

Το φως του ήλιου είδε στη Μάδυτο της Α. Θράκης το 1856. Οι γονείς του ήταν πάμφτωχοι αλλά ευσεβέστατοι. Μικρός ακολούθησε τον πατέρα του στα Ιεροσόλυμα, που εργαζόταν εκεί ως ξυλουργός, όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα και αγάπησε τον μοναχισμό. Το 1870 ήλθε στο Άγιον Όρος κι έμεινε επί διετία στο Διονυσιάτικο Κελλί του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στις Καρυές, όπου μόναζε ο κατά σάρκα αδελφός του ιερομόναχος Ευγένιος. Ο Ευγένιος τον παρέδωσε στον σχολάρχη τότε της Αθωνιάδος Κοσμά Λαυριώτη (+1903). Μετά διετή δοκιμασία τον έκειρε μοναχό και το 1877 τον έστειλε να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία αποφοίτησε αριστούχος. Παρά το ότι του προσφέρθηκαν υψηλές θέσεις επέστρεψε στην αγαπητή του Λαύρα, «μη ανταλλάξας, κατά την παράδοσιν των Λαυριωτών, τον καλογερικόν σκούφον με την αρχιερατικήν μίτραν».
Διετέλεσε καθηγητής και σχολάρχης της Αθωνιάδος Σχολής, αρχιγραμματεύς της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους, αρχιγραμματεύς, προϊστάμενος και επίτροπος της μονής του, αντιπρόσωπος στην Ι. Κοινότητα, βιβλιοθηκάριος, συντάκτης του καταλόγου των χειρογράφων και δόκιμος συγγραφέας. Διακρίθηκε για τη σπάνια νοημοσύνη του, την άρτια μόρφωσή του, τη μουσικογνωσία και καλλιφωνία του. Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε από τον στενό του φίλο πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄ από τότε που ήταν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Κατευοδώνοντάς τον για την επάνοδό του στον Οικουμενικό Θρόνο του έλεγε στον ιερό ναό του Πρωτάτου: «Ανέρχεσαι εις νέαν τινα Ιερουσαλήμ της Εκκλησίας και του Γένους, του παθείν υπέρ αυτών, μη επιλάθου, Παναγιώτατε Δέσποτα, μη και το Άγιον Όρος, το οποίον εις κατοικίαν ηρετίσω, το οποίον ειλικρινώς ηγάπησας και αγαπάς και του οποίου τα όντως βασιλικά και εκκλησιαστικά δίκαια, είπερ τις και άλλος, Συ οίδας γεραίρειν και κρατύνειν».
Δυστυχώς το έργο του το διέκοψαν βέβηλα χέρια αγνώστων. Πηγαίνοντας με το ζώο από τις Καρυές στη Μ. Λαύρα, για τις εορτές των Χριστουγέννων, στο λιθόστρωτο πλησίον της μονής Ιβήρων φονεύθηκε πυροβολούμενος. Ήταν 23.12.1908. Ο ξαφνικός θάνατός του, και τόσο αποτρόπαιος, λύπησε τους πάντες πολύ. Ο υποτακτικός του μοναχός Κοσμάς Λαυριώτης έγραφε προς την αδελφότητα των Ιωσαφαίων στα Καυσοκαλύβια: «Ως βροντή μοι εφάνη η απαισία είδησις της δολοφονίας του σεβαστού μου Γέροντος, διότι ανεξήγητόν μοι φαίνεται να πέση θύμα κακούργων χειρών τοιούτος άνθρωπος ενάρετος και χρήσιμος εις την Μονήν και εις το Άγιον Όρος, και εις το έθνος και εις την Εκκλησίαν. Κρίμα εις την Λαύραν, κρίμα εις το Άγιον Όρος ...».
Σε νεκρολογία της εφημερίδος Εκκλησιαστική Αλήθεια μεταξύ άλλων αναφέρεται ο Προηγούμενος Χρυσόστομος Λαυριώτης ως μετριόφρων, απέριττος, ανεπιτήδευτος, πολύγνωσος, ευθυκρισής, αντιληπτικός, νοήμων, πράος, ήπιος, ατάραχος, αόργητος, δίκαιος, χρηστός: «Απετέλει τω όντι τον κόσμον (κόσμημα) του Αγίου Όρους ... είχε κατακτήσει την αγάπην και εκτίμησιν πάντων των μοναχών και λαϊκών του ιερού Άθωνος, μηδ’ αυτών των δι’ ανθρωπίνην έλλειψιν και διάφορον αντίληψιν αντιπάλων αυτού εξαιρουμένων, ειδότων τιμάν και θαυμάζειν την αρετήν του ανδρός». Κατά τον αρχιμανδρίτη Χριστόφορο Δοχειαρίτη: «Ο αείμνηστος Χρυσόστομος καθ’ όλον αυτού τον βίον διεκρίθη επί χρηστότητι βίου, επί σεμνή μοναχική πολιτεία επί μειλιχιότητι, επί ακριβεί εκτελέσει των χριστιανικών και μοναχικών αυτού καθηκόντων, επί ακραδάντω πίστει εις τον Σωτήρα και Θεόν ημών». Κατά τον Γέροντα Παύλο Λαυριώτη, ο Προηγούμενος Χρυσόστομος υπήρξε «μία προσωπικότητα με αρετή, ήθος, χαρίσματα και αξία».
Πήγες – Βιβλιογραφία: Εφ. Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος κθ', 1/10.1.1909, σ. 8. Χριστοφόρου Κτενά αρχιμ., Η σύγχρονος Αθωνιάς Σχολή και οι εν αυτή διδάξαντες από του 1845-1916, Αθήναι 1930, σσ. 60-65. Μανουήλ Γεδεών, Αποσημειώματα Χρονογράφου, Αθήναι 1932, σ. 328. Παύλου Λαυριώτου μοναχού. Προηγούμενος Χρυσόστομος Λαυριώτης (1856- 1908), Αθήνα 1994.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄1901-1955 , σελ.95-97, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Κοντομάρης του Γρηγορίου και της Ειρήνης από το χωριό Αναπλάδες της νήσου Κέρκυρας γεννήθηκε το έτος 1881. Στη μονή Γρηγορίου αφίχθηκε στις 16.12.1913. Εκάρη μοναχός με το όνομα Αντώνιος στις 23.12.1914. Χειροτονήθηκε διάκονος στις 6.12.1916 με το όνομα Στέφανος και πρεσβύτερος στις 4.2.1924.
Υπήρξε άξιος, ακάματος κι ευλαβής λειτουργός του Υψίστου. Μέχρι τις παραμονές του θανάτου του λάβαινε εφημερία στο Καθολικό της μονής. Πάντοτε τακτικός στο καθήκον του, ιερουργών καθημερινώς. Επί πολλά έτη είχε το διακόνημα του προσφοράρη και του βηματάρη, όπως συνηθιζόταν στα παλαιά κοινόβια για τους ιερείς. Ήταν μεγάλος αγωνιστής και άκρος νηστευτής. Καθημερινώς έτρωγε λίγο ρύζι. Στο κοιμητήρι της μονής υπήρχε, μέχρι πριν λίγο καιρό, ένα μεγάλο δένδρο, άριο, όπου φαίνονταν καρφιά και σανίδες. Εκεί ανέβαινε και προσευχόταν ο μακάριος παπα-Στέφανος, μεταξύ ουρανού και γης, έχοντας μνήμη θανάτου, δάκρυα, συναίσθηση της παροδικότητος της ζωής και της αμαρτωλότητός του, επί ολόκληρες νύχτες. Κάποτε στο ιερό βήμα της μονής τον ράπισε ένας, για άγνωστη αιτία, και αυτός έστρεψε αμέσως, ατάραχος, και το άλλο μέρος και του είπε: «κτύπα και από εδώ», όπως λέει το Ευαγγέλιο. Όταν τον κάλεσαν στη Γεροντική Σύναξη της μονής και του είπαν να τον κάνουν Πνευματικό, η απάντησή του ήταν: «Εγώ Πνευματικός; Να έρχονται με ένα λογισμό και να φεύγουν με επτά;» Έτσι δεν δέχθηκε ο ταπεινόφρονας να γίνει Πνευματικός.
Ευρισκόμενος στο γηροκομείο της μονής την παραμονή του θανάτου του κάλεσε τον ηγούμενο Βησσαρίωνα (+1974) κι εξομολογήθηκε. Στη συνέχεια ζήτησε συγχώρηση από όλους τους πατέρες. Την άλλη ημέρα μετάλαβε των αχράντων Μυστηρίων. Κατόπιν είπε στους πατέρες: «Τώρα ήλθε ο άγιος Νικόλαος και μου είπε να κάνω λίγη υπομονή και θα έλθει να με πάρει». Μετά μία ώρα άφησε το πνεύμα του στα χέρια του Πλάστη του. Ήταν στις 23.12.1965. Όταν ο μακαριστός Γέροντας Ανδρέας (+1988) τον άλλαζε, όπως έλεγε, είδε θέαμα πρωτόγνωρο, το δέρμα της κοιλιάς του ήταν κολλημένο στην σπονδυλική του στήλη, κατά τέτοιο τρόπο, που φαίνονταν και ψηλαφούνταν οι σπόνδυλοί του. Ήταν έτσι από τη μεγάλη και συνεχή του νηστεία. Να είναι αιώνια η μνήμη του και η ευχή του ας μας συνοδεύει εμάς τους μη εγκρατείς.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Γρηγορίου. Διήγηση ιερομονάχου Παϊσίου Γρηγοριάτου, τον οποίο κι ευχαριστούμε.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ.743-744, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Ο κατά κόσμον Γεώργιος Κρητικός από την Ίμβρο, όπου γεννήθηκε το 1905, νέος ήλθε, το 1923, στην ιερά μονή Ιβήρων, όπου κείρεται μοναχός το 1924 και χειροτονείται διάκονος το 1925 και πρεσβύτερος το 1933. Αργότερα πήγε στην Αθήνα, όπου σπούδασε θεολογία, ιατρική και μουσική. Στον πόλεμο του 1940 ως στρατιωτικός ιερεύς κι έφεδρος λοχαγός μεταβαίνει στο αλβανικό μέτωπο. Κατά τις εκθέσεις ανωτέρων του αγωνίσθηκε στην πρώτη γραμμή του πυρός, ενθαρρύνοντας τους στρατιώτες. Έδωσε πνοή στους αποθαρρημένους ριψοκινδυνεύοντας τολμηρά, μη φοβούμενος τη ζωή του, κινούμενος με αυτοθυσία. Άλλος διοικητής του γράφει γι’ αυτόν: «Ιερεύς με αρτίαν ηθικήν και πνευματικήν μόρφωσιν, πλήρης δε πίστεως και πατριωτικού ενθουσιασμού ευρίσκετο κατά τας δυσκολωτέρας στιγμάς πάντοτε πλησίον των στρατιωτών, ενισχύων αυτούς ψυχικώς και συμμεριζόμενος τους κόπους και τους κινδύνους αυτών, δειχθείς ούτως αντάξιος της στρατιωτικής και εν γένει της εθνικής αποστολής του Έλληνος κληρικού εν πολεμώ ...». Η Ελληνική Πολιτεία στις 28.8.1941 του απένειμε το μετάλλιο εξαιρέτων πράξεων.
Η μεγάλη αγάπη της αγαθής καρδιάς του τον πηγαίνει κοντά στους πονεμένους. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο ναός του, του Αγίου Ανδρέου Κάτω Πατησίων, δεν ήταν μόνο τόπος θείας λατρείας, αλλά και ιατρείο ψυχών και σωμάτων, πηγή παρακλήσεως των δυστυχισμένων και τροφής των πεινασμένων. Ο αρχιμανδρίτης Αναστάσιος Ιβηρίτης-Κρητικός κουβαλούσε από μακριά σακιά με τρόφιμα για τους φτωχούς, δίχως να ντρέπεται διόλου να κτυπά προς τούτο τις θύρες των πλουσίων. Γίνεται έτσι για πολλούς πατέρας και φίλος, δάσκαλος και γιατρός, τροφέας και συμπαραστάτης, εξομολόγος και αδελφός, και σώζει ανθρώπους από την ασθένεια, την πείνα και την απελπισία, προπάντων παιδιά. Τέλος της φιλόθεης και φιλάνθρωπης ζωής του το μαρτύριο. Συνελήφθη από τους άθεους πολιτοφύλακες μέσα στον αγαπημένο ναό του στις 24.12.1944, μόλις είχε τελειώσει τη θεία Λειτουργία της παραμονής των Χριστουγέννων. Λίγο μετά βρέθηκε το λείψανό του πεταμένο σ’ ένα παράμερο δρόμο σαν να ήταν σκουπίδι. Ένας ιερεύς έγραφε προς την αρχιεπισκοπή Αθηνών: «Το πτώμα του έφερε παντοίας κακώσεις και τραύματα εκ σφαγής εις τον λαιμόν». Ο Κύριος της ζωής και του θανάτου δέχθηκε τον μαρτυρικό του θάνατο τα Χριστούγεννα εκείνα υπέρ τα τίμια δώρα των μάγων της Βηθλεέμ, χρυσό, λίβανο και σμύρνα ...
Πήγες – Βιβλιογραφία: Διονυσίου Λήμνου μητροπ., Πιστοί άχρι θανάτου, Αθήναι 1959. σσ. 23-26. Διονυσίου Γ., Μάρτυρες της Κατοχής, Αθήνα 1986, σσ. 53-55. Εκκλησίας της Ελλάδος, Μνήμες και Μαρτυρίες από το 40 και την Κατοχή, Αθήνα 20012, σ. 197.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄1901-1955 , σελ.393-394, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Ο κατά κόσμον Χαράλαμπος Ζαφειριού Ζαφείριος γεννήθηκε στην Ηρακλείτσα της Α. Θράκης το 1881. Στη μονή Ιβήρων προσήλθε το 1895 κι εκάρη μοναχός το 1898, λαβών το όνομα του Γέροντός του Χρυσάνθου (+1936) του εκ Στρωμνίτσης. Με την ευλογία του Γέροντός του και της Γεροντικής Συνάξεως σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως και έμαθε τη ρωσική και γαλλική γλώσσα. Ήταν και άριστος γνώστης της βυζαντινής μουσικής και διακόνησε επί έτη το αναλόγιο του ψάλτη της μονής.
Το 1912 απεστάλη υπό της Γεροντίας της μονής του στο μετόχιο του Αγίου Νικολάου της Μόσχας, στο οποίο διακόνησε μετά του τελευταίου ηγουμένου αυτού Γέροντος Παϊσίου (+1946). Έμεινε σε αυτό έως το 1925. Η παραμονή του σε αυτό ήταν λίαν περιπετειώδης, λόγω της επαναστάσεως του 1917. Το μετόχι δημεύθηκε από τους επαναστάτες και υπέστη μεγάλες ταλαιπωρίες. Για να επιβιώσει, αναγκάσθηκε να εργασθεί σ ένα γαλακτοπωλείο. Με μελανά χρώματα περιγράφει τις βιαιότητες και αθλιότητες των κομμουνιστών στο βιβλίο του Ο Μπολσεβικισμός εν Ρωσία και αι συνέπειαι αυτού: «Κακολογείται χυδαιότατα και αναξιοπρεπώς παν το εκκλησιαστικόν, γελοιοποιούνται αι τελεταί, τα μυστήρια της Εκκλησίας και τα θαύματα των αγίων. Έθεσαν βέβηλον χείρα επί των λειψάνων αγίων τινών, τα οποία εξέθεσαν εις το Μουσείον της Μόσχας προς εκμυκτήρισιν αυτών. Έφθασαν μέχρι τοιούτου σημείου θρασύτητος, ώστε να οργανώσουν κατά τα δύο τελευταία έτη αντιθρησκευτικά Χριστούγεννα, ονομάσαντες ταύτα Χριστούγεννα της Κομμουνιστικής νεολαίας. Την ημέραν των Χριστουγέννων, ενώ αι εκατοντάδες των εκκλησιών της Μόσχας ήταν κατάμεστοι πιστών όλων των κοινωνικών τάξεων, η κομμουνιστική νεολαία, ή μάλλον τα θρασύτερα και τα μάλλον διεφθαρμένα στοιχεία εξ αυτής, τη υποδείξει εννοείται των διδασκάλων των, των Μπολσεβίκων εκ του Κόμματος, ωργάνωσεν εμπαικτικήν παρέλασιν ανά τας οδούς της Μόσχας, είδος λιτανείας».
Επιστρέψας στη μονή του διετέλεσε γραμματεύς της, καθώς και της Ιεράς Κοινότητος, αντιπρόσωπος και Προηγούμενος. Υποτακτικούς είχε τον μοναχό Σεβαστιανό και τον ιερομόναχο Στέφανο. Στα τέλη της ζωής του πολύ δοκιμάσθηκε από σοβαρές ασθένειες, τις οποίες όμως υπέμεινε δοξολογικά. Στο Καθολικό της μονής για τελευταία φορά κατέβηκε στην εορτή του αγίου Νικολάου, προς τον οποίο είχε μεγάλη ευλάβεια. Με συγκίνηση διηγείτο πολλά θαύματα του αγίου στο μετόχι της Μόσχας. Ιδιαίτερη ευλάβεια είχε και στη θαυματουργή Πορταΐτισσα, την οποία ονόμαζε «μαυρομάτα», όπως εικονίζεται στην εικόνα της. Αγάπη μεγάλη είχε στη μονή του, την οποία διακόνησε με αφοσίωση.
Στην ασθένεια του έλεγε στον ιατρό: «Κάμε ό,τι ημπορείς διά να με βοηθήσεις, γιατί είμαι ο μόνος εγγράμματος στο μοναστήρι και τί θα γίνει όταν αποθάνω;». Η Παναγία τα οικονόμησε να βρεθεί αντικαταστάτης του και ν’ αναχωρήσει της παρούσης ζωής αναπαυμένος. Η λογιότητα δεν τον έκανε ν’ αφήσει την απλότητα και ταπεινότητά του.
Εκοιμήθη παραμονή Χριστουγέννων, στις 24.12.1957, από ανακοπή καρδίας, στο ταπεινό κελλί του, που έβλεπε στο ιερό βήμα του Καθολικού της Παναγίας, της θαυματουργής Πορταΐτισσας.
Πήγες – Βιβλιογραφία: Χρυσάνθου Ιβηρίτου ιερομ., Ο Μπολσεβικισμός εν Ρωσσία και αι συνέπειαι αυτού, Θεσσαλονίκη 1926. Μαξίμου Ιβηρίτου μοναχού, Προηγούμενος Χρύσανθος Ιβηρίτης (1881-1957), Πρωτάτον 72/1998, σσ. 99-102.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ.583-585 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Φώτιος Τριπίλας του Παναγιώτου, ο νέος αυτός πολύαθλος Ιώβ, στο χωριό Γκρέκα του νομού Ηλείας της Πελοποννήσου το 1883. Το 1910 ήλθε στην Καλύβη του Αγίου Νικολάου της Νέας Σκήτης, στην υπακοή του κατά σάρκα αδελφού του Γέροντος Χρυσοστόμου. Εκάρη μοναχός τω 1911. Επί δεκαετίες αγωνίσθηκε ταπεινά υπομένοντας σκληρές δοκιμασίες, δαιμονικούς πειρασμούς, λογισμούς, δυσκολίες και προβλήματα.
Ηλικιωμένος αρρώστησε βαριά και υπέφερε δυνατούς πόνους. Τον φρόντιζε ο Γέροντάς του αλλά και άλλοι φιλάδελφοι συσκητιώτες του. Κατάκοιτος υπόμενε με αυταπάρνηση την ασθένεια, με ιώβεια υπομονή και καρτερία. Μάλιστα έπιασε το σώμα του σκουλήκια κι έτρωγαν τις σάρκες του. Για να τιμωρήσει περισσότερο τον εαυτό του, δεν έλεγε σε κανένα τίποτε. Κατάντησε να του φάνε τη μέση, την κοιλιά και τους μηρούς. Ήταν πολλά τα σκουλήκια και πονούσε δριμύτατα. Για την αγάπη του Χριστού υπόμεινε γενναία σκεπτόμενος την αιώνια κόλαση και την απαλλαγή του από τον ακοίμητο σκώληκα. Όταν κάποτε έγινε γνωστό το μαρτύριό του, όλοι θαύμασαν τη δύναμή του. Ήθελε ο τρισόλβιος να δοκιμάσει την αντοχή του στους πόνους κι έλεγε: «Ο δίκαιος εκείνος Ιώβ, που δεν είχε κάνει αμαρτίες, πώς ολόκληρα χρόνια έκανε υπομονή;». Δεν το είχε πει ούτε στον Γέροντά του, για να μη χάσει τον μισθό της δοκιμασίας του. Ο άγιος Διάδοχος, επίσκοπος Φωτικής, λέγει: «Ο υπομείνας χρόνιον ασθένειαν αγογγύστως ως μάρτυς παραληφθήσεται». Έλεγε ο ίδιος στον εαυτό του: «Αμαρτωλέ Νικόλαε, και άλλα σου χρειάζονται». Θησαυρό του θεωρούσε τα σκουλήκια. Από την ασθένεια έφθασε να είναι μόνο είκοσι περίπου κιλά. Συνεχώς έλεγε «Δόξα σοι ο Θεός!».
Αφού ο Χριστός παραχώρησε την ασθένεια, θεωρούσε ότι ήταν υποχρεωμένος να την ανεχθεί ελπιδοφόρα. Δεν δέχθηκε να του καθαρίσουν τα σκουλήκια και επί μία τριετία παρέμεινε καρτερόψυχα στο κρεβάτι του πόνου. Λέγεται πως προ του τέλους του τον επισκέφθηκαν νεότεροι μοναχοί και τους είπε: «Δεν ελπίζω στις νηστείες μου, τις αγρυπνίες μου, τις μετάνοιές μου, τα κομποσχοίνια μου, παρά μόνο στο χυμένο επί σταυρού αίμα του Χριστού». Πριν παραδώσει την ψυχή του στα χέρια του Πλάστη του, με την ευχή του Ιησού στο στόμα του, είπε στους αδελφούς του: «Πατέρες και αδελφοί, συγχωρέσατέ μοι και ο Θεός να σας συγχωρέσει και να ελεήσει τον κόσμο του». Το πρόσωπό του κατά την εκδημία του έλαμψε. Ανεπαύθη στις 24.12.1964. Ο Γεννηθείς Κύριος τον παρέλαβε κοντά του στην Ουράνια φάτνη προς αιώνια ανάπαυση.
Πήγες – Βιβλιογραφία: Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Ανδρέου Αγιορείτου μοναχού, Γεροντικό του Αγίου Όρους, τ. Β', Αθήναι 1981, σσ. 86-87. Βενεδίκτου Αγιορείτου ιερομ., Προσκυνητάριον Ιεράς Νέας Σκήτης, Άγιον Όρος 2010, σ. 129.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ.721-722 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Γεννήθηκε, ο φιλόθεος, φιλάγιος και φιλάδελφος αυτός υποδειγματικός κοινοβιάτης, στο χωριό Αθάνατο της Λάρισας το 1892. Δεν είχε κλείσει τα είκοσι χρόνια του, όταν ανήλθε στον θεσπέσιο Άθωνα, για ν’ αγωνισθεί ισόβια για την κατάκτηση της θεοΰφαντης αρετής.
Το 1911 εισέρχεται στη μάνδρα του προστάτη των μοναχών Τιμίου Προδρόμου, που ίδρυσε ο όσιος Διονύσιος (+1388), και συγκαταλέγεται στη διακρινόμενη για τους ασκητικούς της αγώνες αδελφότητα της μονής Διονυσίου. Διήλθε διάφορα διακονήματα της μετανοίας του με ζήλο και αγάπη. Διακρίθηκε περισσότερο ως ανύστακτος τυπικάρης, επιμελής βιβλιοθηκάριος και πρόθυμος νοσοκόμος. Αγάπησε ολόψυχα τη θεία λατρεία, τη μελέτη και τη διακονία των νοσούντων αδελφών.
Υπήρξε μοναχός πολυτάλαντος, με κατάρτιση κι ευφυΐα, που δεν τον απομάκρυνε όμως από την υπακοή και την ταπείνωση. Η σοφία και η σύνεσή του τον έκαναν ν’ αγαπήσει πολύ την προσευχή. Αναδείχθηκε μυστικός εργάτης της νοεράς προσευχής. Δίδασκε και με τη σιωπή του. Έκρυβε μέσα στην καθαρή ψυχή του ένα πολύτιμο πνευματικό θησαυρό. Οι συμμοναστές του δεν είχαν πολλά λόγια να σου πουν. Αρκούνταν σε λόγια στερεότυπα, αλλά που έλεγαν πολλά: ησυχαστικός τύπος, σιωπηλός μοναχός, υπάκουος κοινοβιάτης, ταπεινός, απλός και καλός.
[caption id="attachment_107022" align="aligncenter" width="541"]Ο Γέροντας Χερουβείμ της μονής Παρακλήτου στις αναμνήσεις του από το Περιβόλι της Παναγίας, όταν τον είδε το 1938, γράφει γι’ αυτόν: «Η σεμνή και ταπεινή του εμφάνισις απεκάλυπτε χαρακτήρα εξαιρετικά πειθαρχημένο. Ο ντορβάς, το καθαρό του ράσο, τα χονδρά κοινοβιάτικα παπούτσια, οι άσπρες μάλλινες κάλτσες, ο μάλλινος σκούφος το μαρτυρούσαν. Ένιωσα μέσα μου μία έντονη επιθυμία να γνωρισθώ μαζί του, διαισθανόμενος ότι πρόκειται περί ευλαβούς μοναχού ... Το πρόσωπό του έλαμπε σαν αγγέλου. Ο τόνος της φωνής του και οι σταθερές απαντήσεις του στα ατελείωτα ερωτήματά μου με είχαν συνεπάρει ... Η δίψα του για την ζωή της αγιότητος, για την άσκηση, την μόνωση και την ησυχία τον κατέτρωγε. Είχε φέρει μάλιστα σε δύσκολη θέση και το μοναστήρι με τις υψηλές ασκητικές του τάσεις. Η ζωή τέτοιων ανθρώπων είναι ένα φως, που μετά τον θάνατό τους λάμπει πολύ περισσότερο, όπως το φως των αγίων του Θεού ...».
Ο συνοδός του Γέροντος Χερουβείμ ιερομόναχος Αθηναγόρας γράφει περί του Γέροντος Λαζάρου: «Η πρώτη μου εντύπωσις ήταν ότι επρόκειτο για μια αιθέρια ψυχή! Αληθινός κοινοβιάτης, μοναχός, που πετούσε σ’ εκείνο το Περιβόλι σαν πεταλούδα και με τα δυό της φτερά. Το ένα: την κοινοβιακή ζωή και το άλλο: την κεκρυμμένην εν τω Χριστώ ζωή ημών. Όποιος κατορθώνει να καλλιεργή και τις δύο αυτές διαστάσεις, στον μοναχισμό, απ’ ό,τι ξέρουμε και διαβάζουμε, έχει μπει στον δρόμο του ουρανού. Θυμάμαι, όταν μας πήγε στο μικρό και ασκητικό του κελλάκι, “Αυτό είναι, μας είπε, το παλατάκι μου”. Μακαρία ψυχή!».
Η φιλοθεΐα, φιλαγιότητα και φιλαδελφία του φαίνεται και σε τέσσερις ογκώδεις χειρόγραφους τόμους, που φυλάγονται στη βιβλιοθήκη της μονής του. Μέρος των θαυμαστών Διονυσιάτικων Διηγήσεων η μονή του περιέλαβε σε βιβλίο, στον πρόλογο του οποίου αναφέρει: «Παραδίδει εις το φιλάγιο πλήρωμα της Εκκλησίας μία συλλογή εκ των καταλοίπων χειρογράφων του ευλαβεστάτου τέκνου της μοναχού Λαζάρου, με τον τίτλο Διονυσιάτικαι Διηγήσεις. Ο αείμνηστος μοναχός Λάζαρος Διονυσιάτης, ως φίλεργη μέλισσα, συνέλεξε πνευματική γύρι από εύοσμες ψυχές, αξιόλογες διηγήσεις, θαύματα και εμφανίσεις αγίων, τα οποία συνέβησαν εις τους συγχρόνους του, γινόμενος με αυτόν τον τρόπο εστιάτωρ μιας, άγνωστης στους πολλούς, πνευματικής τραπέζης... Ακούραστος αγωνιστής, υπάκουος, φιλόπονος και ποιητικός στην φύση, κατεγίνετο με την εργασίαν των αρετών, ιδιαίτερα με την νοεράν προσευχήν, την ευχήν του Ιησού, η οποία είναι πρόξενος κάθε πνευματικού αγαθού. Ετύγχανε πολλής εκτιμήσεως μεταξύ των πατέρων της Μονής, που έσπευδαν να τον συμβουλευθούν διά τα προβλήματά των, ευρίσκοντας πολλήν παρηγορίαν εις τους λόγους του ...». Στις ασθένειες του ιατρούς του είχε τους αγίους. Ανεπαύθη τον ύπνο του δικαίου στις 24.12.1974. Όπως ωραία είπαν: «Μακαριστέ Γερο-Λάζαρε, η ζωή σου μακαρία, η προσφορά σου μεγίστη, η μνήμη σου αιωνία».
Πήγες – Βιβλιογραφία: Χερουβείμ αρχιμ., Από το Περιβόλι της Παναγίας, Νοσταλγικές αναμνήσεις, Ωρωπός Αττικής 1981, σσ. 36-38 και 46-57. Ανώνυμου, Διονυσιάτικες Διηγήσεις, Ο Όσιος Γρηγόριος 9/1984, σσ. 45-46. Λαζάρου Διονυσιάτου μοναχού, Διονυσιάτικαι Διηγήσεις, Άγιον Όρος 1988, σσ. 5-9. Αθηναγόρου Καραμαντζάνη αρχιμ.. Όσα δεν παίρνει ο άνεμος, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 114.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ.887-890 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Γεωργίου και οι γονείς του ονομάζονταν Φώτιος και Δέσπω. Γεννήθηκε στο χωριό Αρμπρίνοβα Τσιπίλοβας Ιωαννίνων της Ηπείρου το έτος 1877. Στη μονή Κουτλουμουσίου προσήλθε να μονάσει το 1909. Εκάρη μοναχός το 1912. Για ένα διάστημα αναχώρησε για τη μονή Καρακάλλου. Επέστρεψε στη μονή της μετανοίας του με τον μετέπειτα ηγούμενο αυτής Μακάριο (+1957) το 1916.
Διήλθε με υπομονή, υπακοή, αγάπη και προθυμία τα διακονήματα του πορτάρη και του αμπελικού. Συνήθιζε να μην αποχωρίζεται το κουκούλι του και το κομποσχοίνι του ποτέ. Το κουκούλι οι μοναχοί το φορούν πάντοτε στις ώρες των ιερών ακολουθιών στο ναό. Λέγουν πως οι παλαιοί Καυσοκαλυβίτες πατέρες φορούσαν πάντοτε το κουκούλι και το ράσο, ακόμη κι όταν σκάλιζαν τον κήπο, ως ετοιμοπόλεμοι, αγωνιζόμενοι διά της ευχής κατά του αρχαικάκου δαίμονος.
Ο π. Γεδεών υπήρξε φίλος του γνωστού εκδότου του Συναξαριστή Κωνσταντίνου Δουκάκη, του μετέπειτα Αγιορείτου μοναχού Κορνηλίου (+1908). Επειδή ήταν υπέρ της συχνής θείας Κοινωνίας, για την οποία αγωνίσθηκαν οι άγιοι Κολλυβάδες, ορισμένοι τον κατηγορούσαν ως Μακρακιστή. Οι περί του χαρακτήρος και της προσωπικότητός του γνώμες διχάζονται. Επρόκειτο όμως περί απλού, σεμνού, τίμιου, αγαθού κι ευλαβούς μοναχού. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 25.12.1953, ημέρα της μεγάλης δεσποτικής εορτής των Χριστουγέννων, για να αγάλλεται αιωνίως μετά των θερμών φίλων του Σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού. Ετάφη μετά των πατέρων στο κοιμητήριο της μονής. Κατά την εκταφή τα οστά του τοποθετήθηκαν στο οστεοφυλάκιο της μονής προσδοκώντας ανάσταση νεκρών...
Πήγες – Βιβλιογραφία: Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου. Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Ηπειρώτες Κουτλουμουσιανοί, Ηπειρωτικό Ημερολόγιο, Ιωάννινα 1987, σ. 72.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄1901-1955 , σελ.505, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Γεννήθηκε στο Αγρίνιο της Αιτωλοακαρνανίας το 1884, ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Ματοσόπουλος του Αθανασίου και της Χρυσαυγής. Μικρός ξενιτεύθηκε στην Αίγυπτο. Κατόπιν πήγε στα Ιεροσόλυμα και το 1900 ρασοφόρεσε στην εκεί μονή του Αγίου Σάββα. Από μικρό παιδί αγωνιζόταν ως ασκητής. Το 1901 ήλθε στο Άγιον Όρος και κατευθύνθηκε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος - Κουτλουμουσίου, στην Καλύβη των Εισοδίων της Θεοτόκου, όπου Γέροντας ήταν ο λίαν ενάρετος Ιερομόναχος Παντελεήμων, ο προορατικού και διορατικού χαρίσματος αξιωμένος. Πλησίον του μαθήτευσε στην υπακοή, εμπνεύσθηκε στην άσκηση κι έλαβε κάτι από τα χαρίσματά του. Την εποχή αυτή στη σκήτη ζούσαν πολλοί ενάρετοι πατέρες, όπως αναφέρεται: «Έμενον πτωχοί τινές αλλ’ ενάρετοι μοναχοί διά τους οποίους ηκούσαμεν από Γέροντας πατέρας, οι οποίοι ήλθον εις την Σκήτην προ του 1890, ότι και θαύματα ετέλουν και πολλά μέλλοντα προέλεγον».
Το 1902 εκάρη μοναχός. Μετά την κοίμηση του μακαρίου Γέροντός του δεν μείωσε αλλά μάλλον αύξησε τους αγώνες του, τις προσευχές, νηστείες και αγρυπνίες. Αρρώστησε βαριά από φυματίωση και έπτυε αίμα. Τον θεράπευσε θαυματουργικά ο άγιος Παντελεήμων, ο προστάτης της σκήτης. Μόλις έγινε καλά, πάλι άρχισε τον φιλότιμο αγώνα του.
Το 1936 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Πλησίον του για ένα διάστημα έμεινε ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος (+1994), ο οποίος και όταν αναχώρησε πήγαινε συχνά να τον συμβουλευθεί. Γράφει περί αυτού: «Όταν πήγαινα στην Σκήτη, για να τον συμβουλευθώ, πριν του αναφέρω το θέμα που με απασχολούσε, μου απαντούσε εκείνος στο θέμα μου. Λάμβανε δε πληροφορία από τον Θεό ότι θα πήγαινα, και τι θέμα με απασχολούσε και με περίμενε. Πολλές φορές δεν μιλούσε καθόλου, αλλά είχε ένα σημάδι στο βιβλίο και μου έδινε την απάντηση από το βιβλίο, και εγώ του έβαζα μετάνοια και έφευγα ωφελημένος. Εκτός από το διορατικό χάρισμα, που είχε λάβει από τον Θεό, είχε και το χάρισμα να βγάζη τα δαιμόνια από τα πλάσματα του Θεού ... Είχε παρρησία ο Γέροντας, γιατί ήταν ταπεινός και πολύ ευλαβής με αγάπη. Όταν διάβαζε το Ευαγγέλιο, δεν μπορούσε να συγκρατηθή από τους λυγμούς και τα δάκρυα, γι’ αυτό κάλυπτε το πρόσωπό του με το Ευαγγέλιο και μπαίνοντας στο Ιερό σκούπιζε με τρόπο το πρόσωπό του. Το ίδιο πάθαινε και όταν διάβαζε το Θεοτοκάριο. Τις Ακολουθίες τις έκανε με το κομποσχοίνι και καλλιεργούσε την αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή ...». Ο σημερινός Γέροντας της Καλύβης Άνθιμος μας έδειχνε τα σιδερένια υποδήματα που φορούσε για άσκηση ο γενναίος αυτός αθλητής του Κυρίου.
Το 1958 παρά τη θέλησή του και για την αρετή του εξελέγη και ενθρονίστηκε ηγούμενος της μονής Κουτλουμουσίου. Η ανάμειξη στα διοικητικά τον κούραζε, αλλά υπόμενε και προσευχόταν θερμά. Στα τελευταία του χρόνια υπέμεινε αγόγγυστα μαρτυρικούς πόνους. Ένα άγριο ζώο τον κτύπησε και τον άφησε ανάπηρο στο κρεβάτι. Το ζώο μόλις τον κτύπησε, έπεσε κάτω νεκρό και όλοι θαύμασαν. Δοξάζοντας για όλα τον Θεό εγκάρδια ανέμενε τα τέλη του.
Ανεπαύθη εν Κυρίω ανήμερα των Χριστουγέννων, δοξάζοντας τον Γεννηθέντα Σωτήρα και Λυτρωτή τού σύμπαντος κόσμου Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Ήταν 25.12.1966.
Πήγες – Βιβλιογραφία: Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου. Παϊσίου Αγιορείτου μοναχού, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 19943, σσ. 118-121.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ..767-770 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Αντώνιος Τυριτίδης στην Τραπεζούντα του Πόντου το 1904. Μεγάλωσε κάνοντας μετάνοιες και νηστείες. Μικρός αρρώστησε βαριά και τον θεράπευσε ο άγιος Γεώργιος, στο μοναστήρι του Περιστερεώτα, που τον πήγε η ευσεβής μητέρα του. Κατά την πολύκλαυστη μικρασιατική καταστροφή, του 1922, που ήλθε στην Ελλάδα, θρήνησε τον θάνατο εφτά συγγενών του. Εγκαταστάθηκε στην Αλιστράτη Σερρών.
Στο Άγιον Όρος ήλθε το 1928 και εισήλθε δόκιμος στη μονή Ιβήρων. Εκάρη μοναχός το επόμενο έτος και διήλθε διάφορα διακονήματα. Το 1940 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο (+1956) και ανέλαβε προσμονάριος στο παρεκκλήσι της Παναγίας, με τη θαυματουργή εικόνα της Πορταΐτισσας (1944-1987). Από το 1957 ήταν προϊστάμενος της μονής. Νέος, στην πρώτη μου αγρυπνία στο Άγιον Όρος, στην πανήγυρη του Δεκαπενταύγουστου, εξομολογήθηκα τα κρίματά μου, στο παρεκκλήσι της Πορταΐτισσας, κι ο παπα-Μάξιμος με συμβούλευσε με λίγα, απλά, εγκάρδια λόγια, διαβάζοντάς μου τη συγχωρητική ευχή.
Ήταν σεβαστός απ’ όλους. Δεν είχε σπουδαία μόρφωση. Είχε όμως εμπειρία και διάκριση. Εκείνα που νουθετούσε τους άλλους πρώτα τα βίωνε ο ίδιος. Είχε ευλάβεια στον Γέροντα Χατζη-Γιώργη (+1886) και προσπαθούσε να τον μιμηθεί στην αυστηρή ασκητική του βιοτή. Υπήρξε ισόβιος νηστευτής. Το λίγο πάλι που έτρωγε, στο πόδι το έτρωγε. Έλεγε: «Ποτέ μου δεν ευχαρίστησα την κοιλιά. Η νηστεία είναι το θεμέλιο της προσευχής. Όπως το πουλί δεν πετά με ένα φτερό, έτσι είναι και η προσευχή χωρίς νηστεία. Κάτω πέφτει· δεν μπορεί ν’ ανέβει στον θρόνο του Κυρίου. Γι’ αυτό η Παναγία πάντα με βοηθά σ’ όλα. Η κακοπάθεια ελκύει τη χάρη του Θεού μετά νηστείας. Με γέλια και τραγούδια και καλοπέραση κανένας δεν πήγε στον παράδεισο. Στήτε, στήτε και κρατάτε τις παραδόσεις, γιατί αν πούμε δεν χρειάζεται νηστεία, θα φθάσουμε σιγά-σιγά σε τελεία χαλάρωση».
Είχε μεγάλη αγάπη προς όλους, Έλληνες και ξένους. Τιμούσε την οικουμενικότητα του Αγίου Όρους. Όποιος έχει το μικρόβιο του επαράτου τοπικισμού, έλεγε, κατευθείαν στην κόλαση θα πάει. Συκοφαντήθηκε αλλά δεν συκοφάντησε κανένα. Έκανε Πνευματικός έξι μονών. «Επί μισό αιώνα ο Γερο-Πνευματικός ήταν η δεσπόζουσα φυσιογνωμία της βόρειας πλευράς του Αγίου Όρους: Μ. Λαύρα, Καρακάλλου, Βατοπέδι, Παντοκράτορος, Φιλοθέου και Ιβήρων. Έξι μοναστήρια τον είχαν Πνευματικό, γιατρό, πατέρα τους». Τον ζήτησαν για ηγούμενο σε μονές και δεν δέχθηκε. Έμεινε μόνιμος φύλακας της Παναγίας επί μία πεντηκονταετία περίπου, να τη στολίζει, να την καθαρίζει, να διατηρεί ακοίμητα τα καντήλια της. Ήταν μία άσβεστη λαμπάδα μπροστά της. Φτωχός πάντα ο ίδιος, μοίραζε ό,τι είχε στους φτωχούς.
Όταν κάποτε ένας υποτακτικός του τού είπε: «Μα γιατί, Γέροντα, εδώ φαινόμαστε ότι πάσχουμε, ενώ στον κόσμο όλοι μάς τιμούσαν και δεν βλέπαμε τις ατέλειες μας;». Απάντησε: «Γιατί, παιδί μου, εδώ φανερώνονται τα κρυφά πάθη, στην ησυχία. Εδώ, όπως λένε οι Πατέρες, αποκτάς τον εαυτό σου και σε πολεμάει και ο διάβολος περισσότερο για να σε βγάλει έξω, να εμποδίσει τη σωτηρία σου».
Στον τόπο που παρουσιάσθηκε η Παναγία κι ελέησε ένα φτωχό με χρυσό νόμισμα, έκτισε το 1960 ωραίο εκκλησάκι και άνοιξε από νωρίς τον τάφο του. Έγραφε: «Δέσποινα, Παναμόλυντε, Απειρόγαμε, Μαριάμ, Πορταΐτισσα, ελέησον την ψυχήν του δούλου σου. Ευτελής και ταλαίπωρος ιερομόναχος Μάξιμος. Ευχαριστώ σε που με αξίωσες να υπηρετήσω στον ναόν τον Άγιον Σου, Πορταΐτισσα. Δέξαι παρ’ εμού του αμαρτωλού και εν τη ζωή μου διαφύλαξόν με και εν τω της εξόδου της ψυχής μου καιρώ αντιλαβού και αφανές ποίησον το χειρόγραφον των αμαρτιών μου, συνάπτουσα καμέ τον αμαρτωλόν συν τοις δεξιοίς του Σου Υιού και Θεού μου. Δέσποινα».
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 25.12.1999, τη λαμπρή ημέρα των Χριστουγέννων, στη μονή της μετανοίας του, υπό τη σκέπη της λατρευτής του Πορταΐτισσας.
Πήγες – Βιβλιογραφία: Γερασίμου Ιβηρίτου μοναχού, Παπα-Μάξιμος ο άγιος Πνευματικός και Προσμονάριος της Πορταΐτισσας των Ιβήρων, Θεσσαλονίκη 1987. Του αυτού, Παπα-Μάξιμος, Θεσσαλονίκη 2004.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ.1493-1497 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Ένας υποδειγματικός Αγιορείτης κοινοβιάρχης, γόνος ευσεβέστατης πολύτεκνης οικογένειας από τον Πύργο της Ηλείας ήταν ο κατά κόσμον Ανδρέας Πρωτογερόπουλος. Η ανάγνωση των βίων των αγίων τον έστρεψε στον μοναχισμό. Οι ανάγκες και περιπέτειες δεν του λιγόστεψαν το θάρρος για τη μοναχική του αφιέρωση. Στις 15.8.1891, ημέρα εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο δεκαοχτάχρονος Ανδρέας φθάνει στον αρσανά της μονής Γρηγορίου. Αμέσως ασπάζεται ευλαβικά το χώμα του Περιβολιού της Παναγίας.
Η μονή τού γίνεται μητέρα. Ο ενάρετος ηγούμενος της μονής Συμεών (+1905) του γίνεται πνευματικός πατέρας. Υπάκουος διακονητής, ευδόκιμος δόκιμος, σιωπηλός, προσεκτικός, φιλότιμος, ακούραστος. Μεγάλη παρηγοριά του το Καθολικό, ο Γέροντας, το κελλάκι του. Μετά την κουρά του το 1893, ανέλαβε επί μία δεκαετία κονακτζής στις Καρυές. Ο αντιπρόσωπος Ιάκωβος με τη φαινομενική αυστηρότητά του στον αρχάριο Αθανάσιο τον δοκίμαζε για τα υψηλά. Η μελέτη ήταν ευχάριστη και συνεχής σύντροφός του, η προσευχή παρόμοια.
Επιστρέφοντας από τις Καρυές στη μονή χειροτονείται, δίχως να το ζητήσει ποτέ, διάκονος, το 1904. Νέο του διακόνημα του αρχοντάρη. Μετά τετραετία χειροτονείται ιερεύς από τον πρώην Κάσου και Καρπάθου Νείλο (+1917). Η ταπείνωση, η σύνεση, η υπομονή, η πραότητα τον διακρίνουν και τον χαρακτηρίζουν. Περνά από τα διακονήματα του μετοχιάρη, του βιβλιοθηκάριου, του προσφοράρη και άλλα.
Εξελέγη ηγούμενος της μονής του το 1924, αφού προχειρίσθηκε αρχιμανδρίτης και Πνευματικός. Ως ηγούμενος αγωνιζόταν να εμπνέει τους μοναχούς του με το παράδειγμά του περισσότερο παρά με τον λόγο του. Υπήρξε πατέρας φιλόστοργος και διακριτικός, φιλόπονος, φιλότιμος, φιλότεκνος, φιλάδελφος. Η μονή Γρηγορίου μπορούσε να καυχάται για τον ηγούμενό της. Η ηγουμενεία δεν είναι πάντα δόξα και τιμή αλλά και σταυρός μαρτυρίου. Υπόμενε ατάραχα, προσευχητικά, ελπιδοφόρα. Δεν δυσκολεύθηκε καθόλου μετά δεκατρία έτη ηγουμενείας να παραιτηθεί αυτής για να ησυχάσει. Πάντοτε αόργητος, πάντοτε προσηνής, πάντοτε νηφάλιος. Προτιμούσε την ειρήνη και όχι την αντιλογία, τη σιωπή και όχι την πολυλογία, την υποχώρηση και ανεκτικότητα και όχι το πείσμα και την αδιαλλαξία. Περιουσία του μεγάλη η ακτημοσύνη, χρήματά του τα λόγια των πατέρων, δόξα του η ταπείνωση.
Ο διάδοχός του ηγούμενος Βησσαρίων (+1974) έλεγε περί αυτού: «Η ψυχή του ήταν ένα λιμάνι αχείμαστο. Έμοιαζε με τις ασκητικές μορφές της αρχαίας Θηβαΐδος. Αγαπούσε υπερβολικά το πνεύμα της αοργησίας και της πραότητος. Αυτό δίδασκε και στους υποτακτικούς του πάντοτε με διάφορους τρόπους, ακόμη γράφοντας και ποιήματα».
Μόνο σεβασμό προκαλούσε ο γλυκύς, αόργητος, ανεξίκακος, φιλήσυχος αυτός ιερομόναχος. Κατανυκτικός λειτουργός. Ήταν μία άσβεστη λαμπάδα, όπως έλεγε ότι πρέπει να είναι ο καλός ιερεύς. Κρυφός εργάτης της αρετής, με βαθιά αίσθηση της αναξιότητός του. Το κελλί του ήταν ο πιο αγαπητός του τόπος μετά το άγιο βήμα. Εκεί συνέχιζε μία άλλου είδους θεία Λειτουργία. Ξεκινούσε καθημερινά ταξίδια για τον ουρανό με το κομποσχοίνι. Υπολογίζοντας μελλοντική ασθένεια είχε κάνει «κανόνα» τριών ετών. Πώς να μη σκύψει πάνω του ο φωτοδότης Κύριος;
Το χέρι της εικόνας της Παναγίας του κελλιού του και το ποδαράκι του Χριστού ήταν «σημαδεμένα» και «φαγωμένα» από τους πολλούς ασπασμούς του. Σημεία αγάπης αληθινού Αγιορείτου, όπου τους είχε, Χριστό και Παναγία, κέντρο της ζωής του. Πώς να μην καμφθεί η Κυρία των Αγγέλων και να μην τον επισκεφθεί στο ναό; Φάρμακο των ασθενειών του είχε τη θεία Κοινωνία. Οι τελευταίες του λέξεις, στις 28.12.1953, «γιατί κλαίτε παιδιά μου;», δείχνουν το μεγαλείο μιας ψυχής με μεγάλη αγάπη. Είχε νικήσει τον φόβο του θανάτου, μη πιστεύοντας στα έργα του αλλά ελπίζοντας στο έλεος του Παναγάθου Θεού και στις δυνατές πρεσβείες της φίλης του Θεοτόκου και των φίλων του Θεού, των αγίων Νικολάου Μύρων, Γρηγορίου του Κτήτορος και Αναστασίας της Ρωμαίας, των προστατών της αγαπητής μονής του.
Πήγες – Βιβλιογραφία: Βησσαρίωνος Γρηγοριάτου αρχιμ., Αθανάσιος ιερομόναχος Γρηγοριάτης, Αγιορειτική Βιβλιοθήκη 209-210/1954, σ. 14. Χερουβείμ αρχιμ., Αθανάσιος Γρηγοριάτης, Ωρωπός Αττικής 19804. Ιωαννικίου Κοτσώνη αρχιμ., Αθωνικόν Γεροντικόν, Κουφάλια Θεσσαλονίκης 1999, σσ. 320-321. Ιεράς Μονής Γρηγορίου, Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 2003, σ. 39.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄1901-1955 , σελ.507-509, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Ο κατά κόσμον Θεόδωρος Πάνου του Σπυρίδωνος γεννήθηκε στο χωριό Κολλιανοί Κορινθίας το 1892. Νέος προσήλθε στη σκήτη Αγίου Δημητρίου της μονής Βατοπεδίου. Εκεί εκάρη μοναχός από τον ενάρετο Γέροντα Παΐσιο (+1948) το 1912. Το 1921, λόγω κάποιου σοβαρού πειρασμού που συνέβη και δίχασε τους πατέρες της σκήτης, αναγκάσθηκε η ευλαβέστατη συνοδεία, χάριν της αγάπης, της ειρήνης και της ομόνοιας, ν’ αναχωρήσει. Τη συνοδεία αποτελούσαν ο Γέροντας Παΐσιος, ο μοναχός Γεράσιμος (+1984), ο ιερομόναχος Παντελεήμων και ένας δόκιμος, που κατόπιν εκάρη μοναχός και ονομάσθηκε Αρτέμιος (+1978). Αυτός ήταν πολύ ενάρετος, ασθένησε όμως από ημιπληγία και εκοιμήθη σχετικά νέος. Το 1981 προστέθηκε στη συνοδεία ο ιεροδιάκονος Γεράσιμος (+2006) από την Προβάτα.
Το 1921 λοιπόν ήλθαν στο Αγιοπαυλίτικο Κελλί της Υπαπαντής παρά τις Καρυές οι τέσσερις εκλεκτοί πατέρες. Στο Κελλί τους διατήρησαν το σκητιώτικο τυπικό. Είχαν μακρές ακολουθίες, με Ψαλτήρια, Θεοτοκάρια, Παρακλήσεις και λοιπά. Τηρούσαν αυστηρές νηστείες και το μοναστικό πρόγραμμα επακριβώς. Μάλιστα είχαν την ευλογία να έχουν μία πολύ καλή γειτονιά με τις ευλογημένες συνοδείες των παραπλήσιων Κελλιών: το Λαυριώτικο της Αγίας Τριάδος και το Ιβηρίτικο της Αναλήψεως του Κυρίου. Τις μεγάλες εορτές λειτουργούσαν εκ περιτροπής στα κατανυκτικά εκκλησάκια και ήταν σαν μία μικρή σκήτη.
Ο παπα-Παντελεήμων ήταν ένας άξιος λειτουργός και διακριτικός και διακεκριμένος Πνευματικός. Όταν ήταν να λειτουργήσει το πρωί, δεν κοιμόταν ποτέ καθόλου αποβραδίς. Ήταν αρχαία παράδοση αυτή και στις μονές και στις σκήτες και στα Κελλιά. Στο άγιο πετραχήλι του άφησαν λογισμούς μάταιους, πονηρούς κι επηρμένους, πάθη αντίθεα, πράξεις αμαρτωλές, κρίματα βαριά πολλοί. Μοναχοί απ’ όλο το Άγιον Όρος, λαϊκοί εργαζόμενοι και προσκυνητές έλαβαν άφεση αμαρτιών και συγχώρηση πλημμελημάτων. Ήταν ανεκτικός, επιεικής, συμπαθής και ακριβής εξομολόγος. Ήταν ένα κόσμημα ο κόσμιος παπάς με την απλότητα, τη γνησιότητα και την ταπεινότητά του. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 28.12.1989.
Πήγες – Βιβλιογραφία: Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ. 1257-1262, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Ο κατά κόσμον Ιωάννης Παπαγεωργίου γεννήθηκε στον Πτελεό Αλμυρού Βόλου το 1903. Στην ιερά μονή Καρακάλλου προσήλθε το 1929. Εκάρη μοναχός το 1932 από τον ενάρετο ηγούμενο Κοδράτο (+1940). Αγάπησε τη μονή του και κοπίασε πολύ γι’ αυτή. Διετέλεσε και προϊστάμενός της. Εθεωρείτο το αστέρι των καλογέρων του αυστηρού κοινοβίου του Καρακάλλου. Το 1978, λόγω διαφόρων πικρών γεγονότων, για τα οποία δεν έφταιγε ουδόλως, αναγκάσθηκε ν’ αναχωρήσει από τη μονή του. Φιλοξενήθηκε, γηροκομήθηκε και αναπαύθηκε, στο γειτονικό Φιλοθεΐτικο Κελλί του Αγίου Δημητρίου, όπου οι πατέρες του τον φρόντισαν φιλάδελφα. Υπέμεινε το γήρας και τις ασθένειες καρτερικά. Στο τέλος τυφλώθηκε. Αισθανόταν όμως ποιός τον πλησιάζει. Συχνά τον έβρισκες με δάκρυα στα μάτια. Είχε καλή μνήμη και του άρεσε να μιλά για παλιές καρακαλλινές ιστορίες και αγωνιστές μοναχούς της μονής του. Επιθυμούσε να επιστρέφει να τελειώσει τον βίο του στη μονή της μετανοίας του, αλλά δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τον πόθο του. Αισθανόταν βαθιά υποχρεωμένος στους μοναχούς του Κελλιού, που τον διακονούσαν πρόθυμα. Έκρυβε επισταμένως την αρετή του. Ζούσε ασκητικά και φτωχικά. Την πενία θεωρούσε πλούτο. Σ’ ένα νέο μοναχό, που του ζήτησε να τον συμβουλεύσει κάτι, του είπε: «Να μην έχεις θέλημα, να μην θέλεις να κάνεις το δικό σου, να μην απαιτείς τίποτε. Μη ζητήσεις ποτέ εσύ μόνος σου να γίνεις προϊστάμενος ή παπάς. Αν σε κάνουν, χωρίς να το ζητήσεις, είναι διαφορετικά, είναι άλλο θέμα. Αν θέλεις να είσαι άνετος και ελεύθερος, έτσι να κάνεις. Και να μην κατακρίνεις κανένα ποτέ, ό,τι και να κάνει ...».
Γράφουν περί αυτού: «Πρόκειται περί ανωτάτης πνευματικής μορφής του αγιορειτικού μοναχισμού. Τέλειος κοινοβιάτης, ο οποίος διεπέρασεν τον ασκητικόν δίαυλον εις την ιεράν μονήν Καρακάλλου, όπου εμόνασεν επί πολλάς δεκαετίας. Ο νέος ούτος αθλητής, εραστής και εργάτης της νοεράς προσευχής, εις τα έσχατα του βίου του εδοκιμάσθη διά της απώλειας του αισθητού φωτός των οφθαλμών. Ο μιμητής του πολυάθλου Ιώβ υπέμεινε καρτερικά την δοκιμασίαν αυτήν. Ουδόλως ελυπείτο διά την στέρησιν του φωτός, αλλ’ εδοξολόγει από καρδίας τον Θεόν και εν πλήρει ταπεινώσει εζήτει το έλεος Αυτού ...».
Όταν είχε το φως του διάβαζε τις ακολουθίες και για τους πατέρες που ήταν στα διάφορα διακονήματα. Ήταν ένας μεγάλος βιαστής. Ποτέ δεν βγήκε στον κόσμο. Όταν έπεσε και κτύπησε σοβαρά, είπε ο ιατρός ότι πρέπει να βγει αμέσως έξω, στο νοσοκομείο, γιατί κινδυνεύει η ζωή του. Δεν δέχθηκε επ’ ουδενί. «Ανοίχτε ένα λάκκο και βάλτε με μέσα», είπε. Έζησε άλλα δύο χρόνια και αναπαύθηκε ήσυχα ο μακάριος στις 30.12.1996, ξημερώνοντας του οσιομάρτυρος Γεδεών του Καρακαλλινού, στη μονή του οποίου έζησε επί τόσες δεκαετίες.
Πήγες – Βιβλιογραφία: Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Καρακάλλου. Ανωνύμου, Ιάκωβος Μοναχός Καρακαλλινός, Άγιος Αγαθάγγελος Εσφιγμενίτης 153/1996, σ. 40.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ. 1425-1426, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Ο κατά κόσμον Γεώργιος Κυρίτσης του Νικολάου και της Μαρίας γεννήθηκε στο χωριό Αγία Παρασκευή Κόνιτσας το 1908. Νέος ήλθε σε γάμου κοινωνία και απέκτησε πέντε τέκνα. Με τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου του Σταυρούλας αναχώρησε για το Άγιον Όρος, αφού είχαν μεγαλώσει τα παιδιά του.
Μόνασε στην αρχή στη μονή Βατοπεδίου και κατόπιν στο Βατοπεδινό Κελλί του Αγίου Προκοπίου, όπου το 1967 εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντα Νεόφυτο τον Πνευματικό (+1967). Μετά από αποκάλυψη του εναρέτου Γέροντά του, του έδωσε ευλογία να μεταβεί στον κόσμο.
Άφησε το αγαπημένο του Άγιον Όρος και κατοίκησε σε διάφορα μέρη στη Νίκαια του Πειραιά, δίχως ποτέ να πάει στο σπίτι και τους δικούς του. «Εγώ», έλεγε, «είμαι μοναχός και την οικογένειά μου την έχει αναλάβει ο Θεός. Αυτός ξέρει». Κατόπιν τον φιλοξένησε μία ευσεβής οικογένεια σ’ ένα φτωχό σπιτάκι του κήπου. Συχνά έλεγε: «Η ταπείνωση για την ψυχή είναι η αφάνεια και για το σώμα είναι ο κόπος». Εργαζόταν με τα χέρια του για τον επιούσιο άρτο πουλώντας εικόνες και θυμιάματα. Οι επισκέψεις στα σπίτια ήταν μία ευκαιρία να μιλά με απλότητα και αγάπη στους ανθρώπους που ήταν μακριά από τον Θεό, που έβριζαν και δεν πίστευαν, και να τους οδηγεί σε μετάνοια και στην αναζήτηση του Θεού. Με τα χρήματα που μάζευε ζούσε λιτά, έδινε κάτι σε αυτούς που τον φιλοξενούσαν και τα υπόλοιπα τα έκανε φιλανθρωπίες. Μάλιστα έκανε βιβλιάρια τραπέζης με μικρά ποσά και τα έδινε σε άπορες νέες για ένα ξεκίνημα της ζωής.
Βοηθούσε πολλούς με την προσευχή του και το παράδειγμά του. Με τις συμβουλές του έκανε τους ανθρώπους ν’ αγαπήσουν πιο πολύ τον Θεό. Αγαπούσε πολύ να λέει το «Πάτερ ημών». Σταματούσε στο «και άφες ημίν ...», λέγοντας πως πρέπει να συγχωρούμε τις αμαρτίες των άλλων, για να συγχωρέσει και τις δικές μας ο Θεός. «Οι δοκιμασίες στη ζωή», έλεγε, «είναι από την αγάπη του Θεού». Αγαπούσε πολύ να μιλά για την αγία ταπείνωση, την οποία αληθινά πάντοτε ζούσε.
Κάποτε, όταν ήταν στο Κελλί, ο Γέροντάς του τον έσπρωξε κι έπεσε κάτω. Ξαφνιασμένος ο π. Γεώργιος τον ρώτησε γιατί τον έσπρωξε. Εκείνος τον ρώτησε αν πόνεσε με την πτώση του. Η απάντηση του π. Γεωργίου ήταν αρνητική. Ο Γέροντάς του τού είπε: «Έτσι θα είναι και η ζωή σου. Όσο πιο χαμηλά ζεις, όταν πέσεις δεν θα κτυπήσεις πολύ, εάν πέσεις από ψηλά τότε θα κτυπήσεις άσχημα...». Κι ένας άλλος Γέροντας έλεγε: «Ο ταπεινός δεν φοβάται να πέσει, γιατί είναι χάμω. Και από το χάμω πιο χάμω δεν έχει!». Ο Γέροντας Νεόφυτος ένα βράδυ ξύπνησε τη μικρή αδελφότητα του Κελλιού λέγοντας πως πρέπει να κάνουν προσευχή, γιατί ο αδελφός Γεώργιος θα βγει στον κόσμο. Ο ίδιος ο π. Γεώργιος αργότερα έλεγε: «Όσο κρύβεις ένα καλό έργο, τόσο αυτό διατηρείται περισσότερο».
Το κύριο έργο ήταν η αδιάλειπτη προσευχή και η έμπρακτη αγάπη προς τον αναγκεμένο συνάνθρωπο. Κάθε πρωί πήγαινε με τα πόδια -σπάνια χρησιμοποιούσε το λεωφορείο- και προς διαφορετική κατεύθυνση. Όταν έβλεπε συγκεντρωμένο πλήθος και διέκρινε κάποια ένταση μεταξύ τους, πήγαινε εκεί και με τον λόγο του προσπαθούσε να τους ηρεμήσει και ενώσει. Αυτό το έκανε μέχρι που αρρώστησε και δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του. Σε κάθε τι που ήθελε να κάνει, πάντοτε έκανε προσευχή και περίμενε απάντηση από τον Θεό. Ένα χειμώνα είχε τρομερές πλημμύρες στη Νίκαια. Ο π. Γεώργιος έσωσε από σίγουρο πνιγμό τους επιβάτες ενός λεωφορείου. Το νερό κατέβαινε σαν ποτάμι στους δρόμους. Ο π. Γεώργιος παρακάλεσε τον οδηγό του λεωφορείου να κάνει στάση. Ο οδηγός αρνήθηκε, γιατί δεν υπήρχε καθορισμένη στάση εκεί. Ο πατήρ επέμενε και ο οδηγός αναγκάσθηκε να σταματήσει. Αυτό ήταν σωτήριο. Αν το λεωφορείο συνέχιζε την πορεία του θα είχε παρασυρθεί από τα πολλά νερά.
Τα βράδια κοιμόταν λίγο. Πολλές φορές βάδιζε στο δωμάτιό του προσευχόμενος. Σε όλη του τη ζωή ταπεινωνόταν συνεχώς. Όταν τον ρώτησαν γιατί τόσος πόνος στον κόσμο και γιατί να υποφέρουν μητέρες και παιδιά; Απάντησε: «Να προσεύχεσθε όσα είναι να γίνουν, να γίνουν γρήγορα, για να έλθει ο Χριστός. Μόνο Αυτός μπορεί να μας σώσει. Να παρακαλάμε να έλθει γρήγορα».
Μία σημερινή μοναχή, που τον γνώριζε από μικρή, λέει περί αυτού: «Ήταν μετρίου αναστήματος, πολύ ισχνός, με ισχνή φωνή, μάλλον βραχνή. Ήταν σύννους, αλλά γεμάτος αγάπη. Οι μοναδικές στιγμές που γινόταν αυστηρός ήταν όταν τον επαινούσαν. Ο π. Γεώργιος ζούσε σαν μοναχός. Σηκωνόταν νύχτα, έκανε τις ακολουθίες του και μετά έφευγε για να πουλήσει το εργόχειρό του. Οι άνθρωποι τον περίμεναν σαν άγγελο, για ν’ ακούσουν λόγο Θεού. Έκανε δηλαδή ιεραποστολή. Γύριζε σχεδόν απόγευμα. Έτρωγε πολύ λίγο και μέχρι το βράδυ απεσύρετο στο κελλί του. Μία μέρα η θεία μου, που είχε το σπίτι που έμενε ο π. Γεώργιος, μου είπε να πάω να τον φωνάξω. Πλησιάζοντας είδα από τη μισάνοιχτη πόρτα του κελλιού τον παππού γονατιστό με τα χέρια υψωμένα να περιβάλλεται από ένα σύννεφο φωτεινό. Δεν ξέρω πως ακριβώς να το ονομάσω. Τότε μου φάνηκε ότι μέσα σε καπνό φωτεινό ο παππούς ήταν βυθισμένος στην προσευχή. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν το άκτιστο φως. Πολλοί επίσης ομολογούν ότι τα ενδύματα και το σώμα του ανέδιδαν ευωδία. Επίσης τα γένεια του και το στόμα του όταν μιλούσε».
Ένας ιερεύς που τον γνώρισε από πολύ κοντά και βοηθήθηκε πολύ από αυτόν αναφέρει: «Το κελλάκι του ήταν μία λυόμενη παράγκα. Χωρούσε ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και μία καρέκλα. Τα μόνα περιουσιακά στοιχεία που άφησε ήταν η ευχή του, το Ευαγγέλιον που διάβαζε πάντα, το Ωρολόγιον και το Ψαλτήριον. Μόνο ένα ράσο είχε. Μέσα σ’ ένα συρτάρι είχε όλα τ’ απαραίτητα που έπρεπε να τον ντύσουμε όταν θα ερχόταν η ώρα της κοιμήσεώς του. “Δεν θέλω κανέναν να επιβαρύνω”, έλεγε. Πιστεύω ότι προσευχόταν και προσεύχεται για μένα και αυτό το νιώθω από τις πολλές ευεργεσίες που είχα κι έχω στη ζωή μου».
Ανεπαύθη στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας από καρδιακή ανακοπή στις 30.12.1998. Οι νοσοκόμοι εντυπωσιάσθηκαν που το νεκρό του σώμα ήταν ευλύγιστο. Ετάφη στο Γ' Κοιμητήριο.
Πήγες – Βιβλιογραφία: Μαρτυρίες πρεσβυτέρου Αναστασίου Φούκα, μονάχου Παϊσίου Καρεώτη και μοναχής Καλλίνικης Μακρυνιώτισσας.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ.1471-1475 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Αθανάσιος Λαμπίρης του Παναγιώτου στο χωριό Κλείτωρ των Καλαβρύτων το 1887. Προσήλθε στο Κουτλουμουσιανό Κελλί του Αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου το 1897. Εκάρη μοναχός το 1898. Εργόχειρο είχε το του βιβλιοδέτη, το οποίο εργαζόταν με ιδιαίτερη αγάπη, επιμέλεια και φροντίδα.
Ήταν ένας Γέροντας διακεκριμένος και ονομαστός. Φιλακόλουθος λίαν, νηστευτής, ασκητικός και καλλιτέχνης βιβλιοδέτης. Συνοδεία είχε τον δίκαιο και απλό μοναχό Θεόκτιστο (+1955) και τον ιεροδιάκονο Νήφωνα (+1987), τον οποίο γνωρίσαμε και πολλά μας διηγήθηκε καλά για τους μακαριστούς προκατόχους του, καθώς για την αγάπη του για τη βιβλιοδεσία.
Κατά τον φιλόσιο εκδότη Σ. Σχοινά ο «μεταστάς ήτο από τους εκλεκτούς Γέροντας, διάγων ζωήν ασκητικήν, είχε δε μεγάλην απλότητα· ο θάνατός του υπήρξε θάνατος του δικαίου. Διά δύο ελαφρών συμφορήσεων, τον ειδοποίησεν ο Κύριος ότι ταχέως πρόκειται να τον καλέση πλησίον του, ώστε να έχη όλην την ευκαιρίαν να ετοιμασθή δι’ εξομολογήσεως, διά του μυστηρίου του Ευχελαίου και της θείας Κοινωνίας, να αφήση δε και τας καταλλήλους υποθήκας εις τα δύο πνευματικά του τέκνα Νήφωνα και Θεόκτιστον. Όλη αυτή η υπόθεσις διήρκησε περί τας δέκα ημέρας, οπότε την 31ην Δεκεμβρίου 1953 παρέδωκε το πνεύμα. Ευχόμεθα ίνα ο Κύριος κατατάξη την ψυχήν αυτού μετά των αγίων και δικαίων, εις δε την αδελφότητα την εξ ύψους παρηγορίαν».
Πήγες – Βιβλιογραφία: Σωτηρίου Σχοινά, Γέρων Νήφων μοναχός, Αγιορειτική Βιβλιοθήκη 209-210/1954, σ. 63. Χρυσοστόμου Ροδοστόλου, επισκόπου, Πρόσωπα και δρώμενα στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2001, σ. 80.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄1901-1955 , σελ.511, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Γεννήθηκε στα Καλάβρυτα από φτωχούς γονείς. Η μητέρα του τον γέννησε στο χωράφι που θέριζε με το δρεπάνι. Το 1900 προσήλθε στο παρά τις Καρυές Σταυρονικητιανό Κελλί του Αγίου Ονουφρίου, που σήμερα είναι γκρεμισμένο. Εκεί εκάρη από τον Γέροντα Διονύσιο (+1903). Οι Ρώσοι θέλησαν να του δώσουν αρκετές λίρες, για ν’ αγοράσουν το Κελλί, μα δεν δέχθηκε ποτέ. Μετά την κοίμηση του Γέροντός του μετέβη στο Βατοπεδινό Κελλί των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και στη συνέχεια στο Αγιοπαυλίτικο Κελλί του Αγίου Ανδρέου στις Καρυές. Το 1906 προσήλθε στο Παντοκρατορινό Κελλί του Γενεσίου της Θεοτόκου, κάτω από τη μονή Κουτλουμουσίου.
Ο Γέροντας Ονούφριος είχε ένα κατά σάρκα αδελφό, που μόναζε στο γειτονικό Κελλί του Αγίου Ευθυμίου, τον ιερομόναχο Ανδρέα (+1941). Τη συνοδεία του Γέροντος Ονουφρίου αποτελούσαν οι μοναχοί Ανδρέας (+1952), Διονύσιος (+1938), Βασίλειος και Ιωακείμ (+1988). Οι δύο τελευταίοι αναχώρησαν για άλλα Κελλιά. Το 1950 προσήλθε ο σημερινός Γέροντας Ονούφριος, ο οποίος και μας διηγήθηκε τα παρόντα ένα απόγευμα στην απλωταριά του.
Ο Γέροντας Ονούφριος υπήρξε σπουδαίος διαβαστής, βροντόφωνος και πανύψηλος, μουσικός καλός, εξαιρετικός τυπικάρης του Πρωτάτου. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' τον εκτιμούσε και τον έπαιρνε μαζί του στις περιοδείες του. Ήταν ελεήμων πολύ. Δεν υπήρχε φτωχός που να περάσει από το Κελλί του και να μην βοηθηθεί. Τότε η φτώχεια ήταν μεγάλη και οι φτωχοί πολλοί. Ήταν πάντοτε σοβαρός, δίχως αστεία και γέλια. Όλη την ημέρα εργαζόταν στα κτήματα και σε όλες τις ιερές ακολουθίες ήταν πάντοτε όρθιος. Πολύπειρος, συνετός, αγαθός, καταδεκτικός, ευγενής και ευπροσήγορος, κατά τον επίσκοπο Ροδοστόλου Χρυσόστομο.
Ασθένησε μόνο μία εβδομάδα κι έφυγε σαν πουλάκι, στις 31.12.1958. Την επομένη ημέρα της Πρωτοχρονιάς, ένα πλήθος ιερέων και μοναχών τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία. Κάποτε είχε πει σε κάποιους νέους μοναχούς: «Κι εγώ και σεις δεν πεθαίνουμε ποτέ, γιατί είμαστε αθάνατοι. Θα ρθει όμως η στιγμή, που θα θάψουνε το σκήνος μας στο χώμα, για να ζήσουν οι ψυχές μας ουσιαστικώτερα με τον Χριστό και προ πάντων αιώνια ...».
Πήγες – Βιβλιογραφία: Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Πρόσωπα και δρώμενα στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2001, σσ. 82-93.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ.601-602 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Στον κόσμο ονομαζόταν Θεοδόσιος Ιωάννου Στάνου. Γεννήθηκε στο χωριό Μπιχέα Κουβουλουΐ της Ρουμανίας το 1881. Το 1902 προσήλθε στη σκήτη του Αγίου Δημητρίου-Λάκκου, που βρίσκεται σε ησυχαστική τοποθεσία, κατοικείται από Ρουμάνους και ανήκει στην ιερά μονή Αγίου Παύλου. Εκάρη στην Καλύβη των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου το 1903.
Διακρίθηκε ως διακριτικός Πνευματικός και ως άκρως νηστευτής και ακτήμων. Μ’ ένα τσουβάλι παξιμάδι περνούσε πολύ καιρό. Ούτε ήξερε τη γεύση των φαγητών. Κάποτε, διηγούνται, όταν είχε ασθενήσει, τον πήρε ένας να τον φιλέψει κάτι, για να στυλωθεί στα πόδια του. Είχε μαγειρέψει ζαρκάδι με πατάτες. Έφαγε το μεσημέρι. Το βράδυ του είπε να του φτιάξει κάτι άλλο. «Καλό ήταν και το μεσημεριανό», του είπε. Μπορεί και να μην κατάλαβε ότι ήταν και κρέας...
Αναφέρουν επίσης ότι κάποτε κάηκε η Καλύβη του. Στενοχωρήθηκε, μα δεν απογοητεύθηκε κι έφυγε. Δεν είχε χρήματα να την επισκευάσει. Έτσι έπεσε και γκρεμίστηκε η Καλύβη και σήμερα δεν υπάρχει. Ο Αθανάσιος έμεινε για χρόνια σε μία παρακείμενη σπηλιά, που σώζεται μέχρι σήμερα. Εκεί δοξολογώντας κι ευχαριστώντας τον Πανάγαθο Θεό αναχώρησε για την ουράνια πατρίδα μας τον Δεκέμβριο του 1961. Άφησε μνήμη αγαθή.
Πήγες – Βιβλιογραφία: Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Ευχαριστίες στον Γέροντα Νικόδημο Αγιοπαυλίτη και τον ιερομόναχο Στέφανο Λακκοσκητιώτη για τις πληροφορίες.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ.663 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς στο χωριό Λογγανίκος της Σπάρτης το 1864. Είχε 16 αδέλφια. Από μικρός ήταν φιλάσθενος. Η καλή του μητέρα, με τη βαθιά της πίστη και ως πρακτική ιατρός, πολλές φορές τον βοήθησε στις ασθένειές του. Τελείωσε την Ιερατική Σχολή Τριπόλεως. Ήθελε να μονάσει σε μοναστήρι της περιοχής του, αλλά ο πατέρας του τον απέτρεπε.
Έτσι, το 1890, αναχώρησε κρυφά για το Άγιον Όρος. Έμεινε κρυμμένος για εννέα χρόνια. Στην αρχή μόνασε στα Καυσοκαλύβια. Γέροντα είχε τον παπα-Μηνά, που υπήρξε υποτακτικός του περιβόητου ασκητή Χατζη-Γιώργη (+1886). Μετά τη διάλυση της αδελφότητος του Χατζη-Γιώργη ο παπα-Μηνάς μετώκησε στις Καρυές με τον καλό υποτακτικό του Συμεών κι εγκαταστάθηκαν στο Ιβηρίτικο Κελλί της Αγίας Τριάδος. Ο Συμεών παρέλαβε από τον αγαπητό Γέροντά του το αυστηρό ασκητικό τυπικό τού «παππού» του. Αγαπούσε πολύ τη μελέτη, την οποία του επέτρεψε ο Γέροντάς του. Μελέτησε με μεγάλο ζήλο πολλά βιβλία κι έμαθε μόνος του γαλλικά, αγγλικά, ρωσικά, λατινικά, εβραϊκά και αραβικά. Έγραψε μάλιστα κι ένα ελληνοεβραϊκό λεξικό. Κατά την παραμονή του στις Καρυές έγινε δάσκαλος των ελληνικών στους μοναχούς του γειτονικού Ρωσικού Κελλιού του Αγίου Στεφάνου.
Ο παπα-Μηνάς επειδή τον έβλεπε συχνά άρρωστο, του επέτρεψε να πάει στους γονείς του, για να πάρει την ευχή τους, καθόσον είχε τον λογισμό μήπως για τον λόγο αυτό ταλαιπωρείται τόσο με την υγεία του. Μετά από μικρή παραμονή στην πατρίδα του επέστρεψε στο Άγιον Όρος. Σε λίγο αρχίζει μία μεγάλη περιοδεία, η οποία όμως δεν θα του επιτρέψει την επιστροφή στον φίλτατο Άθωνα. Επισκέπτεται το Σινά, όπου μένει επί μία εξαετία ασκητεύοντας, τους Αγίους Τόπους για προσκύνημα, χώρες της Ανατολής και της Ευρώπης.
Επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου ξεκινά έργο ιεραποστόλου. Περιοδεύει όλα τα γύρω χωριά και κηρύττει με ζήλο τον λόγο του Θεού. Περιέρχεται όλη τη νότια Πελοπόννησο. Οι άνθρωποι άρχιζαν να τον εκτιμούν και να τον σέβονται. Η αρετή του τους παραμυθούσε. Όταν δεν ήταν κοντά τους, τους έστελνε γράμματα, τα οποία τα φύλαγαν ως ιερά φυλακτά. Ως ιεροκήρυκας, Πνευματικός και λειτουργός υπήρξε ιλαρός, συμπαθής και φιλόστοργος. Δεν δυσκολεύθηκε, όταν χρειάσθηκε, να καυτηριάσει σοβαρά λάθη αρχόντων. Δεν θέλησε να γίνει επίσκοπος, παρότι τον παρότρυναν. Χρημάτισε καθηγητής της Ιερατικής Σχολής Σπάρτης.
Οι πολλοί κόποι, οι μακρές περιοδείες, τα συνεχή κηρύγματα, οι καθημερινές ιερές ακολουθίες, οι συχνές θείες Λειτουργίες, η μεγάλη αλληλογραφία, η ακατάπαυστη μελέτη, η εκτέλεση του μυστηρίου της Εξομολογήσεως, τα προβλήματα από τις ασθένειες, δεν τον έκαναν ποτέ να κάμψει τη νηστεία και τη θερμή προσευχή. Αναφέρουν ότι δεν έτρωγε ποτέ κρέας, αβγά και γαλακτερά. Ακόμη και το Πάσχα δεν έτρωγε αβγά, αλλά έβαφε κόκκινες πατάτες, κατά το Χατζηγιωργιάτικο τυπικό.
Στα τελευταία έτη της ζωής του αποσύρθηκε σ’ ένα σπήλαιο έξω του χωριού Νιχώρι Φαλαισίας, ύστερα από την τελευταία του πασχάλια θεία Λειτουργία. Ζούσε με χόρτα. Βυθίσθηκε στη σιωπή. Τώρα πλέον ωφελούσε τον κόσμο μόνο με τη διάπυρη προσευχή του. Σ’ εκκλησίες και μονές μοίρασε τα υπάρχοντά του, κυρίως βιβλία. Μετά από επίθεση ληστών κλονίσθηκε πιο πολύ η ταλαιπωρημένη υγεία του. Μερικοί τον νόμισαν σαλό. Ακτήμων, σιωπών, ασθενών και προσευχόμενος παρέδωσε το πνεύμα του στον Πλάστη του ήσυχα τον Δεκέμβριο του 1916.
Πήγες – Βιβλιογραφία: Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Παπα-Συμεών ο Πνευματικός (1864-1916), Πρωτάτον 31/1991, σσ. 126-128.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄1901-1955 , σελ.131-133 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.