβρουάριος του 1918 όταν ανεπαύθη στη μονή της μετανοίας του, την αγιοτρόφο ιερά μονή Διονυσίου, τη φωλιά σπάνιων στρουθιών τ’ ουρανού, γλυκόφθογγων, ανυπόκριτων και ησύχιων.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Λαζάρου Διονυσιάτου μοναχού, Διονυσιάτικαι Διηγήσεις, Άγιον Όρος 1988, σσ. 95-96.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ. 147

Μοναχός Χαράλαμπος Καψαλιώτης (1914-18 Φεβρουαρίου 1998)

$
0
0
[caption id="attachment_118754" align="aligncenter" width="680"]Μοναχός Χαράλαμπος Καψαλιώτης Μοναχός Χαράλαμπος Καψαλιώτης[/caption]

Τον γνωρίσαμε στις Καρυές. Πάντα σκυφτός, φτωχός, να φτιάχνει κομποσχοίνια· γι’ αυτό τον έλεγαν· Γερο-Χαράλαμπος ο κομποσχοινάς. Πάντα ευδιάθετος, μ’ ένα κρυφό μειδίαμα και να λέει ασταμάτητα την ευχή, την ευχή του Ιησού.

Γεννήθηκε στα Βουρλά της Μ. Ασίας το 1914. Ήλθε στο Άγιον Όρος το 1937. Επέστρεψε στον κόσμο, όπου πήρε μέρος στον πόλεμο κατά των κατακτητών Γερμανών. Σε μία μάχη γλύτωσε ως εκ θαύματος. Να πως το διηγείται ο ίδιος: «Κάποτε βρεθήκαμε σ’ έναν λόφο που έβαλαν θεριστική βολή οι Γερμανοί. Όσοι βρεθήκανε εκεί στον λόφο όλοι σκοτωθήκανε έκτος ελαχίστων. Πέφταν δίπλα οι οβίδες και εγώ προσπαθούσα να διαπιστώσω αν τά ’χω τα χέρια μου, τό ’χω το στήθος μου ή μου έφυγε; Με σκέπασαν τα χώματα και δεν με έπιανε βολή, γιατί είχα Τίμιο Ξύλο πάνω μου και πίστευα. Όσοι φαντάροι το αντιλήφθηκαν πιαστήκαν απ’ τα ρούχα μου. Μόνο αυτοί σωθήκανε. Όλοι οι άλλοι σκοτωθήκανε πάνω στον λόφο». Και στον κόσμο σαν καλόγερος ζούσε.

Το 1943 ήλθε οριστικά στο Άγιον Όρος. Εκάρη μοναχός σ’ ένα καλύβι της σκήτης του Αγίου Παντελεήμονος Κουτλουμουσίου και από Βασί­λειος ονομάσθηκε Χαράλαμπος. Μέχρι την κοίμησή του δεν βγήκε έξω από το Άγιον Όρος. Ήταν ένας χαριτωμένος μοναχός. Κυρίως έζησε στα μέρη των Καρύων και της Καψάλας. «Έλεγε συνεχώς την ευχή ψιθυριστά. “Όταν λέμε την ευχή”, έλεγε, δεν είμαστε μόνοι. Έχουμε πάντα μαζί μας τον Χριστό, την Παναγία και όλους τους αγίους, αρκεί να λέμε την ευχή». Τον χειμώνα, έλεγε, «ο Κύριος με θερμαίνει». Ζούσε σ’ ένα ετοιμόρροπο καλύβι. Έλεγε: “Αν δεν πίστευα στον Χρι­στό, μπορούσα να τρυπώσω εδώ μέσα;”».

Συχνά τον ενοχλούσαν και πολεμούσαν οι δαίμονες, τους πολεμούσε όμως και αυτός, όπως λέει ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους!». Έβλεπε και φωτεινούς αγγέλους και γέμιζε από άφατη χαρά η καρδιά του. Είχε ιδιαίτερη αγάπη στην Παναγία. Με ιδιαίτερη κατάνυξη έψαλλε συνέχεια τα τροπάριά της. Η ευλάβειά του ήταν μεγάλη. Λάτρευε τον Χριστό και τον επικαλούνταν συνεχώς. Έλε­γε: «Πρέπει κανείς να χορτάσει Χριστό, μετά έρχονται γλυκά δάκρυα κι έτσι εύχεται με αγαλλίαση και ελπίδα, αλλά πάλι δεν εμπιστεύεται στον εαυτό του αλλά στην ευσπλαχνία του Χριστού». Συνήθιζε να λέει· «Όστις μουρλαθεί διά τον Χριστόν συνετιεί αυτόν ο Θεός». Μερικές φορές έκανε και τον διά Χριστόν σαλό. Η συνομιλία μαζί του σου μετέδιδε ειρήνη και αγαλλίαση. Ποτέ δεν έλεγε περιττά και κοσμικά πράγματα. Συνήθιζε επίσης να λέει: «Ουαί ο λαλών και μη ποιών».

Η Παναγία και οι άγιοι που θερμά επικαλούνταν, πολλές φορές τον έσωσαν από διάφορους κινδύνους. Κάποτε που τον επισκέφθηκε ένας ιερεύς, συνοδευόμενος από ένα μοναχό, που είχε προβλήματα στο ναό του, του αγίου Γεωργίου, προτού του πει τίποτε, ο Γέρων Χαράλαμπος του είπε: «Να ξέρετε όμως, πατέρες, ότι ο άγιος Γεώργιος ο Τροπαι­οφόρος έχει ένα κοντάρι τρία μέτρα. Και όσους του πάνε ενάντια θα τους αρχίσει με αυτό το κοντάρι». Στους κοσμικούς που του ζητούσαν λόγο ωφελείας, αρκούνταν να λέει: «Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν». Υπήρξε ανεξίκακος, συγχωρητικός, υπομονετικός και καλο­κάγαθος.

Ένας μοναχός που τον γνώρισε από κοντά αναφέρει περί αυτού: «Ήταν κάπως αγροίκος, ατημέλητος, ολιγόλογος και απόμακρος. Συ­χνά τον συναντούσε κανείς ημιξαπλωμένο στη γη πλέκοντας κομποσχοίνι. Όταν του μιλούσες, απαντούσε κοφτά και μετά, με τη μακρόσυρτη βαρειά φωνή του, έλεγε το “Κύριε Ιησού Χριστέ”, μην παύοντας ποτέ να πλέκει κομποσχοίνι και να βλέπει κάτω. Τα χέρια του ήταν δουλεμένα, όλο ρόζους, τα υποδήματά του ήταν με σόλες από λάστιχο αυτοκινήτων σαν βάρκες. Τα πόδια του κατάξηρα, σκασμένα, σαν το καβούκι της χελώνας. Όταν συνειδητοποίησε ότι το κουβάρι του έχει πλέον μαζέψει, ζήτησε την προστασία στη μονή Σταυρονικήτα. Το 1995 πήγε στη μονή με όλη την πραμάτειά του, που την αποτελούσαν τρεις πλάκες καθαρό κερί κι ένα τσουβάλι νήμα για κομποσχοίνια. Όλο το διάστημα που έμεινε στη μονή ήταν σχεδόν κλινήρης. Οι πατέρες που τον διακονούσαν είχαν ν’ ακούσουν μόνο καλογερικό λόγο από το στό­μα του. Με τη βαρειά και συρτή φωνή του έλεγε συνεχώς την ευχή του Ιησού. Διηγείτο χαριτωμένα όνειρα, οράματα και οπτασίες δαιμόνων και αγγέλων. Δεν ήταν καθόλου απαιτητικός. Έραινε τους διακονητές με θερμές ευχαριστίες για την τόση φροντίδα τους προς αυτόν. Σήκωνε ένα μεγάλο σταυρό από χρόνια. Του είχε δοθεί «σκόλοψ τη σαρκί», κατά τον θείο Παύλο, για να μην υπεραίρεται. Υπέφερε πολύ από μία μεγάλη κήλη και γι’ αυτό ήταν κλινήρης. Όταν έβγαινε, με δυσκολία επανερχόταν στη θέση της. Γι’ αυτό κι όταν τον συναντούσε κανείς, ήταν ημιξαπλωμένος στη γη. Ήλθε ο καιρός που σταμάτησε πλέον να πλέκει κομποσχοίνια, να μιλάει και να εξιστορεί παλαιά γεγονότα. Δια­τηρώντας πλήρη διαύγεια πνεύματος επανελάμβανε μόνον την ευχή».

Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 18.2.1998. ημέρα Καθαρά Τρίτη. Εκοιμήθη τον μακάριο ύπνο των δικαίων, αφήνοντας παράδειγμα απλότητος και καρτερίας. Ετάφη στο κοιμητήρι της μονής Σταυρονικήτα.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Παϊσίου ιερομ., Γερο-Χαράλαμπος (ο κομποσχοινάς), Εκ βαθέων 3/2003, σσ. 13-17. Βασιλείου Ιωσαφαίου μοναχού, Ενάρετοι άνθρωποι που γνωρίσαμε στο Άγιον Όρος στις μέρες μας, Ο Όσιος Γρηγόριος 32/2007, σσ. 97-101.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Γ΄, εκδ. Μυγδονία σ. 1461-1467

Ιερομόναχος Νικάνωρ Χιλανδαρινός (1903 – 19 Φεβρουαρίου 1990)

$
0
0

Ιερομόναχος Νικάνωρ Χιλανδαρινός Ο μακαριστός Γέροντας Νικάνωρ γεννήθηκε στο χωριό Ντίβτσι, κοντά στην πόλη Βάλιεβο της Σερβίας στις 13.8.1903 από ευσεβείς και απλοϊκούς γονείς. Μικρός είχε τη θέρμη των πρώτων χριστιανών. Κατά κόσμον ονομαζόταν Νικόλαος Σάβιτς. Στην ιερά μονή Χιλανδαρίου, την οποία ίδρυσαν συμπατριώτες του και στην οποία κατοι­κούν πολλοί έως σήμερα, προσήλθε στις 17.8.1927. Μοναχός εκάρη στις 15.9.1929. Προϊστάμενος της μονής της μετανοίας του, την οποία αγάπησε θερμά και υπηρέτησε άοκνα, εξελέγη στις 31.12.1941. Το 1963 διετέλεσε Πρωτεπιστάτης του Αγίου Όρους και επί αρκετά έτη επίτροπος και αντιπρόσωπος της μονής του στην Ιερά Κοινότητα. Εργάσθηκε και ο ίδιος στους αμπελώνες, τους λεπτοκαρώνες και τους καστανεώνες της μονής.

Ο μακαριστός Γέροντας Μητροφάνης Χιλανδαρινός (+1999), με τον οποίο συνεργασθήκαμε, μας έλεγε, με συγκίνηση, για τον μακα­ριστό Γέροντά του Νικάνορα, πως ήταν άνθρωπος πολύ σοβαρός και σπουδαίος, βαθιά πνευματικός και κατανυκτικός. Είχε μεγάλη αγάπη για όλους. Κρατούσε μία μικρή επιφύλαξη για τους Γερμανούς, επειδή στον πόλεμο κρέμασαν πολλούς συμπατριώτες του. Δεν τους μισούσε όμως. Είχε αγωνισθεί για να το κατορθώσει. Παρότι ήταν απόφοιτος της πρώτης Δημοτικού, μελετούσε πολύ ως τα βαθιά του γεράματα. Η μελέτη ήταν γι’ αυτόν μεγάλη πηγή γνώσεως. Αγαπούσε πολύ τα βιβλία και τους συγγραφείς. Όταν πήγαιναν ερευνητές στο μοναστήρι του, τους εξυπηρετούσε με κάθε τρόπο, και τους παρότρυνε να εκδώσουν τους κόπους των ερευνών τους.

Πρώτος έμπαινε καθημερινά στο ναό κι έβγαινε τελευταίος. Η κόπωση, τα γηρατειά και η ασθένεια δεν τον έκαμπταν. Η στάση του έδινε κουράγιο σε όσους πήγαιναν να οκνεύσουν λίγο. Επί εφτά ώρες σχεδόν κάθε ημέρα ήταν ένας στύλος φωτεινός στο Καθολικό. Η θέρμη της ψυχής του φαινόταν στον ήπιο λόγο του και το τρυφερό βλέμμα του. Κατακτούσε έτσι αμέσως τον συνομιλητή του. Διατηρούσε όμως πάντοτε μία διακριτική απόσταση. Έδενε τους ανθρώπους με τον Χρι­στό και όχι με το πρόσωπό του. Η κάθε του κίνηση ήταν συνειδητή και υπεύθυνη. Είχε μία σοφή επαγρύπνηση για τον εαυτό του και για τη μονή του. Ήξερε να συγκεντρώνεται, να σκύβει μέσα του, να σκάβει, να μέμφεται, να χαίρεται την καλογερική ζωή. Είχε διάκριση. Ήξερε πότε να σιωπά, ν’ αποσύρεται, να περιμένει, να ελπίζει. Ήταν οικονόμος κι ελεήμων. Χαιρόταν πολύ να δίνει χρήματα να τυπώνονται ψυχωφελή βιβλία. Επικοινωνούσε με άνεση με τους πολλούς προσκυνητές και συ­ζητούσε φιλικά μαζί τους διάφορα πνευματικά θέματα.

«Το πιο σπουδαίο, έλεγε, είναι να είμαστε όσο πιο πολύ γίνεται κα­λοί στην εκκλησία. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα. Ας κάνουμε μόνο τ’ απαραίτητα. Προσευχόμαστε στον Θεό να έλθουν καλύτερες ημέρες για τη μονή. Αυτοί που θα έλθουν ας κάνουν τα περισσότερα». Επί κομμουνισμού πήγαινε στην πατρίδα του να ξυπνάει τους κοιμισμένους χριστιανούς. Μια μικρή περιουσία που είχε την έδωσε για να επισκευασθεί η εκκλησία του χωριού του. Το Χιλανδάρι το λάτρευε.

Αγαπούσε ιδιαίτερα το Άγιον Όρος, την Ελλάδα και τον μοναχισμό. Υπήρξε ελεήμων, σοβαρός, συνετός, διακριτικός και ειλικρινής. Εμείς λίγο τον γνωρίσαμε, αλλά πολλά καλά ακούσαμε γι’ αυτόν. Ο θάνατος τον βρήκε σε υψηλή διακονία. Είχε σταλεί από το Πατριαρχείο της Σερβίας στη μακρινή Αυστραλία, για να ομονοήσει δύο εκεί κοινότη­τες. Ανεπαύθη στις 19.2.1990, Κυριακή της Ορθοδοξίας, ο ορθοδοξότατος Προηγούμενος Νικάνωρ Χιλανδαρινός, ο σεβάσμιος άνθρωπος του Θεού. Ετάφη την επομένη στην εκεί μονή του Αγίου Σάββα.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Εκδημίες Αγιορειτών, Πρωτάτον 22/1190, σ. 51.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Γ΄, εκδ. Μυγδονία σ. 1263-1268

Ιερομόναχος Μακάριος Αγιαννανίτης (1914-20 Φεβρουαρίου 1983) (Γέροντας Μωυσής Αγιορείτης)

$
0
0
Ιερομόναχος Μακάριος Αγιαννανίτης Ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Κατσιγιώργης είδε το φως του ήλιου το 1914 στο χωριό Παρπαριά της μυροβόλου και αγιοτρόφου Χίου. Μόλις ένδεκα ετών ήλθε στο πολυφημισμένο Άγιον Όρος. Προσήλθε στο Κελλί των Εισοδίων της Θεοτόκου της Κερασιάς το 1925. Εκεί μόναζε ο ενάρετος θείος του ιερομόναχος Αθανάσιος (+1935), που μαζί με τον οσιώτατο Γέροντά του Ιερόθεο (+1902), είχαν έλθει στην Κερασιά από τη μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ψαρών το 1885. Η συνοδεία συνολικά αποτελείτο από εφτά πατέρες. Διακρίνονταν όλοι για τη μεγάλη τους αγωνιστικότητα, την εγκράτεια, την άσκηση, τη σκληραγωγία και την αυταπάρνηση. Δεν κατέλυαν λάδι επί χρόνια και τους έλεγαν «αλάδωτους».

Ο νεαρός Κωνσταντίνος εκάρη μοναχός και ονομάσθηκε Μακάριος το 1930. Οι πατέρες του Κελλιού υπήρξαν θαυμάσιο πρότυπο για τον π. Μακάριο. Τον συνέδραμαν να τους μιμηθεί και να τους ξεπεράσει. Κατά γενική ομολογία απέκτησε ταπείνωση, πραότητα, αδοξία, αταραξία και ησυχία. Το 1934 χειροτονήθηκε διάκονος, κατά την ημέρα των εγκαινίων του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου, από τον εφησυχάζοντα στα Βουλευτήρια μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο (+1956). Το 1941 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Όταν εκοιμήθη ο τελευταίος Γέρο­ντας της συνοδείας τους, ο ιερομόναχος Ιερόθεος (+1973), ανέλαβε γεροντικά καθήκοντα ο ιερομόναχος Μακάριος.

Το 1977 ο Γέροντας Μακάριος με τους υποτακτικούς του, μοναχούς Συμεών και Κοσμά, κατήλθε από τη δυσπρόσιτη Κερασιά στην Καλύβη του Αγίου Δημητρίου της σκήτης της Αγίας Άννης. Οι εκεί έριδες των ζηλωτών τους είχαν κουράσει. Ο παπα-Μακάριος συνέχισε να καλ­λιεργεί φιλότιμα την αρετή της φιλοξενίας. Οι αρετές του τον έκα­ναν σεβαστό και αγαπητό σε όλη τη σκήτη. Το φιλάρετο της ζωής του εντυπωσίαζε τους πάντες. Μετά από προσκύνημά του στα Ιεροσόλυμα ασθένησε βαριά. Υπέμεινε την ανίατη ασθένειά του δοξολογικά έως της μακαρίας τελευτής του, στις 20.2.1983.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Ανθίμου Αγιαννανίτου ιερομ., «Αγία  Άννα» το ιερό βήμα του Άθωνα, Άγιον Όρος 1992, σσ. 94-95. Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου ιερομ., Ασκητικές μορφές και διηγήσεις από τον Άθω, Άγιον Όρος 20013, σ. 134.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.1053-1054


Ιερομόναχος Καλλίνικος Αγιορείτης (23 Φεβρουαρίου 1961)

$
0
0
[caption id="attachment_119135" align="aligncenter" width="680"]Ιερομόναχος Καλλίνικος Αγιορείτης Ιερομόναχος Καλλίνικος Αγιορείτης[/caption] Από την Κέρκυρα που γεννήθηκε ήλθε νέος στο Άγιον Όρος. Μόνα­σε για ένα διάστημα στο Κελλί των Αγίων Αποστόλων - Αλυπίου των Καρυών και κατόπιν στη μονή του Αγίου Παύλου. Έλαβε έτσι δύναμη για τον αγώνα μιας ολόκληρης ζωής. Επέστρεψε στην πατρίδα του και χειροτονήθηκε ιερεύς. Ως ηγούμενος της μονής Υπεραγίας Θεοτόκου Πλατυτέρας (1953- 1961), ο αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Μεταλληνός και διακριτικός Πνευματικός βοήθησε πολλούς πτωχούς νέους και ανθρώπους των χωριών που κινδύνευαν από αιρετικούς. Ποτέ όμως το έργο του το κηρυκτικό και φιλάνθρωπο δεν τον άφησε να λησμονήσει πως ήταν πρώτα απ’ όλα και πάντοτε μοναχός. Την ασθένεια του σώματος θεωρούσε υγεία της ψυχής και πηγή ταπεινώσεως. Το κελλί του ήταν ταπεινό και αγαπητό, γιατί εκεί ήσυχα αφηνόταν στη μεγάλη χαρά της καλής φίλης του προσευχής. Αν και ηγούμενος, δεν φορούσε ποτέ σταυρό και κουκούλι. Στη μονή λειτουργούσε καθημερινά και ανελλιπώς επί 25 έτη, όσο του επέτρεψαν οι δυνάμεις και η υγεία του. Ήταν πολύ φιλακόλουθος. Την Μ. Πέμπτη τελούσε τρεις Ακολουθίες των Παθών, όπως και την Μ. Παρα­σκευή, σε διαφορετικούς ναούς. Μετά την περίοδο τις Κατοχής, που υπήρχε μεγάλη δυστυχία, κρυφά και μόνος μοίραζε μετά τα μεσάνυχτα τρόφιμα στα σπίτια των φτωχών, αφήνοντάς τα στις εξώθυρες. Αργό­τερα, που δεν μπορούσε, έστελνε κάποιο έμπιστο πνευματικό του τέ­κνο. Χαιρόταν να δίνει. Είχε μόνο ένα ζωστικό, με το οποίο κοιμόταν. Όταν το έπλενε, τυλιγόταν με το ράσο του μέχρι να στεγνώσει. Δεν χρησιμοποιούσε ποτέ σκεπάσματα. Τον χειμώνα είχε για σκέπασμα το παλτό του. Η ασθένεια του ζαχάρου τού πείραξε σοβαρά τα πόδια του. Υπέμεινε με σιωπή και προσευχή συκοφαντίες για την αγάπη του πλησίον. Οι παραπάνω μαρτυρίες είναι του νυν ηγουμένου Τιμοθέου. Γράφουν περί αυτού: «Οι ημέρες της ηγουμενίας του π. Καλλινίκου ήταν ημέρες αίγλης και δόξας για τη μονή. Άνθρωπος της προσευχής και της μελέτης δημιούργησε δίπλα του αξιόλογο κύκλο ανθρώπων, ο οποίος έγινε πυρήνας προσφοράς και αγαθοεργιών. Δημιούργησε κύ­κλους μελέτης Αγίας Γραφής και επιδιδόταν στο έργο της εξομολόγη­σης. Τα χρόνια εκείνα, μεταξύ άλλων, κατέπληξε με την ευφυΐα και τη μνήμη του εκδρομείς της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αείμνηστος καθηγητής Πανα­γιώτης Τρεμπέλας. Ο π. Καλλίνικος συνέχισε το έργο τις αποκατάστασης και του εξωραϊσμού της μονής. Επιπλέον το 1954 εξέδωσε την πρώτη ιστορία της μονής. Στις 20 Φεβρουάριου 1961, λόγω γήρατος και ασθενείας, ο π. Καλλίνικος αντικαταστάθηκε από τον ιερομόναχο Ανανία Σάκκα με απόφαση του μητροπολίτη. Τρεις ημέρες αργότερα, στην κλινική, όπου νοσηλευόταν, έκλεισε τα μάτια για πάντα ο ανύστακτος μελετητής της Αγίας Γραφής και των πατερικών συγγραμμάτων». Προαισθάνθηκε το τέλος του, όπως πολλοί ενάρετοι Αγιορείτες πατέρες. Οι διάφορες θλίψεις της ζωής τον ενδυνάμωσαν πιο πολύ. Όταν ακαδημαϊκός θεολόγος, κατάπληκτος από τη σοφία του, τον ρώτησε ποιό πανεπιστήμιο τελείωσε, του απάντησε: «Το πανεπιστήμιο της πεί­νας». Η πείνα του Θεού τον έκανε ένα πεινασμένο ασκητή της πόλης, που έτρεφε με λόγο και άρτο τους πεινασμένος και ξεδιψούσε τους διψασμένους στις καθάριες πηγές της μόνης Αλήθειας του Ευαγγελίου, από τις οποίες είχε ξεδιψάσει καλά και ο ίδιος. Ήταν μία από τις πιο λαμπρές μορφές του νεώτερου κερκυραϊκού μοναχισμού. Ανεπαύθη ήσυχα και μακάρια στις 23.2.1961 και ετάφη δίπλα στο ναό της μονής του. Στη μαρμαρόπλακα του τάφου ανεγράφετο: «Μα­κάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι. Ναι, λέγει το Πνεύμα, ίνα αναπαύσωνται εκ των κόπων αυτών, τα δε έργα αυτών ακολουθεί μετ’ αυτών» (Αποκ. ιδ', 13).   Πηγές – Βιβλιογραφία   Καλλινίκου Μεταλληνού αρχιμ., Ιστορία της  εν Κερκύρα Ιεράς Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου Πλατυτέρας, Αθήναι 1954. Διονυσίου Νικοκάβουρα, Καλλίνικος Μεταλληνός, Αθήναι 1964. Κ. Π. Θύμη, Η Ιερά Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Πλατυτέρας Κερκύρας, Κέρκυρα 2002.     Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 643-646

Ιεροδιάκονος Διονύσιος Σταυροβουνιώτης ( 1830-24 Φεβρουαρίου 1902)

$
0
0
[caption id="attachment_119138" align="aligncenter" width="640"]Ιεροδιάκονος Διονύσιος Σταυροβουνιώτης Ιεροδιάκονος Διονύσιος Σταυροβουνιώτης[/caption]

Από τη Λευκωσία μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου διετέλεσε διάκονος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και της μητροπόλεως Κιτίου. Διψώντας τη φίλη κάθε φιλόθεης ψυχής ησυχία έφθασε στην αγιορειτική, ησυχαστική, ασκητική κι ερημική σκήτη των Καυσοκαλυβίων, για να δρέψει το μέλι της αρετής στην Καλύβη του Αγίου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους. Εκεί κείρεται μεγαλόσχημος μοναχός και μαθαίνει την ωραία τέχνη της αγιογραφίας, στην οποία αρίστευσε, όπως και της βυζαντινής μουσικής.

Περί το 1875 επιστρέφει στην πατρίδα του και κατευθύνεται στην ερημωμένη μονή Σταυροβουνίου. Γίνεται διακριτικός πατέρας οσίων μοναχών. Η μεγάλη στέρηση τον αναγκάζει να επανακάμψει στο αγαπητό του Άγιον Όρος με την τετραμελή φιλόθεη συνοδεία του, όπου παρέμεινε επί μία τετραετία και πλέον.

Το 1882 συναντάται σ’ ένα ησυχαστικό Κελλί παρά τη μονή της Τροοδίτισσας. Η ησυχία τον θέλγει, τον συναρπάζει και τον κατανύσσει. Συνάμα εργάζεται την αγιογραφία. Μετά τη μεγάλη πυρκαϊά του 1888, της μονής Σταυροβουνίου, προσκαλείται και αναλαμβάνει ηγούμενός της το 1889. Αρχίζει εράνους για την ανασυγκρότηση της μονής. Σύν­τομα έρχονται στην υπακοή του ενάρετοι Κύπριοι πατέρες, πρώην Αγιορείτες, ο Βαρνάβας και οι αυτάδελφοι Γρηγόριος και Καλλίνικος. Ως ηγούμενος ο Διονύσιος στερέωσε το κοινοβιακό σύστημα, τηρώντας απαρασάλευτα τους αρχαίους μοναχικούς θεσμούς του ισάγγελου πολι­τεύματος. Ο πόθος της ησυχίας τον έφλεγε ακατάπαυστα. Έτσι όλη την εβδομάδα παρέμενε σ’ ένα φτωχοκάλυβο έξω της μονής, ασκούμενος, προσευχόμενος, αγιογραφώντας, και μόνο τα Σαββατοκύριακα ανέβαινε στη μονή, για να λειτουργήσει και να νουθετήσει τους δέκα μοναχούς του, ως ένας ησυχαστής.

Τ’ όνομά του, όπως όλων των φυγόδοξων μοναχών, δεν έγινε ευρύτερα γνωστό και δεν πέρασε στα λεξικά του κόσμου.

Μια ρήση του, που φύλαξε ένας υποτακτικός του, αφήνει να διαφανεί ο πλούτος του εσωτερικού του μεγαλείου και ο πόνος των οσίων, που δεν βρίσκουν κάποιον να εκμυστηρευθούν την πολυτιμότητα της περιουσίας τους εντός της «ένδοξης αδοξίας» τους και της «θέας του Θεού». «Θέλω», έλεγε, «να μιλήσω και δεν βρίσκω άνθρωπον κατάλ­ληλον, και πλησιάζει το τέλος μου, και δεν θα βρεθεί κανείς να του πω για την πνευματική αυτή εργασία που τόσον εκοπίασα».

Το τέλος του ήταν οσιακό. Ενώ ένας υποτακτικός του απήγγειλε τους Χαιρετισμούς του Τιμίου Σταυρού, είδε ο ετοιμοθάνατος μακάριος Γέροντας τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου να λάμπει και άκουσε υπέροχη αγγελική υμνωδία. Είπε τρεις φορές το «Θεοτόκε Παρθένε» και τη Δοξολογία. Με το «Αμήν» της Δοξολογίας, παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Πλάστη του. Ήταν 24.2.1902. Η προσωπική του περιου­σία ήταν λίγα βιβλία και λίγες εικόνες. Στις νεκρολογίες αναφέρεται η ασκητικότητά του, η σεμνοπρέπειά του και η αγαθότητά του. Κατά τη μετά τρία έτη ανακομιδή του τα οστά του βρέθηκαν «να αποπνέουν λεπτήν ευωδίαν».

Πηγές – Βιβλιογραφία

Αθανασίου Σταυροβουνιώτου αρχιμ., Ο Γέροντας Διονύσιος Καυσοκαλυβίτης (1816- 1901), Πρωτάτον 17/1989, σσ. 104-106. Ιωσήφ Βατοπαιδινού μοναχού, Οσίων μορφών αναμνήσεις, Άγιον Όρος 2003, σσ. 15-19. Κωστή Κοκκινόφτα, Ο Διονύσιος Χρηστίδης και η επανίδρυση της Μονής Σταυροβουνίου το 1889, Λευκωσία Κύπρου 2008.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 35-37

Μοναχός Θωμάς Μικραγιαννανίτης (1895-24 Φεβρουαρίου 1978)

$
0
0
[caption id="attachment_119144" align="aligncenter" width="564"]Μοναχός Θωμάς Μικραγιαννανίτης Μοναχός Θωμάς Μικραγιαννανίτης[/caption]

Ο κατά κόσμον Απόστολος Πετρουτσάκος του Ιωάννου και της Αργυρής γεννήθηκε στο Σκουτάρι της Λακωνίας το 1895. Από μι­κρός ήταν πάντοτε σοβαρός και μελετηρός. Στο σχολείο αρίστευε. Μα­θητής έπεσε στη θάλασσα κι έσωσε από βέβαιο πνιγμό ένα παιδάκι. Πήγε στην Αθήνα για να εργασθεί. Πέφτοντας στα χέρια του το βιβλίο Αμαρτωλών Σωτηρία εθέλχθη η καρδία του να γίνει μοναχός στο Άγιον Όρος.

Προσήλθε στην αθωνική έρημο το 1912 και εκάρη μοναχός το 1913. Η Καλύβη του Αποστόλου Θωμά, του ενάρετου Γέροντος Κυπριανού (+1944), απέναντι από το σπήλαιο του Αγαπίου Λάνδου, του συγγραφέως της Αμαρτωλών Σωτηρίας, έγινε η μόνιμη κατοικία του. Στα πρώτα βήματα της ζωής της υπακοής του παρουσιάσθηκε η ίδια η Παναγία να τον παρηγορήσει. Σε όλη του τη ζωή συνήθιζε να λέει: «Αγαπώ πολύ, μα πάρα πολύ, τον Χριστόν και τη Μητέρα του, δι’ αυτό δέχομαι και να με σφάξουν διά την αγάπην των». Το έλεγε και το πίστευε. Ήταν πιστός τηρητής των Ορθοδόξων δογμάτων. Δεν ανεχόταν επ’ ουδενί και κατά κανένα τρόπο να βλασφημείται τ’ όνομα του Χριστού και της Παναγίας.

Επί 60 χρόνια στη δυσπρόσιτη σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης υπέμεινε καρτερικά μόχθους, κόπους, ταλαιπωρίες για την αγάπη του Χρισ­τού. Τον γνωρίσαμε στη δύση του βίου του, νέοι εμείς, γέροντας πολύ­πειρος εκείνος, να μας λέει ιστορίες για παλαιούς Γεροντάδες, για τα θαύματα της Παναγίας, για το Γεροντικόν και το Λαυσαϊκόν.

Ο Γέροντας Ιωακείμ ο Καρεώτης (+1988) μας διηγήθηκε πως την περίοδο του 1940, λόγω της μεγάλης πείνας, έπαυσαν και στο Κελλί του Αγίου Αποστόλου Θωμά να παραθέτουν τράπεζα στην πανήγυρη. Αφού τελείωσε η αγρυπνία και πρόσφεραν ένα κέρασμα αναχώρησαν όλοι. Ο π. Θωμάς πήγε να τακτοποιήσει την εκκλησία και βλέπει ένα νέο λαϊκό να στέκεται στο γεροντικό στασίδι. Του λέγει: «Τί κάθεσαι; Δεν είδες ότι έφυγαν όλοι; Δεν έχουμε τράπεζα, λόγω της καταστάσεως...». Εκείνος δεν έφευγε. Βλέποντας αυτό ο π. Θωμάς, τον πιάνει από το χέρι και τον βγάζει έξω, για ν’ ακούσει να του λέει: «Κι εμένα θα διώξεις;». Όταν το διηγήθηκε στον Γέροντά του Κυπριανό, με βε­βαιότητα του είπε πως ήταν ο Απόστολος Θωμάς. Έτρεξε τότε εκείνος στα μονοπάτια, μα που να τον βρει, είχε γίνει άφαντος. Από τότε με κάθε θυσία παραθέτουν πλούσια τράπεζα.

Ιδού πως περιγράφει τα οσιακά τέλη του η φιλόθεη συνοδεία του: «Το τελευταίον εξάμηνον του ογδοηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του, παρέμεινε πλέον κλινήρης. Οι υποτακτικοί του ευρίσκοντο διαρκώς νύκτα και ημέραν πλησίον του, παρέχοντες εις αυτόν με αγαθήν διάθεσιν πάσαν ανθρωπίνην βοήθειαν. Ω, εκείναι αι τελευταίαι του ευχαί προς αυτούς! Αντικατοπτρίζουν όλον τον παράδεισον της ευγνώμονος ψυχής του! Ήλθεν όμως και η ημέρα, κατά την οποίαν συνεχώς οι οφθαλμοί του ήσαν υγροί. Ήτο δε και εορτή, 24η Φεβρουάριου, εορτή του αρχηγού των μοναχών, του Τιμίου Προδρόμου. Όλην την νύκτα έμεινεν άγρυπνος, εις κάθε δε προτροπήν ή να φάγη κάτι ή να κοιμηθή ολίγον, απαντούσε με ηρεμίαν: “Εγώ σήμερα πεθαίνω”. Και όντως ήτο εκ Θεού η πρόγνωσίς του. Περί την 4ην πρωινήν, βυζαντινήν ώραν, ημέραν Τετάρτην, ενώ ενητένιζε τους υποτακτικούς του με ιλαρότητα έκλεισε τους οφθαλμούς του και το στόμα του, κλίνας ολίγον την κε­φαλήν. Παρετηρήσαμεν συγκεκινημένοι τους τελευταίους σφυγμούς του σεπτού σώματός του. Η έξοδος της ψυχής του έδειξε το μεγαλείον της εναρέτου ζωής του. Εις την εξοδιαστικήν ακολουθίαν του συνέτρεξε πλήθος μοναχών εκ των ιερών μονών και των ιερών σκητών. Επίσης παρέστη τιμητικώς και ο Σεβ. Μητροπολίτης Ιερισσού κ.κ. Παύλος. Ηυχήθημεν την ώραν εκείνην δακρυρροούντες, και ευχόμεθα και τώρα ο Κύριος να μας κατατάξη μαζί του εις την ουράνιον βασιλείαν του».

Πηγές – Βιβλιογραφία

Αδελφότητος Θωμάδων, Γέρων Θωμάς Μικραγιαννανίτης (1893-1978), Ο Όσιος Γρηγόριος 4/1979, σσ. 56-58. Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Αγιορείτικες Διηγήσεις του Γέροντος Ιωακείμ, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 79-80.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 925-928

Μοναχός Λεόντιος Σιμωνοπετρίτης( 1859-24 Φεβρουαρίου 1949)

$
0
0
[caption id="attachment_119147" align="aligncenter" width="966"]Μοναχός Λεόντιος Σιμωνοπετρίτης Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας[/caption]

Γεννήθηκε στο χωριό Νεοχώρι Κυνουρίας της Πελοποννήσου. Ήταν μεγαλέμπορος στην Αμερική και ήλθε στο Άγιον Όρος με τον υπάλληλό του, που μοναχός ονομάσθηκε Δανιήλ και τον διακονούσε στις ανάγκες του με αφοσίωση. Κατοίκησε πρώτα στην Καλύβη της Υπαπαντής της σκήτης Κουτλουμουσίου. Το μοναχικό σχήμα είχε λάβει στη μονή του Οσίου Γερασίμου στα Ιεροσόλυμα το 1897. Τους αγώνες του συνέχισε και τελείωσε στην ουρανογείτονα μονή της Σιμωνόπετρας, που ήλθε το 1908. Τα τελευταία του είκοσι χρόνια τα πέρασε τυφλός στο Κάθισμα της μονής του Αγίου Σίμωνος του Μυροβλύτου. Όταν τυφλώθηκε έλεγε: «Τώρα όλα τα βλέπω καλύτερα, όλα τα αισθάνο­μαι καλύτερα. Ο Θεός μου έδωσε πιο δυνατό φως, από εκείνο που είχα, όταν ήμουν υγιής». Οι ασκητές που περνούσαν με το καραβάκι κι έβλεπαν το κελλί του υποκλίνονταν. Τον ονόμαζαν «Γέρων Λεόντιος ο τυφλός και ενάρετος». Για ένα διάστημα έκανε στην έρημο του Αγίου Βασιλείου και στα Κατουνάκια. Στη Σιμωνόπετρα έμενε με άλλους δύο αγωνιστές πατέρες: τον μοναχό Δανιήλ (+1949) και τον μοναχό Αλύπιο (+1954).

Γράφει ο ευλαβής συμμοναστής του παπα-Χρύσανθος: «Ο Γερο- Λεόντιος, όπου ήτο τυφλός, έκανε το ημερονύκτιον τρεις χιλιάδες έως τρισήμισι χιλιάδες μετάνοιες. Θέρμανση ουδέποτε εδέχετο εις το κελλί του. Κατά την διακοπή των αγρυπνιών είχον κελλία εις το βόρειον μέ­ρος και άκουγαν τους διακονητάς και λοιπούς θορύβους εις τα μαγει­ρεία, και ενώ τα κελλία των είχον παράθυρα προς βορράν δεν εδέχοντο να τους βάλουν τζάμια, αλλά υπέμεναν το δριμύτατο ψύχος εμμένοντες εις το προαιρετικόν μαρτύριον. Ο Γερο-Λεόντιος ήτο τυφλός, ωθούμενος δε από θείον έρωτα εράπιζεν το πρόσωπόν του ακαταπαύστως. Εάν κανείς αδελφός τον επλησίαζε και τον ερώταγε διά την υψηλήν ζωήν, και το πως να φθάση ο νους του, όσον είναι δυνατόν ανθρώπου, εις τον μετά τον εμπύρινον ουρανόν, όπου είναι αι ουράνιαι δυνάμεις, αναστενάζων του έλεγεν: “Αχ, παιδί μου, δεν έφθασα εις το βάθος της ταπεινοφροσύνης του προ της παρακοής Αδάμ. Εάν είχον φθάσει εις αυτό το βάθος, θα ημπορούσα να σου έλεγον ένα λόγον. Πλην μάθε, εάν θέλης να φθάσης εις αυτά τα ύψη, μακράν σου δεν είναι, αλλά ιπόμενον εις το κελλίον σου πείναν, δίψαν, ψύχος και τα λυπηρά, διά των οποίων ανέρχεται εις αυτά τα ύψη ακόπως ο νους του μοναχού”».

Συνεχίζει τις μυρίπνοες διηγήσεις του περί των διδακτικών διδαχών του αομμάτου, νηπτικού Γέροντος: «Εάν θέλης να αποκτήσης την καρδιακήν προσευχήν, θα φυλάξης άκραν υπακοήν και θα πωληθής εις τον ηγούμενον και θα παραδοθής ψυχή τε και σώματι, διά να αξιωθής της καρδιακής προσευχής, η οποία είναι πηγή πάσης θεολογίας. Εάν θέλης να φθάσης εις τα ύψη των πατέρων μας, εις άλλο τι δεν θα καταγίνεσαι παρά μόνον εις τον θείον έρωτα. Εάν πεινάς, μη φοβήσαι, η ούράνιος άνασσα, η Κυρία Θεοτόκος, θα σε θρέψη, εάν διψάς μη φοβήσαι, θα σε ποτίση Αυτή, όχι εκ του φθαρτού ύδατος όπου παρέρχεται, αλλά εκ του αφθάρτου, που είναι ο θείος έρως. Και εάν θέλης να αποκτήσης τον θείον έρωτα, να βιάζεσαι, διότι η Βασιλεία του Θεού βιάζεται από τους βιαστάς μοναχούς».

Κάποτε ένας νέος μοναχός είδε τον Γέροντα Λεόντιο, μαζί με άλλους δύο πατέρες, σε μία σφοδρή κακοκαιρία, ανυπόδητους να έχουν τη νύχτα ανάψει τη λάμπα πετρελαίου και να μελετούν την Αγία Γραφή. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην ...». Κι έβλεπαν τα μυστήρια της θείας δημιουργίας κι έκλαιγαν ακατάπαυστα. Όταν ήταν νέος, πήγαινε για τη νηπτική θεωρία να συμβουλεύεται τον ησυχαστή Γέροντα Καλλίνικο τον Κατουνακιώτη (+1930).

Ανεπαύθη εν Κυρίω στο Κάθισμα του Αγίου Σίμωνος στις 24.2.1949, γηροκομούμενος από τον υποτακτικό του Δανιήλ.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Χερουβείμ αρχιμ., Από το Περιβόλι της Παναγίας νοσταλγικές αναμνήσεις, Ωρωπός Αττικής 1981, σσ. 209-210. Χρυσάνθου Αγιαννανίτου ιερομ., Γεροντικαί ενθυμήσεις και διηγήσεις, τ. Α', Μώλος Λοκρίδος 2008, σσ. 98-102.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ.437-439

Ιερομόναχος Θεοδόσιος Αγιαννανίτης (1881 – 27 Φεβρουαρίου 1952)

$
0
0
Σκήτη Αγ. Άννης-Ιερ. Θεοδόσιος Αγιαννανίτης

Γεννήθηκε ο πανοσιώτατος αυτός ιερομόναχος στα Αρφαρά της Μεσσηνίας το 1882. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ηλίας Μουτεβέλης. Προσήλθε στην Καλύβη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου της σκή­της της Αγίας Θεοπρομήτορος Άννης το 1898 και εκάρη μοναχός το επόμενο έτος. Το 1911 χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και το 1912 ιερεύς, και προχειρίσθηκε Πνευματικός.

Όπως αναφέρει περί αυτού ο μακαριστός Γέροντας Χερουβείμ, διακρινόταν για την πολλή σοβαρότητα, σύνεση και σιωπή του. Ήταν ένας μύστης της νοεράς προσευχής, λειτουργός του Υψίστου εξαίρετος και ευλαβής, συνομιλητής ταπεινός και καλός. Στις σχέσεις του με τους άλλους είχε για κρίκο την καλοκαγαθία. Ήταν ένας από τους στύλους της σκήτης.

Τις νύχτες του τις περνούσε με ένδακρεις στάσεις και στεναγμούς αλαλήτους μετανοίας. Οι υποτακτικοί του τον έλεγαν νυκτοπούλι. Όταν ασθένεια σοβαρή, καρκίνος του ήπατος, τον βρήκε στον κόσμο, άφησε στη μέση τη θεραπεία, κι έτρεξε να πεθάνει στο Άγιον Όρος, που επί πέντε δεκαετίες και πλέον είχε αφεθεί υπό τη σκέπη της Θεοπρομή­τορος και της Θεοτόκου. Ανεπαύθη ένα μήνα μετά την επιστροφή του, στις 27.2.1952, από καρκίνο του ήπατος. Με φορείο τον είχαν ανεβάσει από τον αρσανά στην Καλύβη του. Με ευχαριστίες θερμές παρέδωσε την ψυχή του στον Πλάστη του, τον Κύριο και Θεό του.

Είχε και αδελφό Γέροντα, τον παπα-Χαράλαμπο, σε γειτονική Καλύβη με εκλεκτή συνοδεία. Τους διέκρινε αυστηρότητα βίου σπάνια.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Χερουβείμ αρχιμ., Νοσταλγικές αναμνήσεις από το Περιβόλι της Παναγίας, Ωρωπός Αττικής 1981, σσ. 144-145.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ. 479

Ιερομόναχος Εφραίμ Κατουνακιώτης (1912 – 14/27 Φεβρουαρίου 1998)

$
0
0
Ιερομόναχος Εφραίμ Κατουνακιώτης

Ο Γέροντας Ιωσήφ Βατοπεδινός (+2009), που τον γνώριζε καλά, γράφει περί αυτού, δίχως υπερβολή: «Μέσα στην αγιορειτική συνείδηση η μορφή του Γέροντος Εφραίμ του Κατουνακιώτου έχει χαραχθεί ως οσιακή. Η ζωή του ήταν ένα συνεχές μαρτύριο συνειδήσεως. Δεν μελέτησε μόνο τους Πατέρες, αλλά τους ακολούθησε και εφάρμοσε με ακρίβεια στη ζωή του τη διδασκαλία τους. Ιδιαίτερα καθοδηγήθηκε από τον πνευματικό του πατέρα, Γέροντά μας Ιωσήφ τον Ησυχαστή. Δεν άσκησε μόνο την μαρτυρική υπακοή, αλλά έγινε και ο χαρισματούχος υποτακτικός. Βίωσε την πληρότητα της θείας Χάριτος από τα πρώτα ασκητικά του βήματα. Έτσι ο λόγος του απλός, αλλά βιωματι­κός· δίχως εξωτερική καλλιέπεια, αλλά “άλατι ηρτυμένος” ήταν αποδεκτός, ιδιαίτερα από τους Αγιορείτες πατέρες, ως νόμος και κανόνας για την ορθή πορεία της μετανοίας».

Γεννήθηκε στο Αμπελοχώρι Θηβών το 1912. Από μικρός αγάπησε τα κομποσχοίνια, τις μετάνοιες, τις αγρυπνίες, τα μοναστήρια. Οι γονείς του κατέληξαν μοναχοί. Οι αποτυχίες της νεότητάς του ήταν για να τον οδηγήσουν στο Άγιον Όρος, όπου θα πετύχαινε. Το 1933 ήλθε στα ερά­σμια Κατουνάκια, στην Καλύβη του Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Εκάρη μοναχός, μετά ένα έτος, από τον Γέροντα Εφραίμ († 1934) με το όνο­μα Λογγίνος. Το 1935 εκάρη μεγαλόσχημος από τον παπα-Νικηφόρο († 1973) με το όνομα Εφραίμ. Το 1936 χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς. Οι Γέροντές του, παρότι ήταν αυστηροί, σκληροί και δύσκολοι, τους έκανε πάντοτε απερίεργη υπακοή.

Σταθμός στην πνευματική του πορεία υπήρξε η γνωριμία του με τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή (+1959), που εξελίχθηκε σε ισχυρό πνευματικό σύνδεσμο, αφού τον μύησε στα μυστικά της νοεράς προ­σευχής. Προσευχόμενος είδε με χαρά τρεις αγγέλους. Έτρεξε να το πει στον Γέροντα Ιωσήφ, που του είπε: «Αυτό παιδί μου είναι το πρώτο σκαλί. Αυτή είναι η χάρις. Από ’δω και πέρα άλλη πνευματική αμφίεση, άλλοι ορίζοντες, άλλη τροφή πνευματική, άλλη προσευχή σε περιμέ­νουν. Αυτό πολλοί μοναχοί το περιμένουν χρόνια και λίγοι το γεύονται. Κι εσένα τόσο γρήγορα σου το ’δωσε ο Θεός!». Άλλοτε προσευχόμενος ο Γέροντας Ιωσήφ του είπε: «Παιδί μου, δεν έχεις απλώς καθαρότητα ψυχής, αγνεία έχεις».

Εκεί που διακρίθηκε και χαριτώθηκε ήταν η σαραντάχρονη υπακοή του. Έλεγε: «Αυτός ο οποίος κάνει υπακοή στον Γέροντά του, μιμείται τον Χριστό, ο οποίος έκανε υπακοή στον Πατέρα Του. Και υποχρεούται κατά συνέχειαν ο Θεός να ευλογήσει εκείνον ο οποίος τον μιμείται...

Πολλές φορές κι εμείς, να πούμε, ως Γέροντες, μπορεί να κάνουμε κι ένα λάθος. Εσύ όμως που θα κάνεις υπακοή, θα σου βγει σε καλό, δεν θα σου βγει σε κακό. Ποτές η υπακοή δεν βγαίνει σε κακό, διότι είναι μίμησις Χριστού». Λέγουν πως ο παπα-Εφραίμ έφθασε εκεί που έφθασε, ψηλά, λόγω της μεγάλης υπακοής του. Το πιο αγαπητό του θέμα ήταν να μιλά περί υπακοής και περί προσευχής. Αυτά θυμάμαι, μας έλεγε, όταν πρωτοπήγαμε στα Κατουνάκια, ζώντος του Γέροντός του Νικηφόρου, στον οποίο έκανε άκρα υπακοή, παρότι είχε αμνησία.

Γηροκόμησε με σεβασμό, αγάπη, προθυμία, υπομονή και υπακοή τους τέσσερις Γεροντάδες του, για τους οποίους προσευχήθηκε κι έκλαψε πολύ και πληροφορήθηκε τη σωτηρία τους. Δεν μπορούσε να βαστά το παραμικρό βάρος στην καρδιά του, διότι δυσκολευόταν να προ­σευχηθεί και να λειτουργήσει. Πρώτος έβαζε μετάνοια συγχωρήσεως, συναδελφώσεως κι έλεγε ευχάριστα και αδυσκόλευτα το τρισευλογημένο «ευλόγησον». «Με την κατάκριση φεύγει η χάρη, έλεγε, με την υπακοή έρχεται πλούσια η ευλογία του Παναγάθου Θεού».

Έλεγε: «Και στη χαρά και στη λύπη ήρεμος και κόσμιος εξωτερικά, συγκρατημένος εσωτερικά. Χόρτασα από τα γλυκύτατα νάματα του Παραδείσου και φρόντισα να μην το πάρω επάνω μου. Ήπια από τα πικρότατα ύδατα της κολάσεως, αλλά φρόντισα να μην καταποθώ από την απόγνωση». Πειρασμοί, ανέχειες, δυσχέρειες, ασθένειες δεν τον κατέβαλαν ποτέ. Η Παναγία τον έκανε καλά από σοβαρή ασθένεια εκζέματος που τον ταλαιπωρούσε χρόνια. Την τελευταία του εικοσαετία απέκτησε συνοδεία και βρήκε μικρή ανάπαυση. Το τελευταίο έτος ασθένησα σοβαρά πάλι κι έμεινε κατάκοιτος.

Όταν κάποτε του είπε κάποιος πως τον θεωρούν άγιο, απάντησε: «Αλίμονο από τους άγιους που η φήμη τους έφτασε στην Αθήνα. Υπάρ­χουν πραγματικά άγιοι που βρίσκονται μέσα στις πόλεις, τις πολυκα­τοικίες και τα χωριά. Έτυχε να γνωρίσω πολλούς τέτοιους αγίους που ζούνε στον κόσμο... Με στενοχωρεί να βλέπω ανθρώπους να θεοποιούν συνανθρώπους τους, και χριστιανούς να απαιτούν από σένα να γίνεις κοσμοδιορθωτής. Δεν βρίσκομαι σε σχέση εχθρότητας με τους ανθρώπους που περνούν από ’δω, αλλά κάτι που ο ίδιος χρειάζομαι και που ίσως κι αυτοί για το ίδιο να ψάχνουν, είναι η σιωπή και η ησυχία».

Προσευχόμενος αναχώρησε του παρόντος μάταιου βίου στις 14/27-2-1998. Γράφει ένας ιερομόναχος: «Έβλεπα κοιμώμενον έναν όσιον ανήκοντα πλέον εις την χορείαν των Αγιορειτών Πατέρων και ηυχαρίστησα τον Θεόν και τον Γέροντα που με αγάπησε και χαρακτήρισε την ζωήν μου με την ιδικήν του. Τέλος, το σώμα του εδέχθη η μητέρα γη, αγιαζόμενη υπ’ αυτού, την δε αγίαν του ψυχήν υπεδέχθη χαίρουσα η χορεία πάντων των οσίων των εν ασκήσει διαλαμψάντων, των οποίων η μνήμη την ημέραν εκείνη ήρχιζε με τον Εσπερινό, διά να εορτάση ούτω ο όσιος μετά των οσίων. Εις ημάς άφησε μνήμην και υπόδειγμα ενάρετου ησυχαστικής ζωής, ζωής Αγιορείτου μοναχού και νοσταλγικήν ανάμνησιν του σεπτού του προσώπου...».

Ήταν πράγματι ένας μεγάλος αγωνιστής, θεοφώτιστος και χαριτωμένος, ευλογημένος και μακάριος, ακέραιος, ακριβοδίκαιος, άψογος και καθαρός. Όπως είπαν «μετά την οσιακή του κοίμηση, άδειασαν τα Κατουνάκια...».

Πηγές – Βιβλιογραφία: Τάσου Μιχαλά, Άθως, όρος άγιο, πολιτεία ανθρώπινη, Αθήνα 1981, σ. 46. Ιωσήφ Κατουνακιώτου ιερομ., Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, Άγιον Όρος 2000. Ιωσήφ Βατοπεδινού μοναχού, Ο χαρισματούχος υποτακτικός Γέροντας Εφραίμ ο Κατου­νακιώτης, Άγιον Όρος 2001. Γρηγορίου Δοχειαρίτου αρχιμ., Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας, Άγιον Όρος 2011, σσ. 414-423.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Γ΄, εκδ. Μυγδονία σ. 1429-1437.

Μοναχός Αυξέντιος Γρηγοριάτης (1892 – 1 Μαρτίου 1981)

$
0
0

Μοναχός Αυξέντιος Γρηγοριάτης Γεννήθηκε στη Μάνδρα Αττικής το 1892. Εκάρη μοναχός στην ιερά μονή Οσίου Μελετίου Κιθαιρώνος. Στη μονή Γρηγορίου ήλθε το 1920. Το 1921 εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Υπάκουα διακόνησε τη μονή του ως εκκλησιαστικός, μυλωνάς, μάγειρας, μετοχιάρης και κη­πουρός. Παντού και πάντοτε ήταν φιλόθεος, φιλάδελφος, φιλόπονος και φιλότιμος. Αγαπούσε ιδιαίτερα τη μελέτη της Φιλοκαλίας. Φιλακόλουθος στο έπακρον. Ασθενής και ηλικιωμένος έτρεχε στο Καθολικό καθημερινά πριν αρχίσει η ακολουθία.

Η ευχή του Ιησού είχε γίνει ένα με την αναπνοή του. Έλεγε: «Πολλές φορές βλέπω προς το δεξιό μέρος φως· αυτό το βλέπω όταν κάνω τον κανόνα με το κομβοσχοίνι· το βλέπω δε τακτικά και μετά πάλι φεύγει ... Αισθάνεται κανείς ένωση με τον Θεό. Καταλαβαίνει ότι το παν είναι ο Θεός. Μόνον αυτός είναι και τίποτε άλλο. Το κυριότερο είναι η αγάπη που έρχεται στην καρδιά για τον Χριστό. Αυτό είναι και τίποτε άλλο... Εγώ δυστυχώς έχω αναισθησία... Όταν ομιλώ, μετά δυ­σκολεύομαι στην πνευματική εργασία, διότι μου έρχονται λογισμοί άλλοι...».

 Σ’ ένα υποψήφιο Ιερομό­ναχο είπε, όταν του ζήτησε να τον συμβουλέψει: «Να έχεις βαθιά ταπείνωση και να αποφεύγεις τα σκάνδαλα. Εάν κάποτε φταίξει κάποιος σε σένα, να πας να συμ­φιλιωθείτε και μετά να λει­τουργήσεις. Να μην δέχεσαι ποτέ λογισμούς, αλλά να τους διώχνεις και να λες συνεχώς το “Κύριε Ιησού Χριστέ…” Αυτό είναι το παν. Ο ίδιος ο Χριστός θα σε διδάσκει τότε και θα σε φωτίζει. Μόνο να κοιτάς ο νους σου να είναι μέσα στην καρδιά. Όταν όμως κουράζεσαι, να λες το “Κύριε Ιησού Χριστέ” και με το στόμα. Έτσι θα νικάς τους λογισμούς. Εάν όμως καμιά φορά ο λογισμός επιμένει και δεν μπορείς να τον διώξεις, να πηγαίνεις στον ηγούμενο, να προσπίπτεις και να εξο­μολογείσαι. Έτσι θα ελευθερώνεσαι. Εγώ αυτό που έχω να σας πω είναι το “Κύριε Ιησού Χριστέ” και τίποτε άλλο. Να πηγαίνετε στον Γέ­ροντα και να εξομολογείσθε τακτικά. Αυτός ξέρει πολλά, είναι θεολόγος, εγώ είμαι τυ­φλός και στην ψυχή και  στο σώμα».

Κανείς δεν τον θυμάται στο μοναστήρι του ν’ αργολόγησε, ν’ αργοσχόλασε, να γέλασε, ν’ αντιμίλησε, να όκνευσε. Τον θυμόμαστε κι εμείς σοβαρό, συνετό, σεμνό, να βαδίζει αργά, να στέκε­ται όρθιος στην εκκλησία, να σταυροκοπιέται ευλαβικά, να μην αφήνει το κομποσχοίνι. Δεν πέρναγε από το νου του ποτέ ότι είναι κάποιος ενάρετος. Είχε ειλικρινή αυτομεμψία. Προσευχόταν και κοιμώμενος. Ολιγόφαγος και λιτόφαγος πάντοτε.

Σε αυτόν ίσχυε απόλυτα το «Μοναχός εστιν αληθώς ο μηδέν έχων εν τω παρόντι βίω ει μη μόνον τον Χριστόν». Όταν κάποτε άπλωσε το πολυμπαλωμένο παντελόνι του και του το άλλαξαν μ’ ένα καινούργιο, δεν το έπαιρνε, ούτε και ζητούσε το παλιό το δικό του. Έτσι αναγκάστη­καν να τον αφήσουν στον πλούτο της πενίας του. Ήταν ανόρεχτος για κάθε φθαρτό, πρόσκαιρο και γήινο. Μ’ ένα ζευγάρι υποδήματα πέρασε έξι δεκαετίες καλογερικής ζωής. «Ο μοναχός», έλεγε, «να μην πιάνει κουβέντα με τους λογισμούς». «Ο λαϊκός να τηρεί τις δέκα εντολές». Ζούσε μυστικές καταστάσεις της θείας χάριτος στην ουρανότρωτη καρ­διά του, μα πολύ σπάνια μιλούσε γι’ αυτές. Όταν κάποτε έπεσε και κτύπησε, αντί για βόγγους άκουγες την ευχή. Αν πέρναγες από το κελλί του, άκουγες να έχει γίνει ανάσα του, παραμιλητό του, τραγούδι του, ύμνος ευχαριστίας, παρακλήσεως και δοξολογίας, μονάκριβη δοξολο­γία, η ευχή του Ιησού. Κοιμήθηκε σε βαθιά γεράματα, ο έτοιμος από καιρό, την Κυρια­κή της Ορθοδοξίας, ο ορθοδοξότατος, αφού κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και είπε το «δι’ ευχών». Ήταν 1η  Μαρτίου του 1981. Κα­νένας δεν είχε να πει κάτι, έστω κάποια ελάχιστη μομφή, γι’ αυτόν τον αληθινό μοναχό. Δεν στενοχώρησε ποτέ κανένα. Ο ηγούμενος της μονής αρχιμανδρίτης Γεώργιος άρχισε τον επικήδειο του έτσι: «Αισθανόμεθα όλοι την ανάγκη, πατέρες και αδελφοί μου, να ευχαριστήσουμε εκ βά­θους καρδίας τον φιλάνθρωπο Κύριο και Θεό μας, ο οποίος μέσα στις πολλές και μεγάλες δωρεές Του προς εμάς, τα ευτελή Του τέκνα, μας έδωσε κι αυτή την μοναδική και μεγάλη ευλογία να γνωρίσουμε και να ζήσουμε κοντά στον άγιο αυτόν άνθρωπο, τον οποίο σήμερα κηδεύουμε, τον μακαριστό και όντως όσιο Γέροντα π. Αυξέντιο ...».

Πήγες – Βιβλιογραφία

Γεωργίου Γρηγοριάτου αρχιμ., Επικήδειος λόγος στην εκφορά του μακαριστού Γέροντος Αυξεντίου Γρηγοριάτου, Ο Όσιος Γρηγόριος 6/1981, σσ. 86-90. Παναρέτου Γρηγοριάτου ιερομ., Γεγονότα εκ της ζωής του Γέροντος Αυξεντίου, Ο Όσιος Γρηγό­ριος» 6/1981, σσ. 91-97. Φ. Γ. Μ., Η οσιακή πολιτεία κι η μακαρία κοίμησις του π. Αυξεντίου, Ο Όσιος Γρηγόριος 6/1981, σσ. 98.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικόν, τ. Β, Εκδ. Μυγδονία, σσ.999-1003


Μοναχός Νήφων Κωνσταμονίτης (1896 – 19 Μαρτίου 1985)

$
0
0

Monahos Nifon Konstamonitis 02Γεννήθηκε στο χωριό Μάριου Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου Κρήτης το 1896 ο κατά κόσμον Εμμανουήλ Σπαντιδάκης. Νέος πήγε να υπηρετήσει την πατρίδα και να την υπερασπισθεί. Αργότερα στο μοναστήρι του, που τον πίεζαν να χειροτονηθεί ιερεύς, έλεγε πως πήρε όπλο και μπορεί στον πόλεμο να κτύπησε κάποιον και να τον σκότωσε. Από τον λόχο του, έλεγε, ήταν ο μόνος που σώθηκε. Έλεγε συνεχώς τους Χαιρετισμούς της Παναγίας.

Εισήλθε στην ήσυχη και απόμερη μονή του άγιου πρωτομάρτυρος Στεφάνου-Κωνσταμονίτου το 1926 κι εκάρη μοναχός το 1928. Από το 1945 ήταν προϊστάμενος της μονής του. Διετέλεσε και τοποτηρητής της. Στα 60 έτη της κοινοβιακής βιοτής του υπήρξε ασυμβίβαστος πλήρως με ότι το αντιμοναχικό. Είχε υψηλούς πνευματικούς στόχους και τους έφθασε. Η ασκητική του ζωή ήταν γεμάτη θυσίες. Υπήρξε μακάριος άνδρας, ο καλοκάγαθος αυτός Κρητικός, ο ήπιος, γλυκός και πάντοτε φιλήσυχος Κωνσταμονίτης. Τα παθήματα του έγιναν μαθήματα. Οι δοκιμασίες και οι πειρασμοί τον καλλιέργησαν και τον ωρίμασαν. Απαράβατα τηρούσε σε όλη του τη ζωή τον υποχρεωτικό για όλους ευαγγελικό νόμο. Είχε σταθερό κανόνα την απαράβατη τήρηση των θείων εντολών. Υποδειγματικός μοναχός, άριστος κοινοβιάτης, μυστικός αγωνιστής, εγκρατέστατος, ακριβέστατος, τιμιότατος, καθαρότατος. Αγάπησε την ξενιτεία, την αδοξία, την άσκηση. Ποτέ δεν βρέθηκε παράπονο στα χείλη του. Ήταν από τους λίγους, τους σπάνιους, τους αγαθούς και ωραίους μοναχούς.

Monahos Nifon Konstamonitis 03

Έφθασε να έχει πέντε διακονήματα στο μοναστήρι του. Παρ’ όλ’ αυτά ποτέ δεν γόγγυσε, δεν εκνευρίστηκε, δεν ταράχθηκε και δεν αγχώθηκε. Σαν να μην είχε νεύρα. Δεν ήξερε τι θα πει θυμός και οργή. Πάντοτε ήταν πρόθυμος, φιλότιμος, αγαπητός κι ευχάριστος. Δεν χάλασε την καρδιά κανενός ποτέ. Όλους τους αγαπούσε κι εκτιμούσε. Όλοι τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν. Δίχως ν’ αφήνει ποτέ την αγία κατάνυξη. Κι όλο να προσπαθεί να κρύψει τ’ άκοπα και αβίαστα δάκρυά του.

Αγρυπνία και προσευχή ήταν όλη του η ζωή. Σε κάποιον εμπιστεύθηκε πως συνήθιζε να κοιμάται μόνο μία ώρα το εικοσιτετράωρο. Είχε μόνιμη χαμαικοιτία. Στα γεράματά του που ξάπλωνε σε κρεβάτι, ελεεινολογούσε τον εαυτό του συνεχώς γι’ αυτό του το κατάντημα. Μελετούσε με δάκρυα όλο το Ευαγγέλιο καθημερινά όρθιος. Όταν γέρος καθόταν και το διάβαζε, ζητούσε να τον συγχωρέσει ο Θεός γι’ αυτό. Είχε καθημερινή ανάγνωση στο κελλί του, εκτός των άλλων, και όλο το Ψαλτήρι. Έλεγε και την ευχή. Τον έλουζε το άκτιστο φως.

Πάσχα ήταν κι έκλαιγε. Θα πάμε στον παράδεισο, έλεγε. Νύχτες ολόκληρες έκλαιγε και προσευχόταν. Ο συγκοινοβιάτης και συμπατριώτης του Γέροντας Μόδεστος έλεγε: «Τον έχουμε τον Νήφωνα σε αυτό το απόμερο κελλί, για να κλαίει άνετα να μην τον ενοχλούμε». Τον γνωρίσαμε και μείς οι ανόητοι, που σύραμε τις άτεχνες αυτές γραμμές. Είχε καταλάβει καλά τι σημαίνει μοναχισμός, σωτηρία της ψυχής, αιώνια ζωή.

Στις 19.3.1985 αυτός ο αφανής ήρωας, μετατέθηκε από τον θάνατο στη ζωή, στην όντως ζωή, τη μακαρία και ατελεύτητη, την όντως πανευφρόσυνη χώρα των ζώντων.

Πηγή – Βιβλιογραφία

Μανόλη Μελινού, Αγιορείτες ευλογείτε, Αθήνα 2004, σσ. 287-292. Αντωνίου Στιβακτάκη, Κρήτες Αγιορείτες Μοναχοί, Ιεράπετρα 2007, σσ. 48-49.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τόμος Γ΄ 1984 – 2000, σελ.1125-1128, εκδόσεις «Μυγδονία»

Ιερομόναχος Ευγένιος Ξηροποταμηνός (1853-21 Μαρτίου 1924)

$
0
0
Iera Moni Xiropotamou

Ιερά μονή Ξηροποτάμου, χαλκογραφία (1759)


Ο κατά κόσμον Δημήτριος Ευστρατίου από την Άγρα Μυτιλήνης γεννήθηκε το 1853. Προσήλθε στην ιερά μονή Ξηροποτάμου το 1871. Μοναχός εκάρη το 1874. Από τον Γέροντά του ιερομόναχο Αγαθάγγελο († 1898) έλαβε στην κουρά του το όνομα Ευγένιος προς τιμή του Γέροντός του Ευγενίου († 1876). Σπούδασε στην Αθωνιάδα Σχολή, η οποία τότε ήκμαζε. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1875 και πρεσβύτερος το 1879. Προϊστάμενος προήχθη το 1883.

Είχε άκρα αγάπη στη θεία λατρεία. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την πρόοδο της μονής της μετανοίας του. Στις παγκοινιές πρώτος πήγαινε και τελευταίος έφευγε. Εργαζόταν σαν ο τελευταίος καλός εργάτης στη συγκέντρωση του ελαιοκάρπου. Είχε άνεση λόγου και συγκινούσε τους συνδαιτυμόνες στις τράπεζες. Ο Προηγούμενος Ευδόκιμος Ξηροποταμηνός († 1938) γράφει μεταξύ άλλων περί αυτού ότι: «διεκρίθη ιδία διά το μειλίχιον του χαρακτήρος και τον ασκητικόν αυτού βίον, ως και διά τον υπέρ της Μετανοίας αυτού απεριόριστον ζήλον».

Ανεπαύθη εν Κυρίω μακαρίως στις 21.3.1924.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, α.α.6. Ευδοκίμου Ξηροποταμηνού Προηγουμένου, Η εν Αγίω Όρει Άθω Ιερά, Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Σεβασμία Μονή του Ξηροποτάμου, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 161.

Πηγή: Γέροντος Μωυσέως Αγιορείτου, «Μέγα Γεροντικόν Ενάρετων Αγιορειτών του εικοστού αιώνος»., σελ. 187.

Αρχιμανδρίτης Μωυσής Χιλιανδαρινός († 21 Μαρτίου 2010)

$
0
0

Αρχιμανδρίτης Μωυσής Χιλιανδαρινός (†21 Μαρτίου 2010)01
Σαν σήμερα στις 8/21 Μαρτίου 2010, σε ηλικία 87 ετών, εκοιμήθη ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου, Αρχιμανδρίτης Μωυσής, ο οποίος μόνασε 44 χρόνια στη Μονή Χιλιανδαρίου.

Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1923 στην Καμένιτσα, κοντά στην πόλη Βάλιεβο και το κοσμικό του όνομα ήταν Στάνισλαβ Ζάρκοβιτς. Σε ηλικία 16 ετών έγινε δόκιμος μοναχός στο σερβικό Μοναστήρι Ζίτσα, στο Κράλιεβο, την εποχή που ηγούμενος ήταν ο Νικόλαος Βελιμίροβιτς. Στη διάρκεια του B΄ Παγκόσμιου Πολέμου πήγε στη Μονή Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους. Το 1947 εκάρη Μοναχός και το 1949 Ιερομόναχος.

Διετέλεσε για πολλά χρόνια Προϊστάμενος και Αντιπρόσωπος της Μονής του στην Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους.

Εξελέγη Ηγούμενος της Μονής στις 22 Νοεμβρίου 1992. Κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας του, η Μονή Χιλανδαρίου, η οποία αποτελεί το κύριο πνευματικό κέντρο των Σέρβων από τον 12ο αιώνα μέχρι σήμερα, γιόρτασε τα 800 χρόνια από την ίδρυσή της, το 1998.

Ακολουθούν φωτογραφίες:

Αρχιμανδρίτης Μωυσής Χιλιανδαρινός (†21 Μαρτίου 2010)02 Αρχιμανδρίτης Μωυσής Χιλιανδαρινός (†21 Μαρτίου 2010)03 Αρχιμανδρίτης Μωυσής Χιλιανδαρινός (†21 Μαρτίου 2010)04 Αρχιμανδρίτης Μωυσής Χιλιανδαρινός (†21 Μαρτίου 2010)05

Ιερομόναχος Γεράσιμος Εσφιγμενίτης (1862 – 22 Μαρτίου 1935)

$
0
0
[caption id="attachment_121604" align="aligncenter" width="640"]Ieromonahos Gerasimos Esfigmenitis (Smyrnakis) Ιερομόναχος Γεράσιμος Εσφιγμενίτης, ευγενική ψυχή και ωραίος άνθρωπος[/caption]  

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο, και κατόπιν τη στρατιωτική σχολή στην Αθήνα, απ’ όπου εξήλθε αξιωματικός, ο κατά κόσμον Γεώργιος Σμυρνάκης. Το 1887 φθάνει στον ιερό Άθωνα. Το 1902 χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος, αφού πριν είχε καρεί μοναχός στη μονή Εσφιγμένου. Το 1906 αναλαμβάνει καθήκοντα ηγουμένου της μονής, και παραμένει στη θέση αυτή ως το 1908. Κατόπιν διαμένει στη Νέα Σκήτη επί διετία. Από το 1910-1913 βρίσκεται σ’ ελληνορθόδοξες κοινότητες της Αμερικής. Το 1913 γίνεται αδελφός της μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου «ως καταθελχθείς εκ της ιερότητος της νήσου, της ευσεβείας των πατέρων της μονής και της νήσου». Τα έτη 1920-1923 τοποθετείται προϊστάμενος του Ιερού Σπηλαίου της Αποκαλύψεως. Από το 1923-1925 αναπτύσσει διδακτική και πνευματική δράση στη Ρόδο και καθίσταται πρόεδρος των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Τα έτη 1925-1926 εκλέγεται, ενθρονίζεται και ηγουμενεύει στην ιερά μονή Πανορμίτη Σύμης. Εισήγαγε στη μονή το αγιορείτικο τυπικό κι έκανε απαραίτητα οικοδομικά έργα. Αναφέρεται ότι «διά παλλαϊκής ψήφου του συμαϊκού λαού εξελέγη καθηγούμενος». Τον χαρακτηρίζουν ως «ρηξικέλευθον» «και διά τα αυστηρά αυτού ήθη διακρινόμενον ιερόν άνδρα».

Ο ιερομόναχος Γεράσιμος Εσφιγμενίτης (Σμυρνάκης) διακρίθηκε και ως καλός συγγραφέας. Σπουδαιότερο έργο του θεωρείται αυτό που έγραψε για την ιστορία του Αγίου ’Όρους κι έχει πλήθος χρήσιμων πληροφοριών. Υπάρχει και ενδιαφέρον ανέκδοτο έργο του. Κατά τον φιλοαθωνίτη συγγραφέα βιογράφο του, Ι.Μ. Χατζηφώτη, υπήρξε ευγενική ψυχή, ωραίος άνθρωπος, δραστήριος λόγιος, ενάρετος μοναχός, αγαθός Γέροντας, ασκητικός, απλός, απέριττος, καλωσυνάτος και πνευματικός σπορέας.

Το «Βραβείον» της μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου αναφέρει περί αυτού: «1935 Μαρτίου 22. Εκοιμήθη εν Κυρίω ο εν Χριστώ ημών αδελφός Γεράσιμος Σμυρνάκης Αρχιμανδρίτης ετών 73 εκ Ναυπλίου καταγόμενος, με θάνατον συγκοπή της καρδίας, καθήμενος εις το θρανίον του Νάρθηκος παρέδωκε το πνεύμα. Εχρημάτισε και ηγούμενος της εν Αγίω Όρει Μονής του Εσφιγμένου και της εν Σύμη Ι. Μονής του Πανορμίτου. Τάξαι Κύριος την ψυχήν αυτού μετά των δικαίων αμήν».

Στον πρόλογο του βιβλίου του για το Άγιον Όρος έγραφε: «Ο φιλαναγνώστης ευρήσει εν δυνατή λεπτομέρεια παν το προς μελέτην ευρυτέραν της Ιεράς ταύτης γης του Αγιωνύμου Όρους. Επειδή άχρι τούδε ουδέν, ως γινώσκομεν, συνετάχθη δοκίμιον εν τη καθ’ ημάς Ελληνίδι φωνή λεπτομερές ως οιόν τε περί του Αγίου Όρους, μιας των Ακροπόλεων αληθώς της ελληνικής Ορθοδοξίας, ημείς οι ελάχιστοι φόρον σεβασμού και αφοσιώσεως αποτίοντες τω ιερώ ημών τούτω Τόπω και υπό πολλών του καλού και της ευσεβείας φίλων κατά καιρούς παροτρυνόμενοι, προέβημεν εις την σύνταξιν της παρούσης πραγματείας, έστω και ατελούς...».

Βιβλιογραφία 

Πηγή: Χρυσοστόμου Γ. Φλωρεντή διακόνου, Βραβείον της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου, Αθήναι 1980, σ. 132. Γερασίμου Εσφιγμενίτου ιερομ., Το Άγιον Όρος, Άγιον Όρος 19882, σ. 5. Ί. Μ. Χατζηφώτη, Αββακούμ Λαυριώτης ο Ανυπόδητος» και άλλα Αθωνικά μελετήματα, Κατερίνη 1993, σσ. 23-78.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικόν, τ. Α,  σελ. 295 – 297, Εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2011.

Μοναχός Γερμανός Διονυσιάτης (1840 – 24 Μαρτίου 1924)

$
0
0
Iera Moni Dionysiou 01

Ιερά Μονή Διονυσίου (φωτ. π. 1890)

Γεννήθηκε στην Καρδίτσα της Θεσσαλίας το 1840. Διακρινόταν για τη μεγάλη του ταπείνωση. Γράφει περί αυτού ο ευλαβέστατος μο­ναχός Λάζαρος Διονυσιάτης († 1974): «Ούτος ο μακάριος Γερμανός είχεν έμφυτον εν τη καρδία του την αγίαν ταπείνωσιν και τα εξ αυτής συνακόλουθα χαρίσματα και αρετάς: πραότητα, ακακία, σεμνότητα και το παιδικόν και άπλαστον του χαρακτήρος του. Εκ νεαράς ηλικίας έπασχεν ο μακαρίτης από κήλην, η οποία τόσον είχεν εξογκωθή, ώστε όταν ήλθεν εις το νοσκομείον, ήτο ως εν καρπούζιον, δύο κιλών περί­που. Όμως δεν εμεμψιμοίρει, δεν εγόγγυζεν, αλλά διαρκώς εδόξαζε τον Θεόν και Τον ευχαριστούσε, διότι, έλεγε, δικαίως επαιδεύετο διά τας αμαρτίας του».

Λεπτομέρεια χαλκογραφίας ιεράς μονής Διονυσίου

Λεπτομέρεια χαλκογραφίας ιεράς μονής Διονυσίου

Μάλιστα το τέλος του ήταν θαυμαστό. Ζήτησε από τον νοσοκόμο διακονητή της μονής καφέ και ρακή. Τα ήπιε δίχως να δείξει καμία δυσκολία. Αναχωρώντας ο νοσοκόμος τον βλέπει να υψώνει τα μάτια του προς τον ουρανό και να σιγοψιθυρίζει με φαιδρότητα: «έλα, έλα, σε περιμένω …». Προφανώς επρόκειτο περί αγγέλου. Μετά λίγα λεπτά εξέπνευσε. Ο νοσοκόμος θαύμασε για το γεγονός. Βλέποντας τον ειρη­νικό και ησύχιο αυτόν θάνατο ο παρευρισκόμενος ιατρός Γέρων Αθα­νάσιος Λαυριώτης († 1940) είπε προς τον ηγούμενο: «Αυτός, δεν είναι θάνατος, είναι ύπνος, είναι μετάβασις από τα επίγεια εις τα ουράνια, από τα λυπηρά εις τα χαρμόσυνα, ίνα η ψυχή του, μετά των ουρανίων Δυνάμεων, αγάλλεται, ευλογούσα και δοξάζουσα τον Πανάγαθον Κύ­ριον ημών Ιησούν Χριστόν». Και ο ηγούμενος απάντησε: «Ναί, άγιε ιατρέ, ως τα λέγεις, ούτως έχει η αλήθεια. Διά την αγίαν του ζωήν, ο Κύριος του ωκονόμησε τέλος αγαθόν». Τέλους αγαθού και ειρηνικού είθε ν’ απολαύσουμε όλοι μας.

Ανεπαύθη εν Κυρίω την παραμονή της μεγάλης εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στις 24.3.1924.

Πηγές  – Βιβλιογραφία:
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Διονυσίου. Θερμές ευχαριστίες στον μοναχό Γαβριήλ Διονυσιάτη. Λαζάρου Διονυσιάτου μοναχού, Διονυσιάτικαι Διηγήσεις, Άγιον Όρος 1988, σσ. 96-97.

 

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Μέγα Γεροντικό Ενάρετων Αγιορειτών του 20ου αιώνος, σελ. 189-190, τόμος Α΄ 1901-1955, Εκδόσεις «Μυγδονία».
Viewing all 151 articles
Browse latest View live