Quantcast
Channel: —Μορφές —–Διακόνημα
Viewing all 151 articles
Browse latest View live

Ιερομόναχος Λογγίνος Γρηγοριάτης (1858-1.1.1936)

$
0
0

Ι.Μ. Γρηγορίου-(Ιερομ. Λογγίνος) Ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Δημητρίου Παπαδημητρίου γεννήθη­κε στο χωριό Νισάνι Άρτας της Ηπείρου το έτος 1858. Προσήλθε στην ιερά μονή του Αγίου Νικολάου, την επονομαζόμενη του Γρηγορίου, εκ του οσίου κτήτορός της, το 1888. Το επόμενο έτος εκάρη μοναχός από τον χαρισματούχο ηγούμενο αρχιμανδρίτη Συμεών (+1905). Το 1901 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Επί έτη διετέλεσε οικο­νόμος και Πνευματικός στο μετόχι της μονής των Αγίων Αναργύρων στην Άρτα.

Ο Γέροντας Βαρλαάμ Γρηγοριάτης, μετά την κοίμηση του ιερομονάχου Λογγίνου, έγραφε: «Τύπος αληθινού ιερομονάχου ευσεβέστατος. Είχεν αποκτήσει τον σεβασμόν και την αγάπην όχι μόνον των Αρτιαίων αλλ’ ολοκλήρου του Νομού. Εθεωρείτο ιδεώδης Πνευματικός και επί των ήμερων του το Μονύδριόν μας ανέζησεν τας ημέρας της Τουρκοκρατί­ας, όπου ήτο το πνευματικόν φυτώριον του Νομού Άρτης».

Ο αληθινά ευσεβέστατος παπα-Λογγίνος Γρηγοριάτης υπήρξε ιδεώ­δης Πνευματικός, δημιούργησε σημαντική πνευματική κίνηση, όπως επί τουρκοκρατίας, που λειτουργούσε σχολή, με καθηγητή τον άγιο Θεο­χάρη τον Αρτηνό κι ένα των μαθητών του, τον γνωστό Φιλικό Νικόλαο Σκουφά. Ανεπαύθη εν Κυρίω την 1.1.1936 στο μετόχι της Άρτας, όπου διακόνησε με θερμό ζήλο με τον Γέροντά του Δανιήλ επί πολλά έτη, συνδράμοντας στην ψυχική σωτηρία πολλών Ηπειρωτών.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Ηπειρώτες Γρηγοριάτες, Ηπειρωτικό Ημερολόγιο, Ιωάννινα 1991, σ. 165.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ. 305

Μοναχός Παύλος Λαυριώτης (1885 -1 Ιανουαρίου 1980)

$
0
0

Μοναχός Παύλος ΛαυριώτηςΟ Λαυριώτης Γέροντας Παύλος Παυλίδης ήταν ιατρός χειρουργός. Γεννήθηκε στη Σαφράπολη-Θεοδωρούπολη του Πόντου το 1885. Προσήλθε στην ιερά μονή Μεγίστης Λαύρας το 1925 κι εκάρη μοναχός το επόμενο έτος. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στην αγιοτρόφο Καισά­ρεια της Καππαδοκίας. Τις σπουδές του τελείωσε στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Ειδικεύθηκε στο Παρίσι και τη Λειψία με υποτροφία του τουρ­κικού κράτους ως αριστούχος. Εργάσθηκε ως ιατρός στην Κωνσταντι­νούπολη και την Προύσα και μάλιστα και ως αξιωματικός στον τουρκι­κό στρατό, απ’ όπου θαυμαστά δραπέτευσε το 1917. Το 1922 βρίσκεται στις τάξεις του ελληνικού στρατού. Νυμφεύθηκε, αλλά πρόωρα έμεινε χήρος. Ταλαιπωρημένος φθάνει στη Θεσσαλονίκη, κατόπιν στις Καρυές, στη μονή Βατοπεδίου και τέλος στη Μεγίστη Λαύρα. Το 1937 έγινε Γέροντας και το 1945 προϊστάμενος.

Γράφει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του τού 1948: «Εν τη αγωνία της εν Προύση μαρτυρικής εκείνης ζωής, κατελήφθη η Μικρασία υπό του ελληνικού στρατού, εν τω οποίω μόλις μετά έτος εδέησε να ονομασθώ έφεδρος ανθυπίατρος εις την Εσκί-Σεχίρ X μεραρχίαν βαρέ­ων οβιδοβόλων. Αλλά και τούτο διεδέχθη η επαίσχυντος εκκένωσις της Ανατολής, νύκτα δε διήλθομεν διά Προύσης, εγκαταλείπων εκεί πλουσίαν βιβλιοθήκην, ιατρικήν εγκατάστασιν, και πολύτιμά μοι εργόχειρα και γραπτά, και ως Ιώβ, πάντων μεν γυμνωθείς αλλά και τη αγάπη εκείνου τιμηθείς. Σήμερον, 5 Μαΐου, ήκουσα τον Εσπερινόν του Πολυάθλου, εορτάζοντος αύριον. Εκ Θεσσαλονίκης επεσκέφθην, χάριν περισυλλογής και προς εγγυτέραν γνωριμίαν αυτό το Άγιον Όρος. Υπεδέχθην εις Θάσον τους πρόσφυγας γονείς και αδελφούς μου, και επί δύο έτη προσελήφθην ιατρός της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου. Ηγάπησα εκ κράσεως την ησυχίαν, την ειρήνην και την ευσέβειαν του Αγίου Όρους και απεφάσισα την μοναχικήν κουράν. Αλλ’ επέπρωτο να κοινοβιάσω εις Λαύραν διά λόγους, νομίζω πάλιν, θείας νεύσεως. Ανερχόμενός ποτε την μαρμάρινην κλίμακα και παρά τη θύρα της θαυματουργού Θεοτόκου Παραμυθίας μονονουχί ακούω ψιθυρισμούς εις τα ώτα της ψυχής “Εις Λαύραν ... Λαύραν”! Και ούτως εν μυστική και παραδόξω συνεννοήσει μετά του μακαρίτου Γέροντος Σπυρίδωνος Καμπανάου, του Λαυριώτου ιατρού, εγενόμην τέλος μοναχός Λαυριώτης, καρείς τοιούτος μετά εξάμηνον τη 22α Μαρτίου 1926, Σάββατον προς Κυριακήν της Σταυροπροσκυνήσεως ».

Μέσα από κινδύνους και πολλές δυσκολίες γίνεται ο ιατρός όλου του Αγίου Όρους. Τρέχει παντού όπου τον καλούν να συνδράμει τους πονεμένους αδελφούς του. Βοήθησε κι έσωσε πολλούς. Ο βίος του ταπεινός, ασκητικός, σιωπηλός, καλογερικός. Φιλακόλουθος, φιλόπονος, μελετη­ρός, προσεκτικός. Ήταν παρά την ισχνή φωνή του καλός ψάλτης και βαθύς γνώστης της βυζαντινής μουσικής. Ο θεοφιλέστατος Ροδοστόλου Χρυσόστομος αφιερώνει στα έργα του πολλούς καλούς λόγους για τον Γέροντα Παύλο: «Το πρόσωπο και την κάτισχνη απ’ την νηστεία μορφή του μπορούσες ως άριστα να την παραβάλεις με τις τοιχογραφίες των οσίων του Καθολικού ή της Τραπέζης της Λαύρας και να αισθανθείς μυστική χαρά για την ομοίωσί της ... Ζώνες, σχήματα, πολυσταύρια και κομποσχοίνες τριακοσάρες κοντά στ’ απέριττο κρεββάτι του, το γνώριμο και συνηθισμένο για καλογερική κάβια σκηνικό του, δείγματα της συμβολικής και πνευματικής πανοπλίας του Γερο-Παύλου. Για μας ήταν ξεχωριστή καταξίωσις να συχνάζουμε στο δωμάτιό του και να απολαμβάνουμε την συντροφιά του, να δεχόμαστε τις συμβουλές και τις ευχές του ...».

Ο λογοτέχνης Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος μεταξύ άλλων γράφει περί αυτού: «Είναι κοντός, λιγνός, φαλακρός, με άσπρο, αραιό και διχα­λωτό γένι. Παρακολουθεί τις ακολουθίες με κατάνυξη, ξεκουκίζει το κομποσκοίνι του, συλλογίζεται, διαβάζει και γράφει, καλόγερος από το 1925. Τα χειρόγραφά του έχουν ξεπεράσει τους εκατόν πενήντα τό­μους. Αποσπάσματα από τους τόμους αυτούς έχει τυπώσει σε τεύχη».

Ο κοσμογυρισμένος ιατρός, ο ευπροσήγορος μοναχός, ο φιλόθεος Γέροντας ανεπαύθη εν Κυρίω την 1.1.1980, μνήμη του ουρανοφάντορος Βασιλείου του Μεγάλου, του ιατρού και πολύσοφου αγίου.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Παύλου Λαυριώτου μοναχού, Αυτοβιογραφίας δεύτερα μεσαία επιτομή, Άγιον Όρος 1963, σσ. 15-16. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, Το Περιβόλι της Παναγίας. Αγιορείτικα και άλλα οδοιπορικά, Αθήνα δ.χ., σσ. 92-94. Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Γράμματα και άρματα στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2000, σσ. 108-114.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 983-985

Πατήρ Λάζαρος Αμβροσιάδης (1872 – 3 Ιανουαρίου 1951)

$
0
0
p. Lazaros Ambrosiadis

Ο π. Λάζαρος γεννήθηκε το έτος 1872 στο χωριό Πασλάχ της Κερασούντος του Πόντου από ευλαβείς γονείς, τον Μιχαήλ και την Μαρία. Είχε πέντε αδέλφια, εκ των οποίων ενας έγινε ιερέας, ονόματι π. Γεώργιος. Ο Λάζαρος από μικρός αγαπούσε τον Θεό και την Εκκλησία και ποθούσε, όταν μεγαλώση, να γίνη ιερέας. Ουδέποτε έβαλε ξυράφι στο πρόσωπο του, και τα παιδιά, όταν έπαιζαν μαζί του, τον φώναζαν όχι με το όνομά του, αλλά "παπά".

Σε ηλικία 19 ετών νυμφεύθηκε την Σωτηρία και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Την Αναστασία, την Δέσποινα, την Ησαΐα και τον Μιχαήλ. Εχειροτονήθη ιερέας συντομα και εκτελούσε με πολύ ζήλο τα ιερατικά του καθήκοντα

Η πρεσβυτέρα του αρρώστησε και έμεινε κατάκοιτη τέσσερα χρόνια. Ο π. Λάζαρος έφερε γιατρό από την Κωνσταντινούπολη. Τον κράτησε ένα μήνα στο σπίτι του. Για να τον πλήρωση πούλησε όλη την περιουσία του, αλλά τελικά η πρεσβυτέρα εκοιμήθη. Ο π. Λάζαρος είχε ζήσει μαζί της ένδεκα χρόνια και όταν χήρεψε ήταν τριάντα ετών. Μετά από ενα χρόνο εκοιμήθη και ο γυιός του Μιχαήλ. Σε δύο χρόνια πάντρεψε την κόρη του Αναστασία. Πέθανε το πρώτο της παιδί και στο δεύτερο πέθανε η ίδια και το παιδί της. Ύστερα πάντρεψε την κόρη του Δέσποινα και σύντομα χήρεψε, διότι εκοιμήθη ο σύζυγος της από αιμορραγία.

Μαζί με τους συχνούς θανάτους σε πρόσωπα της οικογενείας του ο π. Λάζαρος είχε να αντιμετώπιση και την πείνα. Υπήρχε έλλειψη τροφίμων και ξήλωσαν τα παπλώματα, να πουλήσουν τα παπλωματο-σέντονα για να αγοράσουν κανένα κιλό καλαμπόκι να φάνε. Στον δρόμο, ενώ βάδιζε με την αδελφή του Ανατολή και με μία άλλη συγχωριανή του, την Χατζη-Κυριακή, τους συνάντησαν δύο άγριοι Τούρκοι. Τον π. Λάζαρο, τον έδειραν αλύπητα και ήθελαν να τον σφάξουν. Η αδελφή του με κλάματα τους παρακαλούσε να τον αφήσουν γιατί είχε ορφανά να θρέψη. Τους πήραν τα πράγματα και τους άφησαν να γυρίσουν στο χωριό.

Ο π. Λάζαρος για να ζήση τα ορφανά του εργαζόταν ως ξυλοκόπος στο χωριό Γούζαλαν. Η αμοιβή του ήταν μισή οκά καλαμπόκι την ημέρα. Αυτό ήταν το φαγητό τους. Έβραζε χόρτα, έβαζε μέσα λίγο αλεύρι καλαμποκίσιο με γάλα και έτρωγε με τα παιδιά του.

Ο π. Λάζαρος παρακίνησε τους συγχωριανούς του να κτίσουν Εκκλησία στο χωριό τους. Κουβαλούσαν πέτρες στην πλάτη από μακρυά, έκαναν καμίνι στο βουνό για να έχουν ασβέστη και έφεραν νερό κάνοντας ενός χιλιομέτρου αυλάκι. Όταν τελείωσε η Εκκλησία, την αφιέρωσαν στον άγιο Νικόλαο και ο π. Λάζαρος έφερε τρεις Αγιογράφους από την Τσιανικία για να αγιογραφήσουν το Ναό. Όσον καιρό αγιογραφούσαν τους φιλοξενούσε στο σπίτι του, τους τάιζε και τους πλήρωνε τον κόπο τους.

Για ένα διάστημα καταδίωκαν τους ιερείς οι Τούρκοι και δεν τους άφηναν να λειτουργούν. Ο π. Λάζαρος καλούσε τους Χριστιανούς του χωριού κρυφά στο δάσος και έκαναν την θεία Λειτουργία χωρίς να γίνωνται αντιληπτοί από τους Τούρκους. Εκεί στο δάσος έκτισαν ενα υποτυπώδες εκκλησάκι του προφήτου Ηλιού. Ως Αγία Τράπεζα ο π. Λάζαρος έβαλε μία μεγάλη πλάκα.

Κάποτε του ζήτησαν οι Τούρκοι τα σκεύη της Εκκλησίας και δεν τα έδωσε. Τον χτύπησαν και τον τυράννησαν. Ύστερα τα πήρε με τον γαμπρό του και πήγαν μακρυά να τα θάψουν. Από το πρωί ως το μεσημέρι βάδιζαν.

Ο π. Λάζαρος δεν σταμάτησε ποτέ να λειτουργή. Είτε κρυφά στον προφήτη Ηλία είτε φανερά στον Άγιον Νικόλαο μετέδιδε τα Μυστήρια στο ποίμνιο του.

Κάποιοι Τούρκοι πήγαν στον π. Λάζαρο και του είπαν ότι έχουν πληροφορία πως ορισμένοι Χριστιανοί έχουν όπλα. Τον χτυπούσαν αλύπητα για να μαρτυρήση ποιοί έχουν όπλα. Του έλεγαν να του κάνουν περιτομή, να αλλάξη την πίστη του για να γίνη Μουσουλμάνος, και αυτός τους απαντούσε: «Ό,τι και να με κάνετε, Τούρκος δεν γίνομαι. Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός θα πεθάνω». Τότε του χάραξαν με το μαχαίρι τα πόδια του, έρριξαν αλάτι στις πληγές και τα έβαλαν στην φωτιά. Τοποθέτησαν την πυροστιά στην φωτιά και, όπως ήταν πυρωμένη, την έβαλαν στο κεφάλι του αλλά εκείνος, δεν έβγαλε μιλιά ούτε γόγγυξε. Ύστερα του καλλίγωσαν τα πόδια. (Κάρφωσαν πέταλα στα πόδια του). Μετά από τόσα βασανιστήρια αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Τότε οι Χριστιανοί μάζεψαν χρήματα, τους τα πήγε η αδελφή του Ανατολή και τον άφησαν ελεύθερο. Όμως από τα βασανιστήρια δεν μπορούσε να περπατήση, γι' αυτό πήγε ο αδελφός του π. Γεώργιος και τον έφερε στην πλάτη στο σπίτι του. Εκεί με πρακτικά μέσα τυλίγοντας τα πληγωμένα πόδια του στο δέρμα μιας προβατίνας, σιγά-σιγά συνήλθε.

Επειδή τότε υπήρχε μεγάλη αναταραχή, όλο το χωριό κατέβηκε στην Κερασούντα. Εκεί οι Τούρκοι σκότωσαν τρεις ιερείς και στον τόπο της εκτελέσεως τη νύχτα εφαίνοντο τρεις λαμπάδες αναμμένες. Βλέποντας την δύσκολη κατάσταση ο π. Λάζαρος απεφάσισε να φύγη για την Ελλάδα αφού βέβαια κατώρθωσε να βγάλη διαβατήρια. Ο αδελφός του π. Λαζάρου, ο παπα-Γιώργης, είχε φιλία με εναν Τούρκο ονόματι Ελήμ Χότζια. Από το χωριό τους Πασλάχ μέχρι την Κερασούντα τους συνώδεψε ο Ελήμ Χότζιας με οπλισμένους δικούς του ανθρώπους. Στην Κερασούντα φόρτωσαν σε καράβι τα πρόβατα και τα μουλάρια για την Κωνσταντινούπολη και τον π. Λάζαρο τον έντυσαν σαν βοσκό με κάπα.

Από την Πόλη έφθασε στην Ελλάδα και έμεινε ενα χρόνο στην Ήπειρο σ' ένα Μοναστήρι. Όταν ήρθαν σ' ενα χρόνο τα παιδιά του και τ' αδέλφια του το έτος 1923 τους συνάντησε στην Ζάκυνθο. Όλοι μαζί πήγαν στην Δράμα στο χωριό Ποσιονόζ (σήμερα Καλαμών), όπου έμειναν πέντε χρόνια. Εκεί ο π. Λάζαρος έκτισε με την βοήθεια του κόσμου Εκκλησία, όπου και λειτουργούσε.

Αργότερα με την κόρη του Δέσποινα και τον σύζυγο της, μαζί με 16 οικογένειες προσφύγων, μετακόμισαν στο χωριό Εξοχή Κατερίνης, που τότε ωνομάζετο Καλύβια Χαράδρας. Η άλλη κόρη του Ησαΐα έμεινε με την οικογένεια της στην Δράμα.

Στο καινούργιο χωριό δεν βρήκαν Εκκλησία. Είπε σε όλους να βοηθήσουν με προσωπική εργασία να κτίσουν ναό για να μπορέσουν να λειτουργήσουν τα Χριστούγεννα. Κουβαλούσαν από το ποτάμι τις πέτρες στον ώμο. Ο παπα-Λάζαρος βρήκε μία μεγάλη πλάκα ενός τετραγωνικού μέτρου επιφάνεια και πάχους δέκα εκατοστών που την μετέφεραν και την τοποθέτησαν ως Αγία Τράπεζα.

Την εποχή που κτιζόταν η Εκκλησία πέθανε ο γαμπρός του, ο σύζυγος της Ησαΐας, στην Δράμα. Την πήρε μαζί του με τον γυιό της Αναστάσιο, την βοηθούσε και όταν ξανάκανε δική της οικογένεια με πολλά παιδιά, το παιδί της, τον Αναστάσιο, από τον προηγούμενο γάμο το ανέλαβε ο π. Λάζαρος. Του έκτισε σπίτι, το πάντρεψε και ήταν γι' αυτόν και την σύζυγο του πραγματικός πατέρας. Ο ίδιος φρόντιζε τα παιδιά του Αναστάση, όταν εκείνος με την σύζυγο του Θεοδώρα εδούλευαν στα χωράφια.

Ο πονόψυχος π. Λάζαρος στα χωράφια που ειργάζετο, βρήκε ενα παιδί πέντε ετών εγκαταλελειμμένο και το πήρε σπίτι του για ένα-δύο χρόνια, μέχρι που κάποιος το υιοθέτησε.

Ο παπα-Λάζαρος ακόμη και τον χειμώνα κοιμόταν έξω από το σπίτι, στην αράνη, αποθήκη σκεπασμένη με λαμαρίνες που για χωρίσματα αντί για τοίχους είχε καλαμποκιές. Πως άντεχε το κρύο και δεν αρρώσταινε; Από την αράνη με τα τσαρούχια πήγαινε στην Εκκλησία για να λειτουργήση, μέσα στα χιόνια και στις βροχές και εκεί πάλι στο ναό χωρίς θέρμανση. Και έκανε τότε βαρείς χειμώνες. Το χιόνι έφτανε το μισό μέτρο και τα κρύσταλλα εκρέμοντο από την σκεπή.

Τελείωνε την Λειτουργία και άρχιζε ο αγώνας στο σπίτι με τις δουλειές. Μαγείρευε, ζύμωνε έψηνε ψωμί και έπλενε τα ρούχα τους με σταχτόνερο (αλυσίβα). Πήγαινε το ψωμί στο χωράφι και βοηθούσε ο ίδιος ανοίγοντας με τον κασμά χωράφια, φυτεύοντας αμπέλια και οπωροφόρα δένδρα και μεγαλώνοντας έτσι τα μικρά εγγόνια του.

Ο ίδιος ζύμωνε τα πρόσφορα που λειτουργούσε και τα έψηνε στην γάστρα με πολλή τέχνη και πείρα. Συμβούλευε τις γυναίκες, τις πετσέτες που τυλίγουν το πρόσφορο να μην τις πλένουν στην σκάφη με τα υπόλοιπα ρούχα, αλλά στο ταψί ή στην κατσαρόλα.

Ήταν ευκίνητος και ταχύτατος στις εργασίες που έκανε. Τα προλάβαινε όλα και τα έκανε πολύ καλά. Ποτέ δεν ήταν χωρίς φροντίδες. Διηγούνται γυναίκες από την Εξοχή: «Εμείς με ενα σπίτι και κουραζόμασταν. Ο π. Λάζαρος με δύο σπίτια και την Εκκλησία, πως τα προλάβαινε όλα μόνος του και μεγάλωσε τόσα εγγόνια;».

Όταν ερχόταν επισκέπτης στο σπίτι, ο ίδιος σηκωνόταν, τον κερνούσε και του έψηνε καφέ, αν και παρευρίσκοντο τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Ήταν τόσο ταπεινός, που υπηρετούσε τους πάντες και δεν εδέχετο ούτε ενα ποτήρι νερό από τους άλλους.

Όταν πήγαινε κάποιος να του ζητήση ενα εργαλείο, αμέσως έτρεχε να τον εξυπηρέτηση, χωρίς καθόλου να τον καθυστέρηση. Αλλά οι περισσότεροι στο χωριό δεν κατανοούσαν την πνευματική του αξία, τον θεωρούσαν εναν απλό παπαδάκο, όχι σπουδαίο άνθρωπο.

Η εγγονή του Αρετή Αμβροσιάδου θυμάται: «Οι γονείς μας πήγαιναν στο χωράφι και έκανε αυτός όλες τις δουλειές του σπιτιού. Έπλενε, ζύμωνε, μαγείρευε, έφερνε νερό με την στάμνα από την βρύση της ρεματιάς. Πρόσεχε και μας πέντε παιδιά που ήμασταν μικρά. Όσο ήμουν μικρή με έπαιρνε μαζί του στον Εσπερινό να κρατώ το κερί στην Είσοδο, έξω από το ιερό. Μέσα δεν με έβαλε ποτέ. Είχε γλυκεία φωνή και έψαλλε ωραία. Με την σκαπάνη του άνοιγε χωράφια και έβγαζε κούτσουρα. Μας ήταν τόσο αγαπητός. Δεν τον φωνάζαμε παππού, αλλά όλα τα παιδιά του και τα εγγόνια του τον ξεχωρίζαμε και τον προσφωνούσαμε "ο καλός πατέρας"».

Ήταν ιερέας, αλλά και μάννα για όλους. Η κούραση της ημέρας ήταν μεγάλη. Μία φορά έτρωγε την ημέρα, και κοιμόταν λίγες ώρες.

Ο π. Λάζαρος ήταν ευλαβής και πολύ συνεπής στα ιερατικά του καθήκοντα. Ήταν μικρόσωμος, αδύνατος, ολιγομίλητος, χωρίς κάτι το εντυπωσιακό. Το ύφος του ήταν σεμνό και σοβαρό. Είχε όμως μία χάρη που σε είλκυε. Ήθελες να είσαι κοντά του, να τον ακούς. Όλη του η ζωή ήταν μία θυσία, γεμάτη θλίψεις, φτώχεια, συχνούς θανάτους συγγενών του. Όμως ποτέ δεν γόγγυσε. Από τους φτωχούς ενορίτες του δεν ζητούσε ποτέ αμοιβή για τα Μυστήρια που τελούσε. Τότε υπήρχε συμφωνία, τον ιερέα να τον συντηρή το χωριό. Η κάθε οικογένεια έπρεπε να του δίνη 12 οκάδες σιτάρι τον χρόνο. Οι περισσότεροι δεν του έδιναν ή, αν του έδιναν λίγο την μία χρονιά, την άλλη δεν του έδιναν τίποτε. Ουτε ποτέ ζήτησε ούτε παραπονέθηκε, αλλά παντού έτρεχε με χαρά να εξυπηρέτηση τις ανάγκες των ενοριτών του. Ήταν ποιμένας καλός και όχι μισθωτός. Αυτό το αναγνώριζαν όλοι.

Δεν έπαιρνε τίποτε από κηδείες και γάμους. Και μάλιστα σε δύσκολους καιρούς με πείνα, πολέμους, και μεγάλη φτώχεια. Με το μπαγκράτσι στο χέρι μέσα στις λάσπες με τα τσαρούχια, γύριζε να αγιάση όλα τα σπίτια του χωρίου κάθε πρώτη του μηνός. Δεν έκανε εξαιρέσεις, πήγαινε παντού. Άλλοι του έρριχναν μία δεκάρα και άλλοι κουμπιά, αλλά ο π. Λάζαρος δεν έδινε σημασία τι του έδιναν, ουτε βαρυγγομούσε.

Ήταν πολύ αυστηρός σε θέματα τάξεως. Στα Μυστήρια δεν επέτρεπε οχλαγωγία. Γυναίκες βαμμένες και με κοντό μανίκι δεν τις επέτρεπε να έρχωνται στην Εκκλησία.

Στην Κατοχή σε κάποιους γάμους που ετέλεσε, οι φτωχοί άνθρωποι δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν στέφανα. Τότε έκοβε δύο κληματόβεργες, τις έκανε σαν στέφανα και μ' αυτές στεφάνωσε το ανδρόγυνο. Τί χαριτωμένη απλότητα! «Αν είχαν και από ένα τσαμπί σταφύλι, θα ήταν καλύτερα», έλεγε.

Σε καφενείο δεν σύχναζε. Πήγαινε στα σπίτια και συζητούσε με τους γέρους κυρίως, αλλά και με νέους. Δεν του άρεσε η πολυκοσμία. Ήταν ειρηνικός και φιλήσυχος άνθρωπος. Όταν κάποιοι μάλωναν και παρεξηγούντο, ο π. Λάζαρος πήγαινε και τους συμφιλίωνε.

Έκανε μεγάλες νηστείες. Την Σαρακοστή έτρωγε αλάδωτο μόνο μία φορά την ημέρα. Έλεγε στη νύφη του, γυναίκα του εγγονού του Αναστάση, να μην μαγειρεύη την Κυριακή, γιατί είναι αναστάσιμη ημέρα. Δεν έτρωγε φαγητό μαγειρεμένο την Κυριακή και απείχε από την κρεοφαγία.

Έλεγε στα μικρά του εγγόνια που έπαιζαν και γελούσαν να μή γελάν πολύ. Το πολύ γέλιο είναι του Σατανά. Τα συμβούλευε να προσεύχωνται. Είχε κάνει από ενα σκαμνάκι μικρό ξεχωριστά στο καθένα και, όταν αυτός προσευχόταν, τα εγγονάκια του εκάθοντο μπροστά του. Όταν ήθελε, άφηνε τους συγγενείς του και πήγαινε στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί έκανε προσευχή επί ώρες.

Τον Κωνσταντίνο Σαργιανίδη τον προέτρεψε να μάθη ψαλτικά, και τον πλήρωνε από την τσέπη του, ενώ αυτός ο ίδιος δεν επληρώνετο, και έτσι έγινε ψάλτης. Στα σπίτια, όταν τους καλούσαν μετά από βαπτίσεις για φαγητό, δεν του επέτρεπε να τραγουδά, αλλά μόνο να ψάλλη τροπάρια.

Το μόνο παράπονο των ενοριτών του ήταν που δεν έδινε στις βαπτίσεις το όνομα που ήθελαν οι γονείς αλλά αυτό που ήθελε ο ίδιος. Ρωτούσε ποιό όνομα θα δώσουν στο παιδί και όταν του έλεγαν Γκόλφω, Αυγούλα, Ζαχαρούλα και άλλα τέτοια παρόμοια, έλεγε.

«Τί όνομα είναι αυτό; και έλεγε άλλο όνομα. Συνήθως έλεγε: «Το παιδί βαπτίζεται με το όνομά του», και έδινε το όνομα του Αγίου της ημέρας. Δεν υποχωρούσε ο παπα-Λάζαρος και ας παρεξηγούντο μερικοί. Άλλοι πήγαιναν και βάπτιζαν τα παιδιά τους στο γειτονικό χωριό Τρίλοφο, εξ αιτίας της επιμονής του παπα-Λάζαρου να δίνη δικά του ονόματα. Είχε τον πνευματικό του σκοπό ο καλός ιερέας, αλλά οι απλοί εκείνοι άνθρωποι δεν τον καταλάβαιναν.

Όλοι τους όμως παρεδέχοντο ότι ήταν άξιος και ακατάκριτος ιερέας. «Ό,τι έλεγε, εγίνετο. Ήταν ευλογημένο το στόμα του και η ευχή του έκανε θαύματα».

Όταν ήταν εφημέριος στο χωριό Καλαμών της Δράμας, ψοφούσαν τα ζώα. Ο π. Λάζαρος παρήγγειλε να μην ανάψουν φωτιά για να μαγειρέψουν, να μην φάη κανείς, ούτε τα παιδιά να ταΐσουν μέχρι το μεσημέρι και υστέρα να κάνουν Παράκληση. Διάβασε και ευχές και έκτοτε σταμάτησε το κακό.

Κάποια γυναίκα άνοιγε πέτουρα για να κάνη πίττα και ξαφνικά φύσηξε δυνατός άνεμος και άνοιξε την πόρτα. Τότε το παιδάκι της άρχισε να κλαίη, έβγαζε αφρούς από το στόμα και φώναξε ότι κάποιοι θέλουν να το πνίξουν. Το πήγε αμέσως στον π. Λάζαρο. Εκείνος το σταύρωσε, το διάβασε και το παιδί αμέσως συνήλθε και χαμογελούσε.

Ο π. Λάζαρος είχε μία αγελάδα για να πίνουν γάλα τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ήταν στα χρόνια της Κατοχής και ενα βράδυ που έφερε ο αγελαδάρης τα ζώα, η αγελάδα του π. Λαζάρου έλειπε. Πήγε να την βρή ρωτώντας τους ανθρώπους μή τυχόν την είδαν. Κάποιος του είπε: «Πάτερ, άδικα κάνεις κόπο και ψάχνεις. Την αγελάδα σου την έσφαξαν». Τότε πικράθηκε πολύ. Κάποιος κομμουνιστής που τον κατέτρεχε συνέχεια, όχι μόνο έσφαξε την αγελάδα, αλλά πήγε και στα μελίσσια του π. Λαζάρου, αναποδογύρισε τις κυψέλες, πήρε τις κηρύθρες και προξένησε ζημιά στον φτωχό π. Λάζαρο. Τα έμαθε αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε ουτε ζήτησε αποζημίωση ούτε τον πήγε σε δικαστήρια. Τί συνέβη όμως; Πέρασαν τα χρόνια, ήρθε η ώρα να φύγη ο άδικος άνθρωπος για την άλλη ζωή και δεν έβγαινε η ψυχή του. Μούγκριζε σαν αγελάδα και τότε μία συγγενής του παρεκάλεσε τον π. Λάζαρο να πάνε μαζί να του διάβαση συγχωρητική ευχή. Αμέσως χωρίς δεύτερη κουβέντα ακολούθησε ο παπα-Λάζαρος. Βρήκαν τον άνθρωπο σε ελεεινή κατάσταση. Με τα χέρια του προσπαθούσε να φυλαχθή λες και έδιωχνε μύγες. Απορημένη, ρώτησε τον παπα-Λάζαρο, ο οποίος της είπε: «Διώχνει τα μελίσσια, να μην τον τσιμπήσουν». Μόλις του διάβασε ευχή και βγήκε από την πόρτα, ξεψύχησε ο ετοιμοθάνατος.

Κάποια κυρία πήγε να καλέση τον π. Λάζαρο να έρθη να διάβαση ευχή στην κόρη της Σοφία, που εκαίγετο στον πυρετό. Τον βρήκε σε γειτονικό σπίτι να συζητά. Της είπε, «θα πάμε, μην ανήσυχης». Εκείνη βιαζόταν και επειδή αργοπορούσε, του υπενθύμιζε. Τότε της λέει ο παπα-Λάζαρος: «θα πάμε, αλλά ώσπου να πάμε, θα γίνει καλά το παιδί». Πράγματι, όταν έφτασαν στο σπίτι της, το παιδί της ήταν τελείως καλά.

Η Ελισάβετ Τσολερίδου διηγήθηκε ότι κάποια χρονιά φύτεψαν καπνό αλλά το έτρωγε ενα έντομο και μαραινόταν. Πήγαν στο χωράφι, έκαναν επί τόπου αγιασμό με τον παπα-Λάζαρο, ράντισε όλο το χωράφι, το σταύρωσε και κάθισαν στην σκιά ενός δένδρου. Είπε ο παπα-Λάζαρος: «Σε μία ώρα θα δεις ότι όλα τα έντομα θα ψοφήσουν». Και πράγματι έγινε όπως το προείπε ο παπα-Λάζαρος και σώθηκε ο κόπος τους. Και άλλη χρονιά που έτρωγε ενα λεπτό σαλιγκάρι τον καπνό τους πήραν τον παπα-Λάζαρο και διάβασε. Σταμάτησε αμέσως το κακό και το φαγωμένο ξαναβλάστησε και έγινε όπως το άλλο.

Η Αναστασία Τζουμέρκα παντρεύτηκε στο χωριό Εξοχή Κατερίνης. Διηγείται: «Όταν ήμουν λεχώνα είχα υψηλό πυρετό για τέσσερις ημέρες. Καλέσαμε τότε τον π. Λάζαρο για να διάβαση ευχή. Πριν τελείωση άρχισα να καταλαβαίνω ότι έφευγε από πάνω μου κάτι και όταν τελείωσε έγινα εντελώς καλά. Την αρρώστια μου λες και την πήρε με το χέρι».

Οι αντάρτες είχαν αποκλείσει τον π. Λάζαρο στο ναό του χωριού του και ήθελαν να τον σκοτώσουν. Αλλά κάποιος ευφυής χωρικός τους είπε: «Και ο π. Λάζαρος μαζί μας είναι, έχει εγγονό στο βουνό». Οι αντάρτες είχαν πάρει τον εγγονό του και μ' αυτήν την πρόφαση σώθηκε ο παπα-Λάζαρος. Γι' αυτόν τον λόγο το 1947 αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στην Κατερίνη διότι κινδύνευαν.

Στην Κατερίνη ο π. Λάζαρος έμενε με τον εγγονό του Αναστάση και την οικογένεια του στο σπίτι της ανεψιάς του Χρυσής Χωλίδου. Από λεπτότητα έμενε έξω στο υπόστεγο με λαμαρίνες από πάνω και γύρω ανοιχτό. Όλοι οι άλλοι έμεναν μέσα στο σπίτι. Τότε κάποια γειτόνισσα γέννησε ενα εξώγαμο παιδί. Όταν το έμαθε ο π. Λάζαρος, το βάπτισε ο ίδιος και έβαλε ανάδοχο τη νύφη του Θεοδώρα. Βοηθούσε παντοιοτρόπως την μητέρα του παιδιού.

Ελειτουργείτο στην Εκκλησία της Αγίας Τριάδος, αλλά οι ιερείς δεν τον άφηναν να συλλειτουργή και αυτός εστενοχωρείτο.

Διηγείται η Στυλιανή Φυρινίδου: «Ερχόταν ο π. Λάζαρος στο σπίτι μας. Σε κάποια επίσκεψη του, ζήτησε ο πατριός μου κάτι να του φέρω, και εγώ, σαν παιδί που ήμουν, συνέχιζα να παίζω και αδιαφόρησα. Τότε με πιάνει και μου δίνει ξύλο αλύπητο, κλωτσιές, γροθιές. Του λέει ο π. Λάζαρος: "Τί είναι αυτό που έκανες; Τον Θεόν χτύπησες. Αυτό είναι ορφανό, να μην το χτυπάς και, όταν τρώς, πάντοτε πρώτα αυτό να ταΐζης και ύστερα να τρώς εσύ".

»Όσο ερχόταν σπίτι μας πάντοτε μου έδινε χρήματα και μου έλεγε να αγοράζω τετράδια και ό,τι άλλο θέλω, και με συμβούλευε να ακούω τον πατέρα μου για να μή με μαλώνη.

»Άλλοτε ήρθε στο σχολείο να με χαιρετήση και έκλαιγα από αγάπη γι' αυτόν. Πάλι μου έδωσε χρήματα και με παρηγορούσε, λέγοντας μου να μην κλαίω, και ότι θα έρχεται να με βλέπη.

»Όταν πήγε στους Αγίους Τόπους, μου έφερε σταυρουδάκι και το κρέμασα με σχοινί στον λαιμό μου».

Ο π. Λάζαρος ήταν πολύ ευαίσθητος στον ανθρώπινο πόνο, διότι ο ίδιος πόνεσε πολύ στην ζωή του. Όταν άκουγε ότι κάποιος αρρώσταινε, τον επεσκέπτετο. Η Πιπέρα Μαυρίδου είχε τον γυιό της στην Κατερίνη. Πήγαινε στο Γυμνάσιο και αρρώστησε. Ο π. Λάζαρος το έμαθε, πήγαινε τακτικά να του κάνη παρέα και του αγόραζε φρούτα.

Το έτος 1950 ο π. Λάζαρος αρρώσταινε συχνά. Αν και ήταν άρρωστος ο ίδιος, όταν έμαθε ότι δεν είναι καλά ο συγχωριανός του Αναστάσιος Μακρίδης, πήγε να τον επισκεφθή και είπε στον εγγονό του Αναστάσιο: «Και οι δύο είμαστε στον δρόμο, θα ανταμώσουμε εκεί πάνω, στα ουράνια».

Προγνώρισε την κοίμηση του, γι' αυτό είπε στον Αναστάση να πάνε στον συμβολαιογράφο να κάνη την διαθήκη και να του γράψη τα χωράφια, όπως και το έκανε.

Σε λίγες μέρες εκοιμήθη ο Αναστάσιος Μακρίδης. Μόλις το έμαθε είπε: «Αύριο θα φύγω και εγώ».

Έτσι ο παπα-Λάζαρος αφού απεχαιρέτησε και έδωσε την ευχή του στους παριστάμενους συγγενείς του εκοιμήθη ειρηνικά στις 3 Ιανουαρίου το έτος 1951.

Τον σαβάνωσαν την επομένη ημέρα ενας ιερέας από τα Ρυάκια και δύο λαϊκοί. Απορούσαν πως το σώμα του μετά από τόσες ώρες ήταν εύκαμπτο.

Στην κηδεία του τον προέπεμψε με δάκρυα αγάπης και σεβασμό όλο το χωριό.

Οι συγγενείς του πήγαιναν και άναβαν το καντήλι στο μνήμα του. Μετά από λίγα χρόνια κάποια ημέρα παρατήρησαν ότι στο μέρος του στήθους του άνοιξε μόνη της μία τρύπα που χωρούσε να περάση πουλάκι. Στην αρχή δεν έδωσαν σημασία, αλλά ένιωθαν να βγαίνη από κει ευωδία. Η κόρη του Δέσποινα συχνά τον έβλεπε στον ύπνο της και της έλεγε: «Να με πάρης από δώ. Να με βάλης στο ιερό. Εδώ δεν είναι το μέρος μου».

Έτσι απεφάσισαν μετά από χρόνια να τον «ξεσταυρώσουν», όπως λένε οι Πόντιοι, δηλαδή να κάνουν την ανακομιδή. Αλλά έμελλε να δοκιμάσουν εκπλήξεις μεγάλες, γιατί ο Θεός ήθελε να δοξάση τον εκλεκτό λειτουργό του.

Η κόρη του Δέσποινα, ο ανεψιός της Δημήτριος και ο γείτονας τους Ιωάννης Μαυρίδης ενώ έσκαβαν τον τάφο, αισθάνθηκαν έντονη ευωδία. Μόλις βρήκαν τα λείψανα, το δεξί του χέρι ήταν ακέραιο με τις σάρκες και το επιμάνικο δεμένο και σε στάση ευλογίας. Όλα τα λείψανα του ευωδίαζαν. Από άγνοια η κόρη του προσπάθησε να βγάλη το δέρμα, και έτσι το ξέσχισε. Αφού έπλυναν τα οστά με κρασί τα έβαλαν σε μία σακκούλα και τα τοποθέτησαν στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Η κόρη του Δέσποινα το ίδιο βράδυ τον είδε στον ύπνο της μαζί με τον Άγιο Σάββα να την μαλώνη γιατί του κατέστρεψε το χέρι. Την συγχώρεσε αφού του ζήτησε επανειλημμένως συγχώρηση, και της είπε να ψάξη στον τάφο να βρή και τα υπόλοιπα λείψανα του. Βρήκε πράγματι το αριστερό χέρι, ενωμένη την παλάμη με τα δάχτυλα. Πολλοί πήγαιναν να προσκυνήσουν τα ευωδιάζοντα λείψανα του π. Λαζάρου ενώ άλλοι αμφισβητούσαν, όπως και πολλοί συγχωριανοί του που δυσπιστούσαν. Τότε ο Μητροπολίτης κ. Βαρνάβας είπε να τα θάψουν πάλι. Μετά, που έγινε νέος Μητροπολίτης Κίτρους ο κ. Αγαθόνικος ξανάγινε ανακομιδή. Η ευωδία παρέμεινε και παραμένει μέχρι σήμερα. Γίνονται πολλά θαύματα σε όσους επικαλούνται την βοήθεια του π. Λαζάρου και εμφανίζεται σε πολλούς.

Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄,έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», σ.30-46,  Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012

Μοναχός Ανδρέας Νεοσκητιώτης (1871 – 3 Ιανουαρίου 1952)

$
0
0

Μοναχός Ανδρέας Νεοσκητιώτης Ο αγαπητός αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Καλύβας γράφει για τον συμπατριώτη του Γέροντα: «Από πληροφορίες γηραλαίων κατοίκων, καθώς και από τα μοναχολόγια Ιερών Μονών προήλθαν από την καλογερομάνα και παπαδομάνα Τοπόλια 29 Ιερομόναχοι, μοναχοί και μοναχές και 10 έγγαμοι Ιερείς. Από όλη αυτή την πολύμορφη πνευματική εν Χριστώ ανθοδέσμη των Οσίων Πατέρων, εξέχει, η κορωνίδα των μοναχών, το αειθαλές φυτόν και άνθος της γενέτειράς μας, ο μακαριστός Αγιορείτης Μοναχός πατέρας Ανδρέας. Καυχώμεθα εν Κυρίω διά τον Μοναχόν Ανδρέαν, διότι εις το Άγιον Όρος αφήκεν αγαθήν μνήμην, υπήρξε κανών αρετής και αγιότητος, διεκρίθη διά την επιτυχίαν του εις το εργόχειρον της αγιογραφίας, την οξύνοιάν του και την καλλιφωνίαν του εις την ψαλτικήν».

Γεννήθηκε, ο κατά κόσμον Ιωάννης Μακούλης του Ιωάννου στην Τοπόλια (Ελαιώνα) Φωκίδος το 1871. Βρέφος έμεινε ορφανό από πα­τέρα. Η χήρα μητέρα του αγωνίσθηκε να τον αναθρέψει και μεγαλώσει με κάθε καλή φροντίδα. Στέλνοντάς τον στη Ρουμανία για ανώτερες σπουδές, το πλοίο πέρασε από τον ιερό Άθωνα. Ο νέος Ιωάννης σαγηνεύθηκε από την ιερότητα και κατήλθε του πλοίου για να μείνει μόνιμα ως μοναχός. Κατευθύνθηκε στην ωραία Νέα Σκήτη, στην Καλύβη του Αγίου Ανδρέου-Αβραμαίων, στην υπακοή του Γέροντος Αβραμίου, το 1889. Εκάρη μοναχός το 1890. Η υπακοή του, η ευγένειά του και η καλοκαγαθία του κέρδισαν τις καρδιές όλων των Νεοσκητιωτών πατέ­ρων. Για τις ανάγκες της αγιογραφίας ταξίδεψε και μέχρι τη Ρωσία. Ήταν ένας καλός αγιογράφος. Το 1907 που πήγε στο χωριό του, για να μεταφέρει εικόνες του, έκειρε, κατά τον πόθο της, μοναχή τη μητέρα του με το όνομα Ελισάβετ.

Από το 1930 έγινε Γέροντας της Καλύβης του. Έκτισε νέο, μεγάλο, ωραίο ναό, που εγκαινιάσθηκε το 1935. Κατηύθυνε τη συνοδεία του με τους ακριβείς μοναχικούς θεσμούς, σοφία, διάκριση και αγάπη. Τα γη­ρατειά του ήταν πολύκαρπα. Η ζωή της πολύχρονης ασκήσεως και της συνεχούς προσευχής στον αγώνα της αναζητήσεως του Θεού του είχαν δώσει θείο φωτισμό και πολύτιμη πνευματική γνώση και εμπειρία. Έτσι όλοι έτρεχαν να τον συμβουλευθούν και να λάβουν την αγία ευχή του. Ως μαγνήτης είλκυε πλησίον του φιλόθεες ψυχές. Έφερε στον μο­ναχισμό περί τους 60 μοναχούς, τους οποίους μοίρασε στις μονές και τις σκήτες του Αγίου Όρους.

Στις 3.1.1952 προσβληθείς από γρίππη εν μετανοία και οσιότητι εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο και επορεύθη για την ουράνια πατρίδα, τη «βασιλεία του Θεού, όπου ηυλίσθη η μακαρία ψυχή του μετά των αγίων και δικαίων ...».

Πηγές – Βιβλιογραφία

Νεκταρίου Καλύβα αρχιμ., Γέρων Ανδρέας Μοναχός των Αβραμαίων. Άμφισσα 2002.

(Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ.477-478)

Ιερομόναχος Νέστωρ Καρυώτης (1872 -4 Ιανουαρίου 1957)

$
0
0

Ιερομόναχος Νέστωρ Καρυώτης Γεννήθηκε στο χωριό Δαφνέδες Μυλοποτάμου Κρήτης το 1872, ο κατά κόσμον Ζαχαρίας Βασσάλος. Νέος έφθασε στο πεφιλημένο Άγιον Όρος Κάι μόνασε στο Διονυσιάτικο Κελλί του Αγίου Δημητρίου των Καρύων. Είχε το εργόχειρο της αγιογραφίας. Εδώ χειροτονήθη­κε διάκονος και πρεσβύτερος. Κατόπιν θείας εντολής, με υπέρλαμπρη θεία λάμψη, που του επανελήφθη, για να βεβαιώσει την αλήθειά της, και με την ευλογία του Γέροντός του, επέστρεψε στην πατρίδα του το 1935 και ανήγειρε έξω της πόλεως Ρέθυμνου σε πετρώδη λόφο του Κουμπέ, στα ερείπια της παλαιάς μονής, τη μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Εκεί συνέχισε την ασκητική του ζωή και την αγιογραφία.

Σε λίγο καιρό δημιουργήθηκε γυναικεία αδελφότητα, της οποίας, Πνευματικός ήταν ο Γέροντας Νέστωρ. Χάρη σε αυτόν η μονή απέκτησε φήμη και κατέστη πνευματικό κέντρο με πλούσια προσφορά, την οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα. Πολλοί έλαβαν άφεση αμαρτιών από το πετρα­χήλι του και ελεημοσύνες. Με την προσευχή του σώθηκε στην κατοχή ένα βαριά άρρωστο παιδί. Και άλλοτε, ετοιμοθάνατος ο ίδιος, σταύρω­σε στο νοσοκομείο ένα ετοιμοθάνατο παιδάκι κι έγινε αμέσως καλά.

Ο μακάριος Γέροντας Νέστορας ανεπαύθη εν Κυρίω στις 4.1.1957. Μετά την ανακομιδή του, τα οστά του, που φυλάγονται στη μονή Κουμπέ, ευωδίασαν. Η Γερόντισσα της μονής Πανσέμνη, διακρινόμενη για τη σοβαρότητα και διακριτικότητά της, σε πρόσφατη προσκυνηματική μας επίσκεψη μάς έλεγε πως, παρότι πέρασαν πενήντα χρόνια από την κοίμηση του μακαριστού Γέροντά τους, συχνά η παρουσία του είναι αισθητή. Η φιλόθεη αδελφότητα ετοιμάζει βιβλίο προς έκδοση για τον αείμνηστο Γέροντα.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Αντωνίου Στιβακτάκη, Το Άγιον Όρος και η Κρήτη, Ηράκλειο 2005, σσ. 126-128. Κρήτες Αγιορείτες Μοναχοί, Ιεράπετρα 2007, σσ. 41-44. Του αυτού.

(Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 567-568)

Μοναχός Ιωάσαφ Καψαλιώτης (1897-4.1.1977)

$
0
0

Μοναχός Ιωάσαφ ΚαψαλιώτηςΓεννήθηκε ο μακάριος αυτός άνδρας στην Αρδάσα Τραπεζούντος του αγιοτρόφου Πόντου το έτος 1897. Κατά κόσμον ονομαζόταν Ιωάννης Πεσκρίδης. Οι καλοί γονείς του ονομάζονταν Ιορδάνης και Ευλαμπία. Στο Περιβόλι της Παναγίας προσήλθε το 1937. Διήλθε διάφο­ρους τόπους της ιεράς αθωνικής χερσονήσου. Μοναχός εκάρη το 1946.

Πέρασε μία ζωή φτωχός, αφανής, άδοξος, αστενοχώρητος, απλός, τα­πεινός, αγαθός και μακάριος. Αγαπούσε ν’ ακούει ψαλμωδίες. Ευφραινόταν να ακούει να υμνούν τη Θεοτόκο. Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Αθωνίτισσα Παναγία. Ζούσε με ελεημοσύνες. Πήγαινε κατά καιρούς στη μονή Αγίου Παντελεήμονος-Ρωσικού. Ένα διάστημα έμεινε σ’ ένα Σταυρονικητιανό Κελλί. Τα πιο πολλά έτη τα έζησε στην Καλύβη των Αγίων Αναργύρων της Παντοκρατορινής Καψάλας.

Στερημένος, νηστευτής, κακουχημένος, ταλαιπωρημένος αλλά ειρηνι­κός, ελπιδοφόρος και χριστοφόρος. Ένα ακόμη ευώδες άνθος του Πε­ριβολιού της Παναγίας. Αγωνίσθηκε ν’ αρέσει στον Χριστό. Οι κουβέ­ντες του συνήθως ήταν μετρημένες και καλοζυγιασμένες. Έζησε στην περιώνυμη Καψάλα ως ένα «στρουθίον μονάζον επί δώματος», «ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω», «ηυλίσθη εν τη ερήμω», «ηγαλλιάσατο το πνεύμα αυτού εν αυλαίς Κυρίου».

Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 4.1.1977, προπαραμονή των Θεοφανείων.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Παντοκράτορος.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.915-916

Μητροπολίτης Διονύσιος Τρίκκης (1905-4.1.1970)

$
0
0

Μητροπολίτης Διονύσιος Τρίκκης (1905-4.1.1970) Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Γιαβατσάς - Χαραλάμπους το 1905 στο Αβτζιλάρ Αδραμυτίου της Μ. Ασίας. Σχολείο πήγε στη Μυτιλήνη. Κατά τη μικρασιατική καταστροφή του 1924 εσφάγησαν από τους Τούρκους οι γονείς του και οι δύο αδελφές του. Ο ίδιος μετέβη στην ιερά μονή Μεγίστης Λαύρας όπου εκάρη μοναχός το 1925 και παρέμεινε επί δεκαετία. Με το όνομα Αγάπιος και υπό τον Γέροντα Ζωσιμά έζησε αλησμόνητα χρόνια. Γράφει περί του Γέροντος του: «Και δεν επέμενεν ο εν μακαρία τη λήξει σεβάσμιος Γέρων Ζωσιμάς μόνον εις το να με συνδέση αρρήκτως με το βιβλίον, αλλά και εις την αυτο­συγκέντρωσιν και περισυλλογήν με ήσκει. Εκ πείρας γνωρίζων, ότι διά της περισυλλογής συντελείται εις την ψυχήν σπουδαιοτάτη μόρφωσις, συνίστα αυτήν και εις εμέ. “Ο μεταξοσκώληξ”, έλεγε συχνά, “αν δεν παραμείνη μέσα εις το κουκούλι του, πεταλούδα δεν γίνεται”».

Στη συνέχεια σπούδασε στην Αθωνιάδα Ακαδημία και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1934 χειροτονήθηκε διάκονος και μετονομά­σθηκε Διονύσιος και το επόμενο έτος πρεσβύτερος. Το 1940 κατεστάθη ιεροκήρυκας της ιεράς μητροπόλεως Μηθύμνης και ηγούμενος της μονής Λειμώνος.

Το 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς για την εθνικοπατριωτική του δράση και κλείσθηκε στις φυλακές Μυτιλήνης, κατόπιν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια στο Νταχάου της Γερμανίας. Η ποιμαντική του δράση δεν διεκόπη καθόλου ούτε στις φυλακές. Έσωσε πολλούς συνανθρώπους του από βέβαιο θάνατο. Επέστρεψε στη μητρόπολη Μυθύμνης το 1945 και στη συνέχεια στη μητρόπολη Ναυπακτίας ως ιεροκήρυκας και καθηγητής Γυμνασίου.

Το 1949 απεσπάσθη στη διεύθυνση της νεοϊδρυθείσης Ιερατικής Σχολής «Απόστολος Βαρνάβας» Λευκωσίας Κύπρου. Μετά διετία εξελέγη μητροπολίτης Λήμνου και μετά επταετία μετετέθη στη μητρόπολη Τρίκκης και Σταγών. Και στις δύο μητροπόλεις ανέπτυξε πλουσιώτατη λατρευτική, κηρυκτική και φιλανθρωπική δράση. Έγραψε πολλά άρθρα και ωραία βιβλία.

Συγκέντρωσε πλησίον του φιλάρετους άνδρες, οι οποίοι με τη σειρά τους ανέπτυξαν πλούσια δράση. Υπήρξε φιλομόναχος, φιλόθεος, φιλάδελφος, φιλότεκνος και φιλάνθρωπος. Ανασύστησε μονές και εργάσθηκε πολύ γι’ αυτές. Ο Γέροντάς μας, Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, συχνά μας έλεγε θερμότατα λόγια γι’ αυτόν τον δραστήριο ιεράρχη.

Στη χιλιετηρίδα του Αγίου Όρους, το 1963, έγραφε: «Ουδ’ επί στιγμήν έπαυσα να ζω με τας αναμνήσεις της παμφιλτάτης μοι πνευματικής πατρίδος, του Αγιωνύμου Όρους. Ο χωρισμός ήτο “προσώπω ου καρδία”. Ο σεβασμός μου διά το θεοφρούρητον “Περιβόλι της Παναγίας” παρέμειναν οίος ήτο και μετά τας πρώτας εκείνας ημέρας της εγκαταβιώσεώς μου εν αυτώ ... Η Κυρία Θεοτόκος παρηκολούθει και εμέ, έσκεπε, επροστάτευε και εβοήθει, πρεσβεύουσα αδιαλείπτως προς Κύριον υπέρ εμού. Προς αυτήν έστρεφον μετ’ εμπιστοσύνης το όμμα της καρδίας μου, όταν αι δυσκολίαι και οι πειρασμοί -ήσαν τόσοι πολ­λοί, ενίοτε και τόσον σκληροί- με εκύκλουν “ώσπερ μέλισσαι κηρίον”. Πόσον δε θάρρος και δύναμιν ελάμβανον από Αυτήν εις τον καλόν αγώνα μου!».

Κατά τον π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλο, ο Τρίκκης Διονύσιος «κυριαρχούσε με την απλότητα και φυσικότητά του, με την ακούραστη και ανυπόκριτη αγάπη του, με την ακοίμητη δραστηριότητά του. Αυτά ήταν τα τρία μεγάλα στολίδια του». Επίσης εύστοχα σημειώνει πως είχε μόνιμα ένα τετραπλό πόνο: «Τον ξεριζωμό από τη Μικρά Ασία, την άσκησι απ’ το Αγιον Όρος, τα μαρτύρια από τα στρατόπεδα της Γερμανίας και την αγωνία της Κύπρου».

Είχε μία αγωνία για την Εκκλησία. Είχε μία σταθερή θερμή προσευχή. Ήξερε να λειτουργεί, να μιλά, να γράφει, να εμπνέει. Τα επισκοπεία Λήμνου και Τρικάλων ήταν τόποι ασκήσεως και προσευχής, καλλιέρ­γειας της αγάπης και της φιλανθρωπίας, κέντρα ιεραποστολικής και ποιμαντικής δράσεως. Λίγο μετά τα μέσα του 20ου  αιώνος πολλά έχουν να πουν τα επισκοπεία εκείνα και για τότε και για σήμερα. Ήταν πλούσιες πνευματικές κυψέλες. Η ηπατοπάθεια τον οδήγησε κάπως νωρίς στον θάνατο. Στις 4.1.1970. Τον περίμενε έτοιμος. Αιωνία του η μνήμη.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Διονυσίου Τρίκκης και Σταγών μητροπ., Ευγνώμων μνεία και προσφορά, Αθήναι 1963. X. Ι. Κωνσταντινίδη, Διονύσιος Χαραλάμπους, Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5., Αθήναι 1964, στ. 52-53. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου αρχιμ., Άγιες Μορφές της Νεωτέρας Ελλάδος, Αθήναι δ.χ., σσ. 16-23. Ο Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος (Ένας Άγιος Ιεράρχης) 1905-1970, Αθήναι 1971 (ανάτυπο περιοδ. Αναπλάσεως. Πολυκάρπου Τύμπα πρωτοπρ., Ο Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος, Αθήναι 1985.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.825-827

Ιερομόναχος Ανανίας Αγιαννανίτης (1892-7.1.1977)

$
0
0

Ιερομόναχος Ανανίας Αγιαννανίτης Ο κατά κόσμον Δημήτριος Μακρής, ο μελλοντικός Αγιαννανίτης Πνευματικός, γεννήθηκε στο χωριό Βρύναινα, που είναι κοντά στη μονή της Άνω Ξενίας Αλμυρού, στο όρος Όρθρυς. Ήταν ανεψιός των παλαιών Γερόντων Αναναίων της Καλύβης Τιμίου Σταυρού της σκήτης της Αγίας Άννης. Ήλθε σε αυτή με πόθο το 1903. Υποτάχθηκε σε αυτούς και υπήρξε «υπόδειγμα μοναχικής υπακοής και αγωνίσθηκε σε όλα τα στάδια της άσκητικής πολιτείας», κατά τον μακαριστό Γέ­ροντα Άνθιμο Αγιαννανίτη (+1996). Εκάρη μοναχός το 1912. Χειροτο­νήθηκε ιεροδιάκονος το 1919 και ιερομόναχος το 1938. Για μία περίοδο ήταν ζηλωτής. Όταν επέστρεψε στο Κυριακό της σκήτης, δεν δυσκολεύθηκε καθόλου να πάει τελευταίος στην σειρά των ιερέων.

Υπήρξε άνθρωπος ευγενής, συνετός, καλοκάγαθος, ιδιαίτερα ελεήμων. Προείδε και προείπε το τέλος του. Έδωσε χρήσιμες συμβουλές και νουθεσίες στην καλή συνοδεία του. Ζήτησε να τον πάρει ο Κύριος μετά την εορτή των Θεοφανείων. Έτσι κι έγινε. Ανεπαύθη μετά μι­κρή ασθένεια στις 7.1.1977, ημέρα εορτής του Τιμίου Προδρόμου, προ­στάτου των μοναχών. Διακρίθηκε ως άριστος και διακριτικός Πνευμα­τικός. Εξομολογούσε πλήθος μοναχών, σκητιωτών, κελλιωτών και μοναστηριακών, καθώς και λαϊκών, ακούραστα και αξεκούραστα. Χαιρόταν να βοηθά ανάγκες ψυχών αγαπητών συνανθρώπων του.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Ανθίμου Αγιαννανίτου ιερομ., «Αγία Άννα» το ιερό βήμα του Άθωνα, Άγιον Όρος 1992, σ. 93.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.917-918


Ιερομόναχος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης (1871-7.1.1957)

$
0
0

Ιερομόναχος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης Ο Σιμωνοπετρίτης ηγούμενος Ιερώνυμος συνήθιζε να κοιμάται στο σκαμνί ή στην καρέκλα και για λίγο. «Στον μοναχό είναι αρκετό και τ’ ότι βρίσκεται κάτω από σκεπή» έλεγε. «Περισσότερο πετρέλαιο είχε κάψει στη λάμπα του για τις αναγνώσεις και μελέτες του, παρά νερό είχε πιει σε όλη του τη ζωή», έλεγαν. Όταν αδελφοί του τον κα­τηγόρησαν για καταχραστή, ενώ γνώριζε καλά τους καταχραστές, η ανεξικακία του δεν του επέτρεψε να τους μαρτυρήσει και απλά στους ανακρίνοντες είπε: «Μήπως ο άγιος Σίμων γνωρίζει... Μήπως εκείνος χρειάσθηκε τα χρήματα και τα πήρε ...». Υπέμεινε αδιαμαρτύρητα εξορία. Έκανε βουρδουνάρης στη μονή Κουτλουμουσίου. Έμεινε για λίγο σε μία καρβουναποθήκη στα Καυσοκαλύβια. Διήλθε από το μετόχι του Αγίου Χαραλάμπους στη Θεσσαλονίκη και κατέληξε στο μετόχι της Αναλήψεως των Αθηνών. Δεν έπαυσε ποτέ να προσεύχεται θερμά για τους κατηγόρους και τους συκοφάντες του.

Στο τέλος των συνεχών αγώνων του η αγάπη του στον Θεό αποδείχθηκε με ουράνια χαρίσματα: διάκριση, διόραση, προόραση. Αξιώθηκε να λειτουργεί με αγγέλους. Να μην πατά στη γη όταν λειτουργούσε. Τα πνευματικά του τέκνα μιλούν με ιερή συγκίνηση για θαύματα της πύρι­νης προσευχής του. Ο θάνατος τον βρήκε προσευχόμενο κι ευχαριστούντα τον Θεό για το μεγάλο δώρο των πυκνών ασθενειών του.

Για όσους αγαπούν τους αριθμούς, δίνουμε μερικούς: 17 ετών έρχε­ται από το Ρεΐζ-Δερέ της Μ. Ασίας στην ουρανογείτονα Σιμωνόπετρα. Μετά 47 ετών δοκιμή κείρεται μεγαλόσχημος μοναχός από τον σπουδαίο Αλατσατιανό ηγούμενο Νεόφυτο (+1907). Επί 43 έτη δεν κοιμήθηκε σε κρεβάτι. 69 έτη φορούσε το τίμιο του μοναχού ένδυμα, χρησιμοποιώντας το πάντοτε ως υπηρετική ποδιά των αδελφών του. Το μοναχικό ράσο φόρεσε σε περισσότερες από 300 αφιερωμένες ψυχές. Τα πνευματικά του τέκνα αριθμούνται σε αρκετές δεκάδες εκατοντά­δων. Οι παραμυθητικές επιστολές του υπολογίζονται σε 10.000 περί­που. Μνημόνευε καθημερινά στην προσκομιδή περί τα 2.500 ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων. Στο συρτάρι του βρήκαν μετά την οσιακή κοίμησή του 7 δραχμές, που δεν θα είχε προλάβει να προσφέρει στους φίλους του φτωχούς, στις πόρτες των οποίων τις νύχτες κρυφά άφηνε την ελεημοσύνη του. Εκοιμήθη σε ηλικία 86 ετών. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 7.1.1957. Χιλιάδες κόσμος βρέθηκε στην κηδεία του διηγούμενος μετά δακρύων πολλά θαυμαστά γεγονότα του βίου του. Ετάφη πίσω από το άγιο βήμα του ιερού ναού της Αναλήψεως, μετοχιού της αθωνικής μονής Σίμωνος Πέτρας, στον Βύρωνα Αθηνών. Υπήρξε οικονόμος του μετοχίου από το 1931. Ωφέλησε χιλιάδες ψυχές. Με αυτή την υπέροχη «αριθμητική» πως να μην ευωδιάσουν τα χρυσαφένια οστά του, στην ανακομιδή του 1965, όπου παιδί κι εμείς παρακολουθούσαμε με συγκίνηση τα γενόμενα, μη γνωρίζοντας τότε ότι μετά δύο δεκαετίες θα μονάζαμε στη μονή του και θα καθιστάμεθα βιογράφος του. Η μακα­ριστή μητέρα μου τον είχε Πνευματικό.

Ο μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικης Νικόλαος, ζώντας στο μετόχι της Αναλήψεως, έγραφε γι’ αυτόν: «Επίγειος άγγελος. Ουρά­νιος άνθρωπος. Ήταν ενάρετος και σε έκρινε. Ήσουν αμαρτωλός και σε ανέπαυε. Τον αγαπούσες και σε απεμάκρυνε. Του δημιουργούσες πειρασμούς και δεν σε απέφευγε. Τον επαινούσες και σε επιτιμούσε. Τον αδικούσες και αρνιόταν να δικαιολογηθεί. Συχνά ανέδιδε ευωδία. Ήταν τόσο ευκατάνυκτος, που σχεδόν πάντοτε κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου έσπαγε η φωνή του και άνοιγαν οι κρουνοί των οφθαλμών του. Χαιρόταν να συναντά τις ψυχές στη μνημόνευση. Η συμμετοχή του στη θεία λατρεία τον μετεμόρφωνε σε άγγελο ...».

Πηγές – Βιβλιογραφία

Νικολάου Χατζηνικολάου ιερομ., Ιερό Μετόχι Αναλήψεως, Αθήνα 2004. Σοφοκλή Δημητρακόπουλου, Ευλαβείς κληρικοί των Αθηνών κατά τον εικοστό αιώνα, Αθήνα 2005, σσ. 11-15. Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης ο Γέρων της «Αναλήψεως», Θεσσαλονίκη 2008.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.569-573

Ιερομόναχος Ιάκωβος Βιγλιώτης(1872-8.1.1955)

$
0
0

Ιερομόναχος Ιάκωβος ΒιγλιώτηςΉταν από τη Χειμάρα της Β. Ηπείρου. Τελείωσε το Γυμνάσιο Ιωαννίνων. Στον πόλεμο του 1912-13 υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό. Στο Άγιον Όρος όταν ήλθε, πήγε πρώτα στη Βατοπεδινή σκήτη του Αγίου Δημητρίου. Δεν αναπαύθηκε εκεί και μετέβη στην ησυχαστι­κή Βίγλα της Μ. Λαύρας σ’ ένα καλύβι δίχως ναό. Με υπεράνθρωπους κόπους, μεταφέροντας υλικά από πολύ μακριά, κατάφερε να κτίσει ναό των Αγίων Τριών Ιεραρχών.

Ο Γέροντας Ιάκωβος ήταν ηθελημένα πάμφτωχος. Το καλύβι του ήταν ένα μικρό κελλί. Για στρώμα του είχε μία μπάλα από άχυρα. Είχε και άλλη μία για κάποιο σπάνιο επισκέπτη του. Εκεί αναπαυόταν με σκέπασμα την κάπα του. Για τον επισκέπτη του είχε φυλαγμένη μια παλιά κουβέρτα. Το καθημερινό του γεύμα ήταν λίγα χόρτα με τριμ­μένο παξιμάδι. Προσφάι του είχε και καμιά ελιά. Το ίδιο φαγητό είχε και για τους ξένους. Κάθε πρωί έδενε την αχυρόμπαλα και την έβαζε στη γωνιά της.

Υπήρξε φημισμένος Πνευματικός. Οι δαίμονες τον φοβούνταν για τη μεγάλη του νηστεία. Η σκληραγωγία του και η κακοπάθειά του ήταν υπερθαύμαστη. Ο ζήλος του, η αυταπάρνησή του, η αντοχή και η επιμονή του συγκινούσαν. Κάποτε συνέβη ένας πειρασμός μ’ ένα γείτονά του. Ο Γέροντας Ιάκωβος τον υπόμενε αδιαμαρτύρητα κι έθεσε το «ευλόγησον». Θεώρησε πως ο Θεός παραχώρησε τον πειρασμό, για να ταπεινωθεί περισσότερο και να θυμηθεί ότι κι εκείνος είχε κάποτε στενοχωρήσει τον Γέροντά του στη Βατοπεδινή σκήτη. Καλά που ήλθαν έτσι τα πράγματα, για να πληρώσει το χρέος του σε αυτή τη ζωή.

Ο παπα-Ιάκωβος ήταν ψηλός, γεροδεμένος, ειλικρινής και άδολος. Πάντοτε ήθελε να συμβουλεύει και με κάθε τρόπο να βοηθά τον συνάνθρωπό του. Έτσι έπαιρνε τον ντορβά του κι όποιον έβρισκε στον δρόμο καλοκάγαθα τον ρωτούσε αν έχει εξομολογηθεί, αν κοινωνά, αν αγαπά τον Χριστό. Αν του απαντούσε αρνητικά, έβγαζε το πετραχήλι του, τον εξομολογούσε, του διάβαζε συγχωρητική ευχή, τον συμβούλευε και τον κατευόδωνε με πολλές ευχές. Έτσι είχε βοηθήσει πολύ κόσμο, στήριξε αδύναμους, τους έκανε ν’ αλλάζουν τρόπο ζωής και τους πλησίασε στα άγια Μυστήρια της Εκκλησίας μας.

Όταν γέρασε πολύ ο Γέροντας Ιάκωβος και δεν μπορούσε να συντηρηθεί, τον πήραν οι Λαυριώτες στο μοναστήρι να γηροκομηθεί. Έμει­νε μόνο ένα δίμηνο. Αισθάνθηκε το τέλος του και θέλησε να πάει ν’ αναπαυθεί στο καλύβι των Τριών Ιεραρχών, που τόσο το αγαπούσε. Ένα απόγευμα, λοιπόν, άναψε το λαδοφάναρο και αναχώρησε κρυφά για το καλύβι του. Οι πατέρες στο Καθολικό διάβαζαν το Απόδειπνο. Σε όλο τον δρόμο παρακαλούσε θερμά: «Άγιοι Τρεις Ιεράρχες, αξιώστε με να έλθω να πεθάνω εκεί». Όλη τη νύχτα πήγαινε σιγά-σιγά. Μόλις πέρασε τη μάνδρα του καλυβιού του έσβησε το φανάρι του. Οι γείτονες από το Κελλί του Αγίου Μηνά τον είδαν και τον βοήθησαν να μπει στο καλύβι του. Μόλις πέρασε το καλύβι του, είπε για τελευταία φορά: «Άγιοι Τρεις Ιεράρχες, αξιώστε με να έλθω να πεθάνω εκεί». Και με τα λόγια εκείνα ανεπαύθη μακαρίως ο μακάριος. Ήταν 8.1.1955.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Ανδρέου Αγιορείτου μοναχού, Γεροντικό του Αγίου Όρους, τ. Α', Αθήναι 1979, σσ. 192-195. Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Αγιορείτικες Διηγήσεις του Γέροντος Ιω­ακείμ, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 157-159. Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Πόθος και χάρις στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2000, σσ. 86-87.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ.523-524

Μοναχός Ιερώνυμος Λαυριώτης (1894-8.1.1959)

$
0
0

Μοναχός Ιερώνυμος Λαυριώτης Ο κατά κόσμον Ιωάννης Ρούσος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1894. Το 1930 μετέβη στην ιερά μονή Μεγίστης Λαύρας. Μετά δοκιμή ενός έτους εκάρη μοναχός με το όνομα Ιερώνυμος.

Μετά από καιρό, για μεγαλύτερη άσκηση, μετέβη σ’ ένα ξεροκάλυβο στην περιοχή Χαΐρι. Εκεί ησκείτο αθόρυβα, ταπεινά, ηρωικά, με μεγάλη στέρηση και πενία. Όπως αναφέρει ο επίσκοπος Ροδοστό­λου Χρυσόστομος στα ωραιότατα Απομνημονεύματά του, κάποτε τον επισκέφθηκε στο καλύβι του ο αδελφός του από την Αμερική. Ήταν το 1944. Ο αδελφός του ήταν αρκετά ευκατάστατος. Του έκανε μεγάλη εντύπωση η ασκητική του ζωή. Είχε πολλά χρόνια να τον δει. Θέλησε να τον βοηθήσει οικονομικά, για να διορθώσει τον τόπο που έμενε και να μείνει κάπως αναπαυτικά. Ο Ιερώνυμος ήταν ανένδοτος. «Τα χρή­ματα, που θα μου έδινες», του λέει, «να τα δώσεις στους φτωχούς, που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη και πεινούν». Για τον εαυτό του έλεγε πως δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Έχει τον Χριστό και την Παναγία. Του αρκούν. Ακτημοσύνη υποσχέθηκε στην κουρά του να τηρεί ισόβια. Στην επιμονή του αδελφού του, στα δάκρυά του και τις θερμές παρακλήσεις του κάμφθηκε να του αγοράσει ένα γαϊδουράκι για τις μεταφορικές του ανάγκες. Ο ίδιος δεν θέλησε να πιάσει χρήματα στα χέρια του. Εκείνος έφυγε ικανοποιημένος που έστω σε κάτι συνέδραμε στη φτώχεια του αδελφού του, που δεν μπορούσε εύκολα να κατανοήσει. Ένας πάμφτωχος να αρνείται μια πλούσια προσφορά.

Πάντοτε πρόθυμος και πάντοτε απλός. Για χρόνια έθεσε κανόνα του να καρτερά στα σταυροδρόμια τους διαβάτες για να τους φιλέψει κάτι τι από τον ντορβά του και να τους δείξει τον δρόμο. Γι’ αυτό είχε υποδήματα με σόλα από ρόδα αυτοκινήτου, για να τρέχει και να προλαβαίνει, δίχως να ’χει ανάγκη συχνών επιδιορθώσεων στα χοντρο­πάπουτσά του.

Έτσι, φτωχός από υλικά αγαθά και πλούσιος σε πνευματικά αναχώρησε από την ησυχία της αγιορειτικής έρημου για τον πλούτο της αιώνιας, ουράνιας Βασιλείας στις 8.1.1959.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Πόθος και Χάρις στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2000, σσ. 255-258. Σοφοκλή Δημητρακόπουλου, Ευλαβείς κληρικοί των Αθηνών κα­τά τον εικοστό αιώνα, Αθήνα 2005, σσ. 9-11.

(Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 603-604)

Γέροντας Αθανάσιος Γρηγοριάτης· ο Γέροντας της ειρήνης και της υπομονής (1874 – 10 Ιανουραίου 1954)

$
0
0

Ο Ανδρέας Πρωτογερόπουλος, αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του π. Αθανασίου Γρηγοριάτη, γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας στα 1874 και ήταν ένα από τα εννέα παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν νεωκόρος σε μια από τις εκκλησίες της πόλης και συχνά έπαιρνε τα παιδιά του μαζί του στον ναό. Ο μικρός Ανδρέας μέσα στην αγιασμένη ατμόσφαιρα του ναού και μελετώντας βίους αγίων, άρχισε από νωρίς να ποθεί την μοναχική ζωή. Στα τέλη του Ιουλίου του 1891 αναχωρεί μαζί με δύο φίλους του για το Άγιον Όρος. Μόλις έφτασαν στον µόλο, ναύλωσαν βάρκα, αλλά λόγω του ανέμου και της ξαφνικής θαλασσοταραχής, δυσκολεύτηκαν να φθάσουν στον προορισμό τους. Οι τροφές είχαν τελειώσει και ο βαρκάρης και οι φίλοι του είχαν απογοητευτεί. Προς στιγμή σκέφθηκαν να αναβάλουν το ταξίδι τους και να γυρίσουν πίσω. Ο Ανδρέας (π. Αθανάσιος), όμως, επέμενε να συνεχίσουν και τους ενθάρρυνε με πίστη στον Θεό.

Στην Ιερά Μονή Γρηγορίου

Πράγματι, ανήμερα του Δεκαπενταυγούστου φτάνουν στην Μονή Γρηγορίου, όπου και έμελλε να παραμείνουν. Ο Ανδρέας μπαίνει στην τάξη των δοκίμων για δύο χρόνια υπό την καθοδήγηση του Γέροντά του, του Ηγουμένου, που τότε ήταν ο π. Συμεών, μία εξέχουσα και χαρισματική προσωπικότητα. Μετά από δυο χρόνια κείρεται μοναχός με το όνομα Αθανάσιος και σύμφωνα με τον κανονισμό της Μονής, επειδή ήταν ακόμα αγένειος, τον στέλνουν στον κονάκι των Καρυών για έντεκα ολόκληρα χρόνια. Όταν γυρίζει στο μοναστήρι, χειροτονείται πρεσβύτερος και έξι χρόνια μετά, του προτείνεται να γίνει ηγούμενος. Αυτή την φορά αρνείται με ταπείνωση, πράγμα όμως που δεν μπορεί να κάνει δέκα χρόνια μετά.

Ως ηγούμενος αποτελούσε πρότυπο για όλους τους μοναχούς και παράδειγμα προς μίμηση. Ιδιαίτερη φροντίδα κατέβαλλε στον λατρευτικό τομέα. -«Ό,τι γίνεται για τον Θεό, πρέπει να γίνεται με τον τελειότερο και αξιοπρεπέστερο τρόπο», συνήθιζε να λέει.

Μετά από δεκατρία χρόνια ηγουμενίας υπέβαλε την παραίτησή του (1937), αφού βρέθηκε στην δυσαρέστη θέση να αντιμετωπίσει την παράβαση μιάς παραδεδομένης αρχής, σχετικής με την εσωτερική ζωή της Μονής. Παρά τις παρακλήσεις του υπαιτίου μοναχού, που κατάλαβε το σφάλμα του, αρνείται να αναλάβει πάλι την ηγουμενία και προτιμά να περάσει την υπόλοιπη ζωή του ως απλός μοναχός και να προετοιμαστεί για το ταξίδι του ουρανού, όπως έλεγε.

Ο π. Αθανάσιος υπήρξε σεβάσμια μορφή, που θύμιζε τους παλαιούς Πατέρες της Θηβαΐδας. Πράγματα απλά και σημαντικά, όπως η γαλήνη, η ηρεμία, η έλλειψη ταραχής, η υπομονή, η εσωτερική ειρήνη και η ευγένεια στις σχέσεις του με τους άλλους, ήταν τα στοιχεία που συνέθεταν την προσωπικότητά του. Πτωχεία και στέρηση ήταν αναπόσπαστα στοιχεία στην ζωή του πατρός Αθανασίου, που διέθετε το διορατικό χάρισμα και γεύθηκε θείες παρηγορίες και ουράνιες χαρές.

Το πνευματικό του μεγαλείο Ο π. Αθανάσιος υπήρξε σεβάσμια μορφή, που θύμιζε τους παλαιούς Πατέρες της Θηβαΐδας. Όποιος τον αντίκριζε εντυπωσιαζόταν αμέσως από την έκφραση του προσώπου του. Η γαλήνη και η σιωπή λες και ήταν μόνιμα χαραγμένες σ’ αυτό. Υπήρξαν περιπτώσεις που στις συνάξεις της Γεροντίας μερικοί ιδιότροποι Γέροντες με τις θέσεις τους τον έθλιβαν πολύ. Αυτός όμως έμενε ατάραχος και μόλις τελείωνε η σύναξη, για να ξεκουραστεί ψυχικά, πήγαινε στην εκκλησία και έψαλλε. Πάνω από όλα τοποθετούσε την υπομονή και την ειρήνη. Την χάρη της σιωπής προσπαθούσε να την μεταδώσει και στους υποτακτικούς του. Έλεγε συχνά: «Με την σιωπή σώζεται κανείς από πολλά κακά». Είχε το χάρισμα να απαλλάσσει τις ψυχές από το δαιμόνιο της λύπης. Κάποτε ένας Νεοσκητιώτης ιερομόναχος ταλαιπωρήθηκε πολύ με έναν πειρασμό και έφθασε στο σημείο να μην τολμά πλέον να λειτουργήσει. Την τελευταία φορά που λειτούργησε δυσκολεύτηκε να τελειώσει και πηγαίνοντας να εξομολογηθεί σκεπτόταν ότι το επιτίμιο θα ήταν μεγάλο. Ο π. Αθανάσιος καταλαβαίνοντας τον ασφυκτικό κλοιό της λύπης τον έσπασε αμέσως.

—«Μπράβο, του λέει. Έτσι ταπεινούς τους θέλω τους ιερείς που εξομολογούνται σ’ εμένα. Ταπεινούς και με συναίσθηση της αναξιότητάς τους. Σε συγχαίρω. Και το επιτίμιο που σου βάζω είναι να αρχίσεις από αύριο να λειτουργείς».

Το πετραχήλι του, κάτω από το οποίο πολυάριθμες ψυχές βρήκαν παρηγοριά και ειρήνη, σώζεται σήμερα στο κελλί ενός μοναχού και συχνά ευωδιάζει. Όταν δε το αγγίξει στο κεφάλι του κάποιος μοναχός που ταλαιπωρείται από λογισμούς λύπης και ταραχής, αμέσως γαληνεύει. Στις σχέσεις του με τους άλλους τον διέκρινε πολλή ευγένεια. Και τους πιο μικρούς μοναχούς της Μονής τους αποκαλούσε προτάσσοντας στο όνομά τους το «πάτερ» ή το «γέρων». Ποτέ δεν τους φώναζε με το όνομά τους μόνο. Διηγείται ένας παλιός εκκλησιαστικός:

«Χρειαζόταν ένα καντηλοκέρι και δεν το έπαιρνε μόνος του, αλλά το ζητούσε ταπεινά από μένα. - Μα Γέροντα, του έλεγα, τι το ζητάς από μένα. Εσύ είσαι Ηγούμενος. Μπορείς να το πάρεις μόνος σου.

— Όχι παιδί μου. Μή σκέπτεσαι έτσι. Στο διακόνημά σου είσαι εσύ Ηγούμενος, απαντούσε».

Η πτωχεία, η στέρηση είναι αναπόσπαστα από την ζωή του μοναχού. Και ο π. Αθανάσιος ήταν συνεπής και με αυτή την αρετή. κάποτε, σε προχωρημένη ηλικία δέχθηκε επίσκεψη από τον διάδοχό του Ηγούμενο. Ο Γέροντας Βησσαρίων πρόσεξε ότι δεν έβαλε ζάχαρη στον καφέ που εκείνη την στιγμή έφτιαχνε. Στην σχετική ερώτηση γιατί δεν έβαλε ζάχαρη, απάντησε ότι δεν έχει. Συγκινημένος από την εκούσια στέρηση του Γέροντα, αφού το Μοναστήρι παρείχε την δυνατότητα να έχουν όλοι οι πατέρες τον καφέ τους και την ζάχαρη, φρόντισε να του φέρουν ζάχαρη. Εκείνος όμως δεν την δέχτηκε λέγοντας: «Δεν έχω μέχρι τώρα στερηθεί τίποτα και τι θα πώ στον Θεό για την πτωχεία που πρέπει να έχει ο μοναχός;».

Ο π. Αθανάσιος αποκάλυπτε όλο τον πλούτο της πίστεως και της ευλάβειάς του όταν λειτουργούσε. Πάντοτε ζητούσε ευκαιρίες να λειτουργεί. κατά την ηγουμενία του, εκτός από τις κυριακές και μεγάλες εορτές που γίνονταν Συλλείτουργα, είχε ως αρχή να λειτουργεί ιδιωτικά δυο φορές την εβδομάδα. Μετά την ηγουμενία του, στα Συλλείτουργα στεκόταν στο αριστερό μέρος της Αγίας τραπέζης. Μετά την Μεγάλη Είσοδο έσκυβε το κεφάλι του και ακινητοποιούσε το βλέμμα του κάτω, ενώ τα μάτια του γίνονταν βρύσες που έπνιγαν το πρόσωπό του με καυτά δάκρυα. Οι συλλείτουργοί του συγκλονίζονταν βλέποντάς τον, σε σημείο να μην μπορούν να συνεχίσουν την Λειτουργία. Ο π. Αθανάσιος είχε και το διορατικό χάρισμα που καταδεικνύεται από τα ακόλουθα περιστατικά: Ένας σπουδαστής της Ιατρικής, ονόματι Παναγιώτης Μίχας, ο μετέπειτα Ηγούμενος Βησσαρίων, έφτασε στην Μονή Γρηγορίου με σκοπό να μονάσει. Φτάνοντας συνάντησε έναν επιβλητικό μοναχό που είχε προσηλωμένο το βλέμμα πάνω του. Δεν γνώριζε ότι πρόκειται για τον Ηγούμενο Αθανάσιο, αφού ποτέ δεν τον είχε συναντήσει. Όταν πλησίασε, εκείνος σαν να τον γνώριζε από καιρό, τον καλωσόρισε με εγκαρδιότητα. -«καλώς τον Παναγιώτη καλώς όρισες παιδί μου στο μοναστήρι μας. Σε περίμενα από καιρό». Η έκπληξη του νεοφερμένου ήταν απερίγραπτη.

Κάποια άλλη φορά ένας Γέροντας από την Κερασιά έστειλε έναν μοναχό στην Μονή Γρηγορίου για πρόσφορα για την Θεία Λειτουργία. Ο μοναχός στον δρόμο σκεπτόταν πώς θα ενεργήσει. Θα έβρισκε πρώτα τον ῾Ηγούμενο να του αναφέρει το αίτημά του. Μετά θα απευθυνόταν στον αρμόδιο μοναχό. Μόλις έφτασε βλέπει τον Ηγούμενο στην πύλη να έρχεται προς το μέρος του κρατώντας κάτι στα χέρια του.

— «Πάρ’ τα, παιδί μου, αυτά» του λέει. «Είναι πρόσφορα για τα οποία σε έστειλε ο Γέροντάς σου».

Η φήμη του Από τότε που ήταν απλός ιερομόναχος, ο π. Αθανάσιος είχε αποκτήσει φήμη σε όλο το Άγιον Όρος. Όταν ανέβηκε στον ηγουμενικό θρόνο, η ακτινοβολία του έφθασε πολύ μακρύτερα. Πολλοί επισκέπτονταν την Μονή Γρηγορίου μόνο και μόνο για να τον γνωρίσουν. Άλλοι ήθελαν να ζητήσουν πνευματική συμβουλή, άλλοι να εξομολογηθούν. Πρόσωπα που κατείχαν υψηλές θέσεις στην Εκκλησία και στην Πολιτεία έτρεφαν απέναντί του εξαιρετική εκτίμηση. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, αν και δεν τον είχε γνωρίσει προσωπικά, τον σεβόταν πολύ και δεν έχανε ευκαιρία να του στέλνει χαιρετισμούς και να ζητεί τις ευχές του. Ο βασιλεύς Γεώργιος Β' επισκεπτόμενος το Άγιον Όρος παρέμεινε τρεις μέρες στην Μονή Γρηγορίου, τον γνώρισε και εκτίμησε το πνευματικό του ανάστημα. Αναφέρεται μάλιστα ότι όχι μόνο συζήτησε μαζί του, αλλά και εξομολογήθηκε σ’ αυτόν. Ακόμα και τα μέλη της Πατριαρχικής Εξαρχίας ζήτησαν να τον δούν όταν πέρασαν από την Μονή Γρηγορίου και καταιγίζοντάς τον με επαίνους, ζητούσαν την ευχή του.

Στην ησυχία του κελλιού Καθώς περνούσαν τα χρόνια ο π. Αθανάσιος γινόταν πιο εσωτερικός και πιο ευκατάνυκτος. ∆όση κατάνυξη τον διέκρινε, που μπορούσε να δακρύσει μόλις θα ανέφερε το όνομα του Χριστού η κάτι από την επίγεια ζωή Του. Και η εσωστρέφειά του αυξήθηκε στο έπακρο. Απέφευγε συστηματικά τις επικοινωνίες με τους επισκέπτες και ησύχαζε στο κελλί του. Έβγαινε μόνο για να παρακολουθήσει τις Ακολουθίες στον ναό και για να μεταβεί στην τράπεζα. Όταν το επέτρεπε ο καιρός, επισκεπτόταν άλλα δύο προσφιλή του μέρη. Μιά μικρή σπηλιά που την περικύκλωναν ελιές και μπροστά της ανοιγόταν το Αιγαίο και μια μεγάλη ρεματιά, όπου είχε φτιάξει κάθισμα τοποθετώνας μια σανίδα πάνω σε δυο πέτρες. Εκεί έζησε πολλά ιερά βιώματα προσευχόμενος συνέχεια. Είχε παραδοθεί τόσο στην προσευχή, ώστε είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον κανόνα του. Έλεγε: «Μπορεί να πέσω αργότερα στο κρεβάτι. Γιατί να μην κάνω τώρα λίγο περισσότερο κανόνα που μπορώ;».

Η αγάπη του για την κυρία Θεοτόκο ήταν απεριόριστη. Έδινε τόσο μεγάλη σημασία στους «Χαιρετισμούς», που δεν έκειρε μοναχό που δεν τους ήξερε από στήθους. Έγραφε: «Εις το ηγαπημένο μας Μοναστήρι εις το τέμπλον παραμερίζω εις τας ακολουθίας απέναντι της γλυκείας εικόνος της Θεοτόκου που είναι σαν ζωντανή· μόνον η ομιλία της λείπει, το γλυκύ της, αλλά και σοβαρόν βλέμμα της από παντού σε παρακολουθεί. Ω, πόσον αρέσκομαι εις την θεωρίαν της αγίας εικόνος. Θαρρώ ότι έχω εμπρός μου την ιδίαν την Θεοτόκον».

Θείες αποκαλύψεις Στον μοναχό που ζεί με συνέπεια την αφιέρωσή του ιδρώνοντας στον δρόμο της ασκήσεως και υπομένοντας καρτερικά «τόν καύσωνα της ημέρας και τον παγετό της νυκτός» στέλνει ο Θεός, όπως το βεβαιώνουν και οι Πατέρες, θείες παρηγορίες και ουράνιες χαρές. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις πως και στον π. Αθανάσιο είχε προσφέρει ο Θεός τέτοιες θείες ευλογίες. Κάποιοι πατέρες μαρτυρούν ότι ο π. Αθανάσιος τους είχε αναφέρει τέτοιες εμπειρίες, όταν ο νους του ήταν ξεχασμένος στην προσευχή και άκουσε γλυκύτατες ουράνιες ψαλμωδίες, που δεν υπάρχουν πάνω στην γή παρόμοιές τους. Κάποτε στις επίμονες ερωτήσεις κάποιων πατέρων είχε ομολογήσει πως κατά καιρούς είχε δεί «διάφορα μυστήρια», πλην όμως σε κανέναν δεν τα αποκάλυπτε. κάποια φορά μέσα στο καθολικό αξιώθηκε να δεί ως νεαρή μοναχή με ανείπωτη χάρη και σεμνότητα στο πρόσωπό της, την προστάτιδα της Μονής αγία Αναστασία, που υπερβολικά ευλαβείτο. Μιά άλλη φορά, ενώ γινόταν αγρυπνία στον ναό, τον είδαν οι πατέρες να παραμερίζει από το στασίδι του, να πέφτει κάτω και να προσκυνεί. Όλοι δοκίμασαν έκπληξη γιατί εκείνη την ώρα δεν εδικαιολογείτο γονυκλισία και προσκύνηση. Όταν σηκώθηκε, είδαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλοιωμένα. κανένας δεν έμαθε τι συνέβη μέχρι λίγο πριν το τέλος της ζωής του, που φανέρωσε, μετά από παράκληση του Ηγουμένου Βησσαρίωνος, ότι αντίκρυσε σαν σε όραμα την Παναγία, γεμάτη δόξα και ασύγκριτη μεγαλοπρέπεια.

Επί κλίνης οδύνης Κατά το 1949 έπεσε πολύ βαριά άρρωστος στο κρεβάτι. Η οστεαρθρίτις, που στα τελευταία του χρόνια τον βασάνιζε, αυτή την φορά επιδείνωσε πολύ την κατάστασή του. Ανήσυχοι οι πατέρες πρότειναν να τον πάνε στην Θεσσαλονίκη για θεραπεία. Δεν το δέχτηκε όμως. Τους οδυνηρούς πόνους τους αντιμετώπιζε με υπομονή. Όταν καμιά φορά αρρώσταινε, απέφευγε να ζητεί γιατρούς και φάρμακα. Στην θέση του γιατρού και των φαρμάκων είχε την προσευχή και την συχνή Θεία κοινωνία. Στην επικίνδυνη αυτή ασθένεια συνέπεσε να είναι Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Οι Πατέρες επέμεναν να καταλύσει την νηστεία, γιατί είχε υπερβολικά εξαντληθεί. Αυτός όμως δεν συμφωνούσε. Το μόνο που ζητούσε ήταν να τον κοινωνούν συχνά. Την παραμονή του Ακαθίστου Ύμνου φαινόταν αισιόδοξος.

—«Θα προσευχηθώ απόψε όλη την νύχτα στην Παναγία, λέει στους Πατέρες. Το πρωί θα έρθω στο Συλλείτουργο. Θα κοινωνήσω κι ας πεθάνω».

Όταν κοινώνησε, η υγεία του αποκαταστάθηκε και η ζωή του πήρε πάλι τον κανονικό της ρυθμό. Το 1951 όμως έπεσε πάλι στο κρεβάτι. Ζήτησε να του κάνουν Ευχέλαιο, μετά από το οποίο μοίρασε στους πατέρες που παρευρίσκονταν, κάτι από εκείνα που είχε στο κελλί του για ευλογία.

—«Σας εύχομαι καλό παράδεισο, τους είπε. Εκεί είναι η παντοτινή μας κατοικία. Εδώ είμαστε πρόσκαιροι».

Δεν είχε φτάσει όμως η ώρα της αναχώρησής του. Ο Κύριος του χάρισε δυο χρόνια ζωής ακόμα. Το Δεκέμβριο του 1953, ενώ είχε φτάσει στα ογδόντα του χρόνια, έπεσε πάλι στο κρεβάτι. Τα Χριστούγεννα ήταν αδύνατο να πάει στην εκκλησία. Όλα έδειχναν ότι θα εγκατέλειπε την γη. Οι τελευταίες του ημέρες ήταν σχεδόν οσιακές. Είχε καταργήσει κάθε άλλη τροφή και τρεφόταν μόνο με την Θεία κοινωνία. Ο νους του και η καρδιά του έπλεαν μέσα στην θεωρία της προσευχής. κάπου-κάπου ύψωνε τα χέρια και ευλογούσε, σαν να τελούσε την Θεία Λειτουργία. Δύο ημέρες μετά τα Χριστούγεννα, παρήγγειλε με τον π. Αρτέμιο τον «γηροκόμο» να συναχθούν όλοι οι αδελφοί. Ήθελε να τους αποχαιρετήσει, γιατί προαισθανόταν το τέλος του. Την επόμενη μέρα μετά την Θεία Λειτουργία αισθανόταν κάπως καλά. Ήταν για να περιποιηθεί μόνος του τον εαυτό του. Πλύθηκε και τακτοποιήθηκε. Τα ρούχα που έβγαλε τα έδωσε στον γηροκόμο.

—«Αυτά, του είπε, δεν τα χρειάζομαι πιά. Κάνε τα ό,τι θέλεις».

Ένας από τους νεώτερους μοναχούς που τον είδε έτσι καλύτερα, εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για να εξομολογηθεί και να συζητήσει κάποια προβλήματά του. Πήρε μάλιστα το θάρρος να ρωτήσει:

—«Γέροντα, με τι τρόπο πληροφορήθηκες ότι πρόκειται να κοιμηθείς;»

—«Παιδί μου, απόψε φεύγω. Αυτό είναι αλήθεια. Πώς όμως πήρα την ειδοποίηση μή ρωτάς».

Μετά το μεσημέρι κάλεσε τον Ηγούμενο.

—«Εγώ, του λέει, πριν ή μετά το Απόδειπνο αναχωρώ. Εσύ να φροντίζεις τους αδελφούς και η Παναγία ποτέ δε θα σε εγκαταλείψει. Πήγαινε τώρα να φέρεις τα Άχραντα Μυστήρια να με κοινωνήσεις». Μετά απευθυνόμενος στον π. Ανδρέα που έντυνε όσους άφηναν τα εγκόσμια, είπε: «Πάτερ Ανδρέα, δεν χρειάζεται να με αλλάξεις. Ετοιμάστηκα μόνος μου. Να με ράψεις, όπως είμαι».

Αφού κοινώνησε, παραδόθηκε στην προσευχή. Συχνά ύψωνε το βλέμμα προς τα πάνω και κάτι σαν να ψιθύριζε. Ανύψωνε και τα χέρια του και ευλογούσε με την ιερατική ευλογία. Πλησίαζε το βράδυ. Άρχισε να νιώθει έντονο ρίγος. Μετά το Απόδειπνο, όλοι οι Πατέρες συνάχθηκαν γύρω του και προσεύχονταν. Το πρόσωπό του έλαμπε. Τα χέρια του δεν μπορούσε άλλο να τα ανυψώσει. Τα σταύρωσε. Έκλεισε τα μάτια του. Μέσα σε υπερκόσμια γαλήνη και ειρήνη, παρέδωσε το πνεύμα του τόσο αθόρυβα που κανείς δεν το αντιλήφθηκε.

Ο θάνατός του όχι μόνο δεν έσβησε την μορφή του από τις καρδιές των υποτακτικών του, αλλά αντίθετα την κατέστησε πιο ποθητή. Πολλές φορές στον ύπνο τους άλλοι τον είδαν να λάμπει μέσα σε θαυμαστό φώς, άλλοι να βρίσκεται σε τιμητική θέση, άλλοι να λειτουργεί με εξαίρετα άμφια σε μεγαλοπρεπή ναό, άλλοι να παρουσιάζεται επιβλητικός και να τους βγάζει από κάποια δύσκολη θέση. Ο μακάριος Γέροντας υπήρξε χωρίς καμιά αμφιβολία «σκεύος χρυσίου ολοσφύρητον κεκοσμημένον παντί λίθω πολυτελεί».

* Ευχαριστούμε:

• την Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής για την άδεια δημοσίευσης αποσπασμάτων από το βιβλίο «Σύγχρονες ῾Αγιορείτικες μορφές, Αθανάσιος Γρηγοριάτης» και

• την Ιερά Μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους για την διάθεση του φωτογραφικού υλικού.

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Αγγελίδης & Κατερίνα Μπαρδάκα

Μοναχός Σαμουήλ Αγιαννανίτης (1870 – 3 Φεβρουαρίου 1960) (Γέροντας Μωυσής Αγιορείτης)

$
0
0

Σκήτη Αγ. Άννης-Μοναχός Σαμουήλ (1) Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Αλέξανδρος Πασπαλεύρης στο Κοντοπούλι της Λήμνου το 1870. Προσήλθε στην Καλύβη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, το παλαιό Κυριακό της σκήτης της Αγίας Άννης, το 1894, και εκάρη μοναχός το επόμενο έτος. Για ένα διάστημα μόνασε στο θε­οβάδιστο όρος Σινά, γιατί αναφέρεται στο μοναχολόγιο της σκήτης ως πρώην Σιναΐτης.

Ο Αγιαννανίτης Γέροντας Χερουβείμ (+1979) αναφέρει χαρακτηριστικά λίγα αλλά σημαντικά περί αυτού: «Ήταν πάντα σχεδόν κλεισμέ­νος στην καλύβη του. Ελάχιστες φορές τον είδα, κατά το διάστημα της παραμονής μου στην σκήτη. Εθεωρείτο μεγάλο γεγονός να συναντήσης τον γερο-Σαμουήλ. Πώς εζούσε, τί έτρωγε, τί πρόγραμμα είχε, ήσαν όλα άγνωστα. Απέφευγε τις συναναστροφές με τους άλλους πατέρας. Πολ­λοί τον εθεωρούσαν μεγάλο ασκητή και βιαστή, ενώ άλλοι υποψιάζοντο, μήπως μία τέτοια ζωή τον είχε οδηγήσει στην πλάνη».

Ζούσε πάντοτε μόνος, το έγκλειστο αυτό γεροντάκι, στο φτωχό καλύβι του. Γιατί δεν τον έβλεπαν συχνά; Πώς ακριβώς ζούσε; Τί να έτρωγε; Τί να προσευχόταν; Τί πρόγραμμα άραγε να είχε στην τόσο μυστική ζωή του; Κανένας δεν βρέθηκε να πει κάτι παραπάνω, για τον κρυφό και μέγα αυτόν βιαστή. Πώς τόλμησαν να τον πουν πλανεμένο, αλήθεια; Η «ένδοξη αδοξία», κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον μεγάλυνε.

Γέρασε μόνος και δεν είχε καμία βοήθεια. Έτσι τον πήρε κοντά του ένας άλλος μόνος Γέροντας, ο Βικέντιος, από την Καλύβη του Αγίου Δημητρίου, για να τον γηροκομήσει. Ανεπαύθη μακάρια στις 3.2.1960, μνήμη του αγίου Συμεών του Θεοδόχου.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Χερουβείμ αρχιμ., Νοσταλγικές αναμνήσεις από το Περιβόλι της Παναγίας, Ωρωπός Αττικής 1981, σ. 152.

Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ. 629

Επίσκοπος Κατάνης Κασσιανός (1892 – 4 Φεβρουαρίου 1965)

$
0
0
[caption id="attachment_117398" align="aligncenter" width="634"]Επίσκοπος Κατάνης Κασσιανός Ιερομόναχος Αθανάσιος Παντοκρατορινός[/caption]

Ο κατά κόσμον Σέργιος Μπεζομπράζωφ γεννήθηκε στην Πετρούπολη της Ρωσίας από επιφανή οικογένεια. Σπούδασε στο εκεί πανεπιστήμιο κι έγινε καθηγητής της ιστορίας θρησκευμάτων. Λόγω διώξεων του αθεϊστικού καθεστώτος, μέσω Τασκένδης και Βελιγραδίου ήλθε για πρώτη φορά στο Άγιον Όρος το 1924. Το 1925 δημιουργεί με άλλους Ρώσους θεολόγους στο Παρίσι το Ινστιτούτο Ορθοδόξου Θεο­λογίας «Ο Άγιος Σέργιος». Το 1931 κείρεται μοναχός από τον σπου­δαίο μητροπολίτη Ευλόγιο (+1946) και αργότερα χειροτονείται διάκο­νος και πρεσβύτερος.

Από το 1939 έως το 1945 διέμεινε στο Άγιον Όρος ως αδελφός της ιεράς μονής Αγίου Παντελεήμονος. Η εδώ διαμονή του υπήρξε σημαν­τική, δημιουργική και καρποφόρα και χρωμάτισε τον υπόλοιπο βίο του. Το 1947 χειροτονήθηκε επίσκοπος και ανέλαβε καθηγητής στον «Άγιο Σέργιο». Διακρίθηκε ως άριστος καινοδιαθηκολόγος με πλούσιες γνώ­σεις και καταπληκτική μνήμη. Η θεολογία του ήταν απαύγασμα της ασκήσεως και της προσευχής του. Οι λόγοι του και οι συγγραφές του αποπνέουν τη χάρη του βιώματός του. Μετά από άσκηση στον ιερό Άθωνα, κλήθηκε να διακονήσει την Εκκλησία ως πρύτανις του «Αγίου Σεργίου».

Κατά τον καθηγητή Αλέξιο Κνιάζεφ, «ο Κασσιανός υπήρξεν αναμφισβητήτως ο μεγαλύτερος των Ορθοδόξων ερμηνευτών της Καινής Διαθήκης, κατά τους νεώτερους χρόνους, ενώ παραλλήλως η αυστηροτάτη ασκητικότης του, συνδυαζομένη με παροιμιώδη απλότητα, ταπεινοφροσύνην και πραότητα, τον περιέβαλον, ζώντα, με την φήμην πραγματικού αγίου. Η αγάπη του, τέλος, προς την Ελλάδα δεν είχε όρια». Εκτός των πολλών δημοσιευμένων έργων του άφησε και πολλά αξιόλογα ανέκδοτα έργα. Κατά την εξόδιο ακολουθία του, ένας των ομιλητών, μεταξύ άλλων είπε: «Ο Κασσιανός έφερε πάντοτε εις τα διεθνή θεολογικά συνέδρια και τας μεγάλας επιστημονικάς συνάξεις το άρωμα του αγιορειτικού μοναχισμού· παντού και πάντοτε ήτο μία ζώσα απόδειξις της αληθείας ότι η πραγματική Ορθόδοξος θεολογία είναι, εν τελευταία αναλύσει, απαύγασμα πνευματικής πείρας, καρπός ασκήσεως, πνευματικού βίου και προσευχής». Ανεπαύθη ο πρύτανις του Ορθοδόξου Ινστιτούτου του «Αγίου Σεργίου» στο Παρίσι θεοφιλέστατος επίσκοπος Κασσιανός στις 4.2.1965.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Αλεξίου Κνιάζεφ πρωτοπρ., Κασσιανός επίσκοπος Κατάνης, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 7, Αθήναι 1965, στ. 392-394. Του αυτού, Το Ινστιτούτο «Ο Άγιος Σέργιος», Άγιος Νικόλαος Κρήτης 1980.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 723-725

Ιερομόναχος Αθανάσιος Παντοκρατορινός (1887 – 4 Φεβρουαρίου 1959)

$
0
0

Ιερομόναχος Αθανάσιος Παντοκρατορινός Γεννήθηκε στη Μάδυτο της Α. Θράκης, ο κατά κόσμον Βασίλειος Κατμάδας, από ευσεβέστατους γονείς το 1887. Πόθησε τον μονα­χικό βίο από παιδί και το 1901 προσήλθε στη μονή Παντοκράτορος, στην υπακοή του συμπατριώτη του ιερομονάχου Στεφάνου. Μετά διετή δοκιμή εκάρη μοναχός. Το ίδιο έτος εισήλθε μαθητής στην Αθωνιάδα Σχολή. Μετά τριετία φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή Κωνσταν­τινουπόλεως. Το 1910 χειροτονήθηκε διάκονος. Το 1912 διορίσθηκε κα­θηγητής στην Αθωνιάδα. Κατά τον μετέπειτα σχολάρχη της Αθωνιάδος επίσκοπο Ροδοστόλου Χρυσόστομο, υπήρξε «ονομαστός Αγιορείτης και δυνατός δάσκαλος». Ο ιερομόναχος Χριστόφορος Δοχειαρίτης (Κτενάς) μάλιστα γράφει περί αυτού: «Ο πατήρ Αθανάσιος ην ο ευτυχέστατος των διδασκάλων της Αθωνιάδος, διότι ηξιώθη ίνα ίδη τον ημέτερον στρατόν απελευθερούντα και την ιεράν ταύτην της φιλτάτης πατρίδος γωνίαν και τους αξιωματικούς αυτού φιλοξενουμένους εν τη Σχολή ταύτη».

Στη συνέχεια σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, στην οποία αρίστευσε. Το 1918 χειροτονήθηκε ιερεύς. Διακρίθηκε ως ιεροκήρυκας και συγγραφέας. Το 1920 εξελέγη προϊστάμενος της μονής του και αρχιγραμματεύς της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους επί τριετία. Κατόπιν διετέλεσε αντιπρόσωπος της μονής του στην Ιερά Κοινότητα. Παντού και πάντοτε υπήρξε φίλεργος, φιλότιμος, φιλαλήθης, φιλάδελφος, φιλομαθής, μελετηρός και δραστήριος.

Κατά τα έτη 1930-1941 υπήρξε σχολάρχης της Αθωνιάδος και από το 1945-1954 καθηγητής της Εκκλησιαστικής Σχολής Ξάνθης. Άφησε αγαθή μνήμη και οι πάντες τον εγκωμίασαν. Διακρίθηκε για το γνή­σιο εκκλησιαστικό του ήθος και φρόνημα. Αναπαύθηκε εν Κυρίω στις 4.2.1959 πάμπτωχος στη Θεσσαλονίκη κι ετάφη στο κοιμητήριο της Ευαγγελιστρίας.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Νεκρολόγιον Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, σ. 19. Χριστοφόρου Κτενά αρχιμ.. Η σύγ­χρονος Αθωνιάς Σχολή και οι εν αυτή διδάξαντες από του 1845-1916, Αθήναι 1930, σσ. 112-117. Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου. Πόθος και χάρις στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2000, σ. 150. Συμεών Πασχαλίδη, Ιερά Μονή Παντοκράτορος, Άγιον Όρος 2005, σ. 202.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ. 605-611


Μοναχός Δαυίδ Διονυσιάτης (1890 – 5 Φεβρουαρίου 1983)

$
0
0
[caption id="attachment_117591" align="aligncenter" width="350"]Μοναχός Δαυΐδ Διονυσιάτης Μοναχός Δαυίδ Διονυσιάτης[/caption]

Το ασκητικό μοναστήρι του Διονυσίου στα μικρά κελλιά του έκρυψε και φύλαξε μεγάλους αγωνιστές, καλούς φίλους του Θεού, διαδόχους αγίων. Μια τέτοια οσιακή μορφή, με αγγελική ψυχή, είναι του ταπεινού και πράου, απλού και άκακου, χαριτωμένου και χαρούμενου π. Δαυίδ.

Ο κατά κόσμον Δήμος Φλώρος του Βασιλείου και της Μαρίας γεννήθηκε στο χωριό Κτιστάδες της Άρτας το 1890. «Το πιο σπουδαίο, έλεγε, που του έμαθαν οι γονείς του ήταν ν’ αγαπά πολύ τον Θεό». Πεντάχρονος είδε τον ουρανό ν’ ανοίγει και ν’ αντικρίζει τ’ αγγελικά τάγματα και τους αγίους του Θεού. Πάλι κάτι είδε όταν ήταν έφηβος. Άφοβος υπόμενε τις δαιμονικές παγίδες. Με το σημείο του σταυρού και την επίκληση της Παναγίας πάντοτε ελευθερωνόταν. Οι γονείς του όμως δεν τον άφηναν να μονάσει. Έτσι τον νύμφευσαν. Από τον γάμο του απέκτησε δύο παιδιά και περιουσία. Τ’ άφησε όλα και το 1952 ήλθε στο Περιβόλι της αγαπημένης του Παναγίας να γίνει μοναχός, καθώς έλεγε: «Ήρθα να προσφέρω στον Κύριο τα γεράματά μου, αφού δεν μπόρεσα να δώσω τα νιάτα μου». Έμεινε λίγους μήνες στη μονή Γρηγορίου και μετά κοινοβίασε στη μονή Διονυσίου. Εκάρη μοναχός το 1955. Παρότι ήλθε μεγάλος στη μονή, είχε νεανικό πόθο για αγώνες ασκητικούς. Συνέχεια ήταν με το «ευλόγησον» και το «να είναι ευλογημένο». Έλεγε ο ίδιος: «Ένοιωθα χαρά και ευχαρίστηση να κάνω το καλό για τους άλλους». Έλεγε με απλότητα συνεχώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Είχε αγγελοφάνειες και δαιμονοφάνειες. Ο τίμιος σταυρός, η Παναγία και ο Τίμιος Πρόδρομος τον προστάτευαν. Είχε γεμίσει με σταυρούς το κελλί του. Ήξερε ότι «όπλον κατά του διαβόλου τον σταυρόν σου ημίν δέδωκας». Η μακάρια απλότητά του τον έσωζε. Όταν τον ρώτησαν, γιατί δεν τον βλέπουν όλοι τον δαίμονα, απάντησε: «Και σε σας παρουσιάζεται, αλλά δεν τον βλέπετε. Άμα έχει ο άνθρωπος πάθη, κακίες, αμαρτίες, έχει μέσα στην καρδιά και στο μυαλό του τον διάβολο. Γιατί αυτός κάνει όλα αυτά τα πράγματα και η κακή προαίρεσις του ανθρώπου. Αυτός, μωρέ παιδί μου, παρουσιάζεται μόνο στους πράους και ταπεινούς. Ξέρεις, αυτούς τους φοβάται, αλλά δεν μπορεί να τους κάνει τίποτε, διότι είναι με τον Χριστό». Άλλοτε πάλι έλεγε σ’ ένα μοναχό, που επίμονα τον ρωτούσε: «Η υπακοή σού χαρίζει ειρήνη, χαρά και πόθο για τον Χριστό και η ελεημοσύνη είναι μεγάλο πράγμα. Μ’ αυτή πας όρθιος στον παράδεισο. Σου συγχωράει όλα τα αμαρτήματα. Στα συγχωράει ο Θεός. Κατάλαβες; Κακό μεγάλο είναι η υπερηφάνεια. Πω, πω πόσο την αποστρέφεται ο Θεός! Όχι σαν τον Φαρισαίο, που έλεγε εγώ δίνω και δίνω ..., γιατί το βραβείο το πήρε εκείνος που κτύπαγε τα στήθια ...». Αφιλόδοξος, ακενόδοξος, ακατήγορος, ειρηνικός, νηφάλιος, ησύχιος. Ένα μεγάλο, άκακο, απλό παιδί. Στις 5.2.1983, μέσα στην παγωνιά του χειμώνα, ύστερα από μία επιδημία γρίππης, πέταξε η ψυχή του ψηλά σαν πουλάκι. Ο ηγούμενος παπα-Χαράλαμπος (+2000) είπε: «Πολλά καλογέρια, που εδιάβαζαν δίπλα στο σκήνωμά του το Ψαλτήρι, παρηγορούντο με δάκρυα κατανύξεως, πράγμα που μαρτυρεί ότι η ψυχή του βρήκε τόπο στην δόξα του Θεού. Αιωνία του η μνήμη».

Πηγές – Βιβλιογραφία

Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Διονυσίου. Δ.Μ.Γ., Γέρων Δαυίδ ο Διονυσιάτης, Ο Όσιος Γρηγόριος 8/1983, σσ. 89-97 (απ’ όπου και η φωτογραφία).

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 1051-105

Μοναχός Θωμάς Αγιοπαυλίτης (1881- 8 Φεβρουαρίου 1949)

$
0
0
[caption id="attachment_117594" align="aligncenter" width="867"]Ιερά μονή Αγίου Παύλου, σχέδιο Ράλλη Κοψίδη (1956) Ιερά μονή Αγίου Παύλου, σχέδιο Ράλλη Κοψίδη (1956)[/caption]

Γεννήθηκε στην Τρίπολη της Τραπεζούντος το έτος 1881, ο κατά κόσμον Θεόδωρος Σιδερίδης. Πάντοτε διακρινόταν μεταξύ των αδελφών της ιεράς μονής Αγίου Παύλου για την αγαθότητα, την απλότητα, την πίστη και την πρόθυμη υπακοή του. Προσήλθε στη μονή το 1934 κι εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός το 1935.

Το Πάσχα του 1936, κατά την έξοδο των πατέρων στον αύλειο χώρο της μονής, για να κάνουν Ανάσταση, ο ηγούμενος Σεραφείμ (+1960), μετά το «Χριστός Ανέστη», είπε στον μοναχό Θωμά: «Γερο-Θωμά, πή­γαινε σε παρακαλώ κάτω στο οστεοφυλάκιο να ειπείς στα κόκκαλα εκεί των πατέρων το “Χριστός Ανέστη”». Πρόθυμος, δίχως δεύτερο λογισμό, έτρεξε να κάνει πράξη τον λόγο του Γέροντος. Απευθυνόμενος στα οστά είπε μεγαλόφωνα: «Ο ηγούμενος μ’ έστειλε να σας ειπώ το “Χριστός Ανέστη”, πατέρες και αδελφοί». Τότε τα οστά έτριξαν και μία κάρα σηκώθηκε έως ένα μέτρο ψηλά και απάντησε δυνατά: «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος». Ο π. Θωμάς θεώρησε φυσικό το γεγονός και ότι έτσι πάντοτε γινόταν.

Άλλοτε πάλι ο ίδιος μοναχός, ενώ ήταν εντελώς άπειρος, λόγω απουσίας του υπεύθυνου μοναχού, έλαβε εντολή να παρασκευάσει τη ζύμη για το ψωμί της μονής. Αδαής και αδύναμος προσευχόταν στην Πανα­γία να τον φωτίσει τι να κάνει. Σε λίγο, σαν υπνωτισμένος, βλέπει μία μαυροφόρα γυναίκα να ετοιμάζει το προζύμι, να πλάθει τα ψωμιά και να τα φουρνίζει. Κατάλαβε ότι ήταν η παρουσία και προστασία της ίδιας της Υπεραγίας Θεοτόκου. Οι πατέρες δεν είχαν ξαναφάει τέτοιο ψωμί. Η γλυκύτητά του τους έμεινε αλησμόνητη για χρόνια. Ο Γέρο­ντας Θωμάς λόγω της μακαρίας απλότητός του και της μεγάλης του ταπεινώσεως διάβηκε τη μοναχική του ζωή μέσα σ’ ένα συνεχές θαύμα.

Ο ηγούμενος Σεραφείμ διηγείτο για το πόσο χαριτωμένη ψυχή ήταν.

Ηλθε μεγάλος, 53 ετών. Πριν έλθει περιήλθε τις αγιορειτικές μονές, αλλά λόγω της ηλικίας του δεν τον κρατούσαν. Ο ίδιος, προσκυνώντας τις εικόνες του τέμπλου της κάθε μονής, άκουγε από την εικόνα της Παναγίας: «Όχι εδώ· στο παραπέρα μοναστήρι». Στη μονή του Αγίου Παύλου, η εικόνα της Παναγίας του είπε: «Εδώ»!

Ο θεομητροκίνητος αυτός μοναχός ανεπαύθη εν Κυρίω στις 8.2.1949 για να συναντήσει την Έφορο του Αγίου Όρους, την Αειπάρθενο Θεο­τόκο, τη Μυροβλύτισσα Παναγία, την Αγιοπαυλίτισσα.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Ανδρέου Αγιορείτου μοναχού, Γεροντικό του Αγίου Όρους, τ. Α', Αθήναι 1979, σσ. 40-41, τ. Β', Αθήναι 1981, σσ. 31-32. Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Θεομη­τορικά και εξόδια στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2005, σσ. 414-417.

Πηγή : Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ. 435-436

Ιερομόναχος Θεόδωρος Γρηγοριάτης (1885 – 8 Φεβρουαρίου 1964)

$
0
0

Ιερομόναχος Θεόδωρος Γρηγοριάτης Ο κατά κόσμον Θεόδωρος Γεωργίου Κακούνης γεννήθηκε στα χωριό Καστρί της Λακωνίας το 1885. Μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Δημήτριο, τον μετέπειτα 6Καυσοκαλυβίτη μοναχό Ιερόθεο (+1968), νέοι ξενιτεύθηκαν για την Αμερική. Πήγαν να εργασθούν, για να βοηθή­σουν τη φτωχή τους οικογένεια. Μία ημέρα, πηγαίνοντας σ’ ένα θέατρο για να ψυχαγωγηθούν και να ξεκουρασθούν, είδαν ένα φοβερό θέαμα. Χορός δαιμόνων να περιφέρεται γύρω από το κτίριο και να γκρεμίζει στην αμαρτία νέους και νέες. Τρομαγμένοι αναχώρησαν για το Άγιον Όρος, ποθώντας τη σωτηρία της ψυχής τους.

Το 1903 ο Θεόδωρος προσήλθε στην ιερά σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης, στην Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην ευλαβή συνοδεία των ιερομονάχων Στεφάνου και Θεοδοσίου. Το 1907 εκάρη μο­ναχός. Ημέρα με την ημέρα προόδευσε πνευματικά και καλλιεργούσε επιμελημένα τις ένθεες αρετές. Έγινε δεκτικός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, γιατί είχε μεγάλη ταπείνωση. Το 1912 χειροτονήθηκε διάκονος. Διακονούσε με κάθε ευλάβεια και ιεροπρέπεια. Το 1923 προσήλθε στη μονή Γρηγορίου. Το 1931 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, τελώντας τα θεία μυστήρια με φόβο Θεού. Μετά την κοίμηση του Γέροντός του Στεφάνου, κλήθηκε να διακονήσει στη μονή Γρηγορίου, όπου μόναζαν πολλοί συμπατριώτες του. Ηγούμενος ήταν ο λίαν ενάρετος Γέροντας Αθανάσιος (+1953).

Στα αυστηρό αυτό κοινόβιο έγινε υπόδειγμα υπακοής, υπομονής και ταπεινώσεως. Για την αρετή του, μετά την παραίτηση του ηγουμένου Αθανασίου, εξελέγη ηγούμενος, παρότι στη μονή υπήρχαν παλαιότεροι ιερομόναχοι όπως οι Γεώργιος, Στέφανος, Κωνσταντίνος, Δημήτριος και Διονύσιος. Το 1937 προχειρίσθηκε αρχιμανδρίτης και Πνευματικός κι ενθρονίσθηκε ηγούμενος. Το 1943 παραιτήθηκε της ηγουμενείας.

Ήτο ευλαβής και φιλακόλουθος πάντοτε. Διακόνησε παλαιότερα ως προσφοράρης και ιερορράπτης. Έδειχνε μεγάλη αγάπη στους προσκυ­νητές και αφιέρωνε χρόνο για πνευματικές συζητήσεις μαζί τους.

Στις 8.2.1964 μετά διετή ημιπληγία ανεπαύθη ήσυχα στη μονή του και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Ετάφη μετά των άλλων πατέρων στο κοιμητήριο. Στην ηγουμενεία τον διαδέχθηκε ο αρχιμανδρίτης Βησσαρίων (+1974).

Πηγές – Βιβλιογραφία

Ανδρέου Αγιορείτου μοναχού. Γεροντικό του Αγίου Όρους, τ. Α', Αθήναι 1979, σσ. 170-172. Ιεράς Μονής Γρηγορίου, Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 2003, σσ. 39-40.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 711-712

Μοναχός Ησύχιος Κωνσταμονίτης (1906 – 9 Φεβρουαρίου 1979)

$
0
0

Ι. Μ. Κωνσταμονίτου-Μοναχός Ησύχιος Ένας κρυμμένης αρετής μοναχός ήταν και ο μακάριος Ησύχιος Κωνσταμονίτης, ο κατά κόσμον Γεώργιος Ιωάννου Αραμπατζής. Γεννήθηκε στην Προύσα της Μ. Ασίας το 1906. Νέος ήλθε στην Ελλάδα κατά την πολύκλαυστη μικρασιατική καταστροφή. Στη μονή Κωνσταμονίτου εισήλθε το 1926 ως δόκιμος. Δεν γνώριζε πολύ καλά ελληνικά. Ένα γεροντάκι της μονής του έμαθε την ελληνική γλώσσα. Μετά την κανονική δοκιμασία εκάρη μοναχός το 1928.

Επί πολλά έτη είχε το διακόνημα του πορτάρη της μονής. Εκεί στην είσοδο τον γνωρίσαμε κι εμείς, σοβαρό, σεμνό και λιγομίλητο. Καθημερινά σκούπιζε το πορταρίκι και υποδεχόταν τους προσκυνη­τές, μόνο με τ’ απαραίτητα λόγια. Επί 55 έτη ζούσε την ίδια ήσυχη, αδιατάρακτη και ταπεινή ζωή. Συνήθιζε να πηγαίνει στην τράπεζα του κοινοβίου μόνο τις Κυριακές και τις εορτές, μετά από τις αγρυπνίες. Τις άλλες ημέρες έπαιρνε φαγητό στο πορταρίκι κι έτρωγε μόνος του. Μερικοί πατέρες σκανδαλίζονταν με αυτή την ιδιορρυθμία του. Κάποτε εμπιστεύθηκε σ’ έναν ιερομόναχο, που τον ρώτησε σχετικά, λέγοντάς του να μην το ανακοινώσει σε κανένα προ της εκδημίας του, τον λόγο της «ιδιορρυθμίας» του.

Όταν ήλθε στο μοναστήρι και άκουσε τον βίο του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, θέλησε να τον μιμηθεί. Οδηγήθηκε όμως σε ακρότητες που τον πήγανε σε σοβαρή ασθένεια, ώστε δεν μπορούσε να φάει και να κοιμηθεί. Έχασε την ομιλία του και κόντεψε να τρελαθεί. Οι πα­τέρες τον πίεσαν να τρώει και του έδωσαν ένα μοναχό να τον συνο­δεύσει στις αθωνικές μονές, ώστε με την προσκύνηση τιμίων λειψάνων και θαυματουργών εικόνων να γίνει καλά. Στη μονή Βατοπεδίου, προ­σκυνώντας την Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου έγινε εντελώς καλά, όπως διηγείται ο ίδιος: «Καθώς προσκυνούσα τη θήκη με την αγία Ζώνη της Κυρίας Θεοτόκου που μας έβγαλε ο προσμονάριος, το κουβούκλιο σαν να κόλλησε πάνω μου! Δηλαδή έσκυψα, φίλησα και καθώς σηκωνόμου­να, η θήκη τέσσερα-πέντε κιλά, ερχότανε μαζί! Τραβούσε ο προσμονάριος, τραβούσε ο Γερο-Δοσίθεος (ο συνοδός του), τίποτα! Εκείνη την ώρα ήρθα στα σύγκαλά μου και μίλησα! Θεραπεύθηκα ... Χαρούμενος γύρισα στο μοναστήρι μας. Έγινα μεγαλόσχημος μοναχός. Από Γεώρ­γιον ονόμασαν εμένα Ησύχιον».

Ο μοναχός Ησύχιος υπήρξε πράγματι ησύχιος, σιωπηλός και προσευχόμενος. Κατά τις μακρές ώρες της θείας λατρείας είχε σταθερή ορθοστασία, παρά την ασθένειά του και το γήρας του. Ο πνευματικός του πατέρας του έθεσε μόνιμο κανόνα Δευτέρα, Τετάρτη και Παρα­σκευή να τρώει μετά τη δύση του ήλιου. Έτσι κι έκανε. Σε κανέναν ποτέ δεν το είπε. Μόνο σ’ έναν, για να μας το κάνει γνωστό μετά την κοίμησή του. Οι άλλοι τον κατέκριναν, αυτός έκρυβε καλά το μυστικό του.

Ένα εσπερινό, ανάβοντας το καντήλι του αγίου Στεφάνου στην είσοδο της μονής έπεσε κάτω και δεν σηκώθηκε ποτέ. Έπαθε καρδι­ακή προσβολή. Ήταν η 9.2.1979. Την επομένη έγινε η κήδευση και η ταφή του.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Μανώλη Μελινού, Αγιορείτες Ευλογείτε, Αθήνα 2004, σσ. 295-302.

Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.951-952

Μοναχός Τρύφων Ξενοφωντινός (1990 – 10 Φεβρουαρίου 1978)

$
0
0
[caption id="attachment_117935" align="aligncenter" width="378"]Μοναχός Τρύφων Ξενοφωντινός Μοναχός Τρύφων Ξενοφωντινός (1990 - 10 Φεβρουαρίου 1978)[/caption]

Κατά κόσμον ονομαζόταν Γραμμένος-Γραμματάς Στεργιώτης του Νικολάου και της Μαρίας. Γεννήθηκε στο χωριό Πλάτανος Γανο­χώρων το 1900. Προσήλθε στην ιερά μονή Ξενοφώντος το 1929. Εκάρη μοναχός το 1930. Αναχώρησε της μονής το 1939 κι επανήλθε το 1954. Το 1970 εξελέγη προϊστάμενος.

Διακόνησε επί πολλά έτη ως προσφοράρης. Μετά την πρώτη του αναχώρηση από τη μονή έζησε σε βουνά και σπηλιές, απ’ όπου απέκτησε βρογχικά. Η εξομολόγησή του ήταν ειλικρινής και μετά δακρύων, και η μετάνοιά του μεγάλη. Στους νεότερους μοναχούς της αδελφότητος ήταν διακριτικά διδακτικός. Έλεγε: «Αν θέλεις να προκόψεις στην κα­λογερική, να πεις ότι είσαι εδώ ξένος». Αγαπούσε πολύ την πνευματι­κή μελέτη. Ιδιαίτερα μελετούσε το Κυριακοδρόμιον και προσευχόταν πολύ. Ήταν αγαθός, πολύ φιλακόλουθος και ησύχιος. Είχε ευλάβεια και κατάνυξη. Πάντοτε ήταν μ ένα μαντήλι στο χέρι.

Στο τέλος της ζωής του και ενώ είχε πέσει σ’ επιθανάτιο ρόγχο, του ανέγνωσαν το μυστήριο του θείου και ιερού Ευχελαίου. Τελειώνοντας το Ευχέλαιο του είπαν: «Γέρο-Τρύφων, τα πήραμε τώρα τα εφόδια». Τότε, εκείνος ανακάθισε στην κλίνη του και μίλησε για τα εφόδια της Εκκλησίας μας, τον μεγάλο ιατρό-καλό Σαμαρείτη των ψυχών μας Σωτήρα και Λυτρωτή Κύριο, και την υπομονή, εκδήλωσε την αγάπη του στον Γέροντα της μονής Αλέξιο, και ξανάπεσε για να κοιμηθεί αιωνίως, την ώρα της αγρυπνίας του αγίου ενδόξου ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, στις 10.2.1978.

Κατά τον σωματικό του χαρακτήρα ήταν κοντός και αδύνατος, με ασθενικό σώμα. Ένας μυστικός αγωνιστής του ιερού κοινοβίου του αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, της χιλιόχρονης μονής Ξενοφώντος.

Πηγές – Βιβλιογραφία   Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Ξενοφώντος.     Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 929-932
Viewing all 151 articles
Browse latest View live